Σεραφείμ Ρόουζ: Β' ΜΕΡΟΣ της 3ης Διάλεξης – Η Αναγέννηση

Φωτογραφία της ΕΟΔ Φωτογραφία της ΕΟΔ

Η γέννηση της κοσμικής δόξας στην Αναγέννηση: φιλοδοξία, αυτοεξύψωση και δίψα για φήμη ως σημάδια της ανθρωποκεντρικής απομάκρυνσης από την Ορθόδοξη Παράδοση.

Η ΕΟΔ συνεχίζει να δημοσιεύει τις 13 διαλέξεις του π. Σεραφείμ Ρόουζ σε μετάφραση του Γεώργιου Τρακάκη, Επιστήμονα Υλικών Δρ. Επιστήμης και Τεχνολογίας Πολυμερών, Πάτρα. Ένα Ορθόδοξο Μάθημα Επιβίωσης: κατανοώντας την αποστασία του Δυτικού πολιτισμού μέσα από την Ορθόδοξη πίστη.

3η Διάλεξη - Α’ ΜΕΡΟΣ - Φήμη

Και αναφέρει, για παράδειγμα, σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τη σύγχρονη ιδέα της δόξας, η οποία εμφανίζεται τώρα για πρώτη φορά, δηλαδή, για πρώτη φορά μετά την αρχαιότητα. Σημειώνει πρώτα ότι ακόμη και ο Δάντης[1], ο οποίος κατά κάποιον τρόπο ανήκει ακόμη στον Μεσαίωνα, είναι ο πρώτος που μπορεί πραγματικά να χαρακτηριστεί ως άνθρωπος που επιδιώκει τη δόξα. Λέει: «Επιδίωξε το στεφάνι του ποιητή με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Ως συγγραφέας και λόγιος, τόνιζε το γεγονός ότι αυτό που έκανε ήταν νέο, και ότι ήθελε όχι μόνο να είναι, αλλά και να θεωρείται πρώτος στον τομέα του».

Αργότερα υπήρξε κάποιος άλλος, λίγο μεγαλύτερος αλλά σύγχρονος του Δάντη, ο Αλμπερτίνος Μουσάττος[2], ο οποίος στέφθηκε ποιητής στην Πάντοβα από τον επίσκοπο και τον πρύτανη, και απολάμβανε δόξα σχεδόν θεοποίησης. Κάθε Χριστούγεννα οι διδάσκαλοι και οι φοιτητές και των δύο σχολών του πανεπιστημίου έρχονταν σε επίσημη πομπή μπροστά στο σπίτι του, με σάλπιγγες και όπως φαίνεται, με αναμμένες λαμπάδες, για να τον τιμήσουν και να του φέρουν δώρα. Η φήμη του διατηρήθηκε μέχρι που, το 1318, έπεσε σε δυσμένεια...

«Αυτό το νέο θυμίαμα, που κάποτε προσφερόταν μόνο σε αγίους και ήρωες, προσφέρθηκε τώρα απλόχερα στον Πετράρχη[3], ο οποίος προς τα τελευταία του χρόνια πείστηκε ότι τελικά ήταν ένα ανόητο και ενοχλητικό πράγμα».

Είναι προφανές ότι πρόκειται για την πιο χαμηλή μορφή κοσμικότητας: την επιθυμία να σε λατρεύουν τώρα και να σε θυμούνται οι επόμενες γενιές.

«Μέσα σε όλες αυτές τις εξωτερικές προετοιμασίες για την απόκτηση και εξασφάλιση της δόξας, η αυλαία τραβιέται πότε-πότε, και βλέπουμε με τρομακτική σαφήνεια μια απεριόριστη φιλοδοξία και μια δίψα για μεγαλείο, ανεξάρτητα από μέσα και συνέπειες».

Έτσι, στον πρόλογο της Φλωρεντινής Ιστορίας του Μακιαβέλλι[4], όπου κατηγορεί τους προκάτοχούς του, Λεονάρντο Αρετίνο[5] και Πότζιο[6], για την υπερβολική τους επιείκεια απέναντι στα πολιτικά κόμματα της πόλης, γράφει:

«Έκαναν μεγάλο λάθος και έδειξαν ότι καταλάβαιναν ελάχιστα τη φιλοδοξία των ανθρώπων και την επιθυμία να διαιωνίσουν το όνομά τους. Πόσοι, που δεν μπορούν να διακριθούν σε τίποτα αξιέπαινο, προσπαθούν να το κάνουν με άθλια έργα! Αυτοί οι συγγραφείς δεν σκέφτηκαν ότι πράξεις που είναι από μόνες τους μεγάλες, όπως είναι οι πράξεις ηγεμόνων και κρατών, φαίνεται πάντα να φέρνουν περισσότερη δόξα παρά κατηγορία, όποιου είδους κι αν είναι και όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμά τους».

«Σε περισσότερες από μία σημαντικές και τρομερές πράξεις, το κίνητρο που αποδίδουν σοβαροί ιστορικοί είναι η φλογερή επιθυμία να επιτύχει κανείς κάτι μεγάλο και αξιομνημόνευτο. Αυτό το κίνητρο δεν είναι απλώς μια ακραία περίπτωση κοινής ματαιοδοξίας, αλλά κάτι «δαιμονικό»...

(είναι αγνωστικιστής ο συγγραφέας· με «δαιμονικό» εννοεί κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με ανθρώπινα κίνητρα).

«...Κάτι δαιμονικό, που περιλαμβάνει παράδοση της βούλησης, χρήση οποιουδήποτε μέσου, όσο φρικτού κι αν είναι, και ακόμη και αδιαφορία για το ίδιο το αποτέλεσμα». Με αυτή την έννοια, για παράδειγμα, ο Μακιαβέλλι ερμηνεύει τον χαρακτήρα του Στεφάνο Πορκάρο[7]· η δολοφονία του Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα[8] και η δολοφονία του δούκα Αλεσσάντρο της Φλωρεντίας[9] αποδίδεται από τον ίδιο τον Βάρκι[10] στη δίψα για δόξα που βασάνιζε τον δολοφόνο, Λορετσίνο ντε’ Μεντίτσι[11]».

Γνωρίζουμε φυσικά κάτι από την ιστορία των ιταλικών ηγεμονιών της εποχής, τους διαβόητους Μεδίκους[12], που είχαν ακόμη και Πάπες ανάμεσά τους, δηλητηριάζοντας ο ένας τον άλλον και εξολοθρεύοντας άλλες οικογένειες. Υπήρχε ακόμη ο Λορετσίνο που «καλλιεργούσε μέσα του την ιδέα μιας ιδιαίτερης πράξης ώστε η ατίμωσή του να ξεχαστεί», και τελικά καταλήγει να δολοφονήσει τον συγγενή του και ηγεμόνα. Αυτά είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτής της εποχής υπερβολικά τεντωμένων και απελπισμένων παθών και δυνάμεων.

Και φυσικά βλέπουμε και στη δική μας εποχή ανθρώπους που δολοφονούν προέδρους· αποτυχημένοι στη ζωή, θέλουν με κάποιο τρόπο να γίνουν γνωστοί, ακόμη κι αν χρειαστεί να πάνε στη φυλακή ή να σκοτωθούν. Η ιδέα ότι θα «γίνουν αθάνατοι» έστω μέσω μιας άθλιας πράξης, επειδή δεν πιστεύουν πια στην αθανασία της ψυχής.

Αλλά αυτή η στάση αυτοεξύψωσης, που εμφανίζεται επίσης στη ζωή του Μπενβενούτο Τσελίνι[13], ενός τυχοδιώκτη που τρέχει παντού κάνοντας τα πάντα για να γίνει διάσημος, προέρχεται άμεσα από τον Μεσαίωνα. Προέρχεται από αυτό που είδαμε στο προηγούμενο μάθημα: την ενασχόληση του Φραγκίσκου της Ασσίζης με τον εαυτό του, την αυτοϊκανοποίησή του, τις δραματικές επιδείξεις της «αγιότητάς» του. Μόλις άλλαξε το πνεύμα της εποχής, το ίδιο κίνητρο στράφηκε προς τον κόσμο και έγινε μια χονδροειδής, ακραία αυτομεγιστοποίηση.

Και αυτό είναι πάρα πολύ μακριά από την Ορθοδοξία, όπου ακόμη και οι αγιογράφοι συνήθως δεν υπογράφουν τα έργα τους. Δεν είναι απλώς θέμα ανωνυμίας, βρίσκουμε άλλωστε στα εκκλησιαστικά βιβλία ύμνους που λένε «το έγραψε ο μοναχός Γερμανός». Αλλά δεν υπάρχει η επιθυμία να καθιερωθεί κανείς ως μεγάλος ποιητής, μεγάλος συγγραφέας, μεγάλος αγιογράφος που θα εντυπωσιάσει τους συγχρόνους του. Εντάσσεται στην Παράδοση και συνεχίζει αυτό που υπήρχε πριν.

Τώρα όμως υπάρχει η επιθυμία ο κάθε καλλιτέχνης να «φτιάξει όνομα». Και στον 20ο αιώνα αυτό γίνεται γελοίο: οι περισσότεροι δεν έχουν καν ταλέντο, και νομίζουν ότι αν πετάξουν μπογιά σε έναν καμβά όσο πιο βίαια γίνεται, θα γίνουν διάσημοι.

Αυτό έχει πολύ μεγάλο βάθος, γιατί εμπλέκει και βαθιά στρώματα φιλοσοφίας και θεολογίας. Στην παραδοσιακή ορθόδοξη κοσμοθεώρηση, ξεκινά κανείς από την αποκάλυψη, την παράδοση, αυτό που έχει παραδοθεί από τους Πατέρες, και τελικά από τον Θεό. Και αν ρωτήσεις κάποιον πώς ξέρει κάτι, θα πει: «Το ξέρω γιατί έτσι έπλασε ο Θεός τον κόσμο, έτσι το παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες, έτσι λέει η Αγία Γραφή — αυτό είναι η αυθεντία».

Στη νέα εποχή όμως υπάρχει η επιθυμία να δημιουργηθεί κάτι άλλο, ένα νέο κριτήριο βεβαιότητας. Έτσι, λίγο μετά από αυτή την περίοδο, εμφανίζεται ο φιλόσοφος Ντεκάρτ, ο πρώτος «μοντέρνος» φιλόσοφος, και θεμελιώνει όλη τη φιλοσοφία του σε ένα μόνο πράγμα: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Και όλα τα άλλα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα βασίζονται σε αυτή την πρώτη αρχή, την οποία θεωρεί το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Οι αισθήσεις απατούν, μπορεί να υπάρξουν ψεύτικες αποκαλύψεις· αλλά «ξέρω με βεβαιότητα ότι υπάρχω». Αυτό δείχνει πώς η ενασχόληση με τον εαυτό γίνεται ήδη θεολογική πρώτη αρχή. Και αργότερα φτάνει σε απίθανες ακρότητες.

-----

[1] Δάντης Αλιγκιέρι (Dante Alighieri, 1265–1321): Μεγάλος Ιταλός ποιητής, θεωρούμενος ο «πατέρας» της ιταλικής γλώσσας. Το σημαντικότερο έργο του, Η Θεία Κωμωδία, αποτελεί μνημείο παγκόσμιας λογοτεχνίας και περιγράφει, σε αλληγορική μορφή, το ταξίδι της ψυχής μέσα από Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισο. Αν και ζει ακόμη σε μια εποχή συνδεδεμένη με τον Μεσαίωνα, ο Δάντης φανερώνει τα πρώτα σημάδια της αναδυόμενης αναγεννησιακής νοοτροπίας: ισχυρή αίσθηση προσωπικής αξίας, επίγνωση της πρωτοτυπίας του έργου του και επιδίωξη της φήμης. Το ύφος και το περιεχόμενό του συνδυάζουν μεσαιωνικά και πρωτο-ανθρωπιστικά στοιχεία, και γι’ αυτό συχνά θεωρείται γέφυρα ανάμεσα στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση.

[2] Αλμπερτίνος Μουσάττο (Albertino Mussato, 1261–1329): Ιταλός λόγιος, ποιητής και πολιτικός της Πάδοβας, θεωρείται μια από τις πρώιμες μορφές του ιταλικού ανθρωπισμού, πριν ακόμη από τον Πετράρχη. Το 1315 έγινε ο πρώτος από την ύστερη μεσαιωνική Δύση που στεφανώθηκε με τον ποιητικό στέφανο, γεγονός που τον ανέδειξε σε σύμβολο της νέας κοσμικής αντίληψης περί «δόξας» και προσωπικής φήμης. Η τιμή που του αποδιδόταν—με δημόσιες πομπές, επαίνους και σχεδόν λατρευτική αναγνώριση—αποκαλύπτει τη μετατόπιση της εποχής από την τιμή των Αγίων προς την εξύψωση κοσμικών λογίων. Η φήμη του όμως ήταν εύθραυστη· το 1318 έπεσε σε πολιτική δυσμένεια, δείχνοντας πόσο ευμετάβλητο και εγκόσμιο ήταν το νέο ιδεώδες της «δόξας» στην πρώιμη Αναγέννηση.

[3] Φραντσέσκο Πετράρχης (Francesco Petrarca, 1304–1374): Γνωστός ως «πατέρας του ανθρωπισμού», ο Πετράρχης υπήρξε από τους σημαντικότερους λογίους της πρώιμης Αναγέννησης. Με το έργο και τη στάση του εξέφρασε ένα νέο πνεύμα επιστροφής στην κλασική αρχαιότητα, ιδιαίτερα στη λατινική γραμματεία, την οποία θεωρούσε οδηγό για την αναγέννηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παρότι διατηρούσε χριστιανικές αναφορές, η σκέψη του εστίαζε στον άνθρωπο, στην ατομική αυτοσυνείδηση και στη δόξα της προσωπικής αρετής και φήμης. Η φήμη που απέκτησε στη ζωή του —σχεδόν λατρευτική σε ορισμένους κύκλους— δείχνει την αλλαγή της εποχής: άνθρωποι των γραμμάτων άρχισαν να τιμώνται με τρόπο που παλαιότερα ανήκε μόνο στους Αγίους. Το έργο του Canzoniere έθεσε θεμέλια για τη νεότερη ευρωπαϊκή ποίηση, ενώ η έντονη αυτοαναφορικότητά του τον καθιστά χαρακτηριστικό δείγμα της νέας, ανθρωποκεντρικής συνείδησης της Αναγέννησης.

[4] Νικολό Μακιαβέλι (Niccolò Machiavelli, 1469–1527): Ιταλός πολιτικός στοχαστής, διπλωμάτης και συγγραφέας, θεωρείται θεμελιωτής της νεότερης πολιτικής θεωρίας. Το πιο γνωστό έργο του, Ο Ηγεμόνας, περιγράφει την πολιτική εξουσία όχι όπως «θα έπρεπε» να είναι, αλλά όπως λειτουργεί στην πραγματικότητα, με γνώμονα τη δύναμη, τη στρατηγική και τη σκοπιμότητα περισσότερο παρά την ηθική. Η σκέψη του εκφράζει την αναγεννησιακή στροφή προς τον «φυσικό άνθρωπο» και την αυτονομία της ανθρώπινης βούλησης, απομακρυσμένη πλέον από τη χριστιανική ηθική και την ιδέα της θείας πρόνοιας. Στα ιστορικά του έργα, όπως H Ιστορία της Φλωρεντίας, αναλύει την πολιτική ζωή με ρεαλισμό και ψυχρή αντικειμενικότητα, ενώ η έννοια της «δόξας» παίζει καθοριστικό ρόλο στη μακιαβελική αντίληψη για το ανθρώπινο κίνητρο. Για τον π. Σεραφείμ, ο Μακιαβέλι δείχνει χαρακτηριστικά πώς η δίψα για φήμη και κοσμική επιτυχία γίνεται σχεδόν δαιμονική δύναμη στη νέα εποχή.

[5] Λεονάρντο Αρετίνο (Leonardo Bruni Aretino, περ. 1370–1444): Ιταλός ουμανιστής, ιστορικός και καγκελάριος της Φλωρεντίας, από τις πιο εξέχουσες μορφές του πρώιμου ιταλικού ουμανισμού. Μαθητής του Μανουήλ Χρυσολωρά, υπήρξε από τους πρώτους Δυτικούς λογίους που ανέστησαν σοβαρά την ελληνική παιδεία στη Δύση μετά το Σχίσμα, μεταφράζοντας Πλάτωνα, Αριστοτέλη και πλήθος Ελλήνων συγγραφέων. Το έργο του Ιστορία του Φλωρεντινού Λαού θεωρείται υπόδειγμα αναγεννησιακής ιστοριογραφίας, όπου η αφήγηση απελευθερώνεται από τη μεσαιωνική θεολογική οπτική και δίνει έμφαση στον άνθρωπο, την πολιτική αρετή και την πολιτειακή ελευθερία.

[6] Πότζιο Μπρατσιολίνι (Poggio Bracciolini, 1380–1459): Ιταλός ανθρωπιστής, γραμματέας της παπικής αυλής και από τους σημαντικότερους συλλέκτες και αναβιωτές αρχαίων χειρογράφων. Ταξίδεψε σε μοναστήρια της Γερμανίας και της Ελβετίας όπου ανακάλυψε πολυτίμους συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναβίωση της κλασικής γραμματείας στη Δύση. Το ύφος του αποτυπώνει το πνεύμα της Αναγέννησης: σατιρικό, κοσμικό, απελευθερωμένο από την πατερική και μεσαιωνική σοβαρότητα.

[7] Στέφανο Πορκάρο (Stefano Porcaro, περ. 1400–1453): Ρωμαίος λόγιος, πολιτικός και ανθρωπιστής της Αναγέννησης, γνωστός κυρίως για τις επαναστατικές του απόπειρες εναντίον της παπικής εξουσίας στη Ρώμη. Εμπνευσμένος από την αρχαία ρωμαϊκή δημοκρατία και τον ιδεαλισμό του κλασικού πολιτεύματος, επιδιώξε να αποτινάξει την κοσμική κυριαρχία των Παπών και να αποκαταστήσει μια «ελεύθερη Ρώμη» στα πρότυπα της αρχαιότητας. Ο Μακιαβέλι τον παρουσιάζει ως παράδειγμα ανθρώπου που κυριεύεται από τη “δαίμονα” φιλοδοξία για δόξα και ιστορική υστεροφημία, μια φιλοδοξία που υπερέβαινε κάθε πρακτικό όριο και τον οδήγησε στην εκτέλεση μετά την αποτυχημένη συνωμοσία του 1453.

[8] Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα (Galeazzo Maria Sforza, 1444–1476): Δούκας του Μιλάνου από το 1466 έως τη δολοφονία του το 1476. Ανήκε στη δυναστεία των Σφόρτσα και έμεινε γνωστός για την αυταρχική, πολλές φορές σκληρή διακυβέρνησή του, καθώς και για την πολυτελή και έκλυτη αυλή που διατηρούσε. Η δολοφονία του στον ναό του Αγίου Στεφάνου στο Μιλάνο υπήρξε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια της πολιτικής βίας της ιταλικής Αναγέννησης· μεταγενέστεροι χρονικογράφοι και συγγραφείς, όπως ο Μακιαβέλλι, θεώρησαν την πράξη αυτή ενδεικτική της εποχής, όπου η «δίψα για δόξα» και η πολιτική ίντριγκα ξεπερνούσαν συχνά κάθε ηθικό ή θεσμικό φραγμό.

[9] Αλεσσάντρο ντε’ Μεντίτσι (Alessandro de’ Medici, 1510–1537): Πρώτος κληρονομικός δούκας της Φλωρεντίας και μέλος της ισχυρής οικογένειας των Μεδίκων. Ανέβηκε στην εξουσία το 1532, με την υποστήριξη του Πάπα Κλήμη Ζ΄ και του αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄, εγκαινιάζοντας μια πιο συγκεντρωτική και αυταρχική μορφή διακυβέρνησης στην πόλη. Η εξουσία του θεωρήθηκε από πολλούς καταπιεστική, προκαλώντας εχθρότητες ακόμα και μέσα στο ίδιο το οικογενειακό του περιβάλλον. Δολοφονήθηκε το 1537 από τον εξάδελφό του Λορετσίνο ντε’ Μεντίτσι, ο οποίος παρουσίασε αργότερα την πράξη του ως «τυραννοκτονία», αν και οι σύγχρονοι ιστορικοί τη θεωρούν προϊόν προσωπικών φιλοδοξιών και πολιτικών ανταγωνισμών της εποχής.

[10] Μπενεντέττο Βάρκι (Benedetto Varchi, 1502–1565): Ιταλός λόγιος, ποιητής και ιστορικός της Αναγέννησης, γνωστός κυρίως για το έργο του Storia Fiorentina, όπου αφηγείται με εντυπωσιακή λεπτομέρεια την πολιτική και κοινωνική ζωή της Φλωρεντίας του 16ου αιώνα. Έχοντας στενές σχέσεις με τους Μεδίκους αλλά και με κύκλους ουμανιστών, προσπάθησε να καταγράψει την ιστορία της πόλης με σχετική αντικειμενικότητα, σχολιάζοντας ανοιχτά τις συγκρούσεις, τις συνωμοσίες και τις δολοφονίες της εποχής. Στο έργο του αναφέρει ότι ο Λορετσίνο ντε’ Μεντίτσι δολοφόνησε τον δούκα Αλεσσάντρο από «δίψα για δόξα» — μια ένδειξη της ψυχολογίας και των παθών που χαρακτήριζαν πολλούς πολιτικούς παράγοντες της Αναγεννησιακής Ιταλίας.

[11] Λορετσίνο ντε’ Μεντίτσι (Lorenzino de’ Medici, 1514–1548): Γνωστός και ως Lorenzaccio, ανήκε στους Μεδίκους και ήταν μια από τις πιο αμφιλεγόμενες φυσιογνωμίες της Αναγέννησης. Το 1537 δολοφόνησε τον ξάδελφό του, τον δούκα Αλεσσάντρο των Μεδίκων, ηγεμόνα της Φλωρεντίας. Παρότι ο ίδιος παρουσίασε τη δολοφονία ως «τυραννοκτονία» με δήθεν πολιτικά κίνητρα, οι σύγχρονοί του —και ιδιαίτερα ο ιστορικός Βάρκι— την απέδωσαν κυρίως στη δίψα του για δόξα, στην επιθυμία του να διακριθεί με μια πράξη «μεγάλη και αξέχαστη», ακόμα κι αν ήταν εγκληματική. Μετά τη δολοφονία κατέφυγε στη Βενετία και αργότερα στη Γαλλία, όπου και δολοφονήθηκε ως αντίποινα. Η φιγούρα του έγινε διάσημη στη λογοτεχνία, ιδίως στο θεατρικό Lorenzaccio του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ως παράδειγμα αλλοτριωμένης Αναγεννησιακής ψυχής, ταλαντευόμενης ανάμεσα στην πολιτική ιδέα και την προσωπική ματαιοδοξία.

[12] Οίκος των Μεδίκων (Medici): Ισχυρή φλωρεντινή οικογένεια της Αναγέννησης, που κυριάρχησε πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα. Ξεκίνησαν ως έμποροι και τραπεζίτες, ιδρύοντας μία από τις σημαντικότερες τράπεζες της Ευρώπης, και σταδιακά εξελίχθηκαν σε de facto ηγεμόνες της Φλωρεντίας. Οι Μέδικοι υπήρξαν από τους μεγαλύτερους προστάτες των τεχνών, στηρίζοντας καλλιτέχνες όπως τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Μποτιτσέλι, συμβάλλοντας καθοριστικά στην άνθηση της Αναγέννησης. Παράλληλα, δύο μέλη τους έγιναν Πάπες (Λέων Ι΄ και Κλήμης Ζ΄), ενώ άλλοι ανέλαβαν την ηγεμονία της Τοσκάνης ως Μεγάλοι Δούκες. Η οικογένεια συνδέεται επίσης με πολιτικές ίντριγκες, δολοφονίες και βίαιες αντιπαλότητες με άλλους οίκους. Παρά τη λάμψη τους, οι Μέδικοι ενσάρκωσαν σε μεγάλο βαθμό την αναγεννησιακή κοσμικότητα, φιλοδοξία και αδίστακτη εξουσιαστικότητα.

[13] Μπενβενούτο Τσελίνι (Benvenuto Cellini, 1500–1571): Ιταλός χρυσοχόος, γλύπτης, χαράκτης και συγγραφέας της Ύστερης Αναγέννησης, διάσημος τόσο για το εξαιρετικό του καλλιτεχνικό ταλέντο όσο και για τον έντονα ταραχώδη, συχνά βίαιο και φιλοδόξο χαρακτήρα του. Υπηρέτησε ως αυλικός καλλιτέχνης διαφόρων ηγεμόνων (μεταξύ των οποίων ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ της Γαλλίας και ο δούκας Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων), δημιουργώντας έργα υψηλής τεχνικής, όπως το περίφημο αλατιέρα του Φραγκίσκου Α΄ (Saliera) και το χάλκινο άγαλμα του Περσέα στη Λότζια ντεϊ Λάντσι, Φλωρεντία. Ο Τσελίνι όμως έγινε εξίσου γνωστός για την αυτοβιογραφία του, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα της Αναγέννησης, όπου παρουσιάζει τον εαυτό του ως ήρωα, ιδιοφυΐα, διωκόμενο και θριαμβευτή· γεμάτο υπερβολές, βίαια επεισόδια, καυχησιολογία και αυτοαναφορικότητα, αποτελεί υπόδειγμα της νέας αναγεννησιακής νοοτροπίας: την επιθυμία προσωπικής δόξας, την αυτοπροβολή, τον ατομισμό και την απόρριψη της παραδοσιακής ταπεινότητας.

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης