Πως αντιμετωπίζεται η ισότητα στην σύγχρονη εποχή
Η ισότητα των δυο φύλων, γεννά αντιπαλότητες ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες, σε πολλές πτυχές της καθημερινότητας.
Ζούμε σε μια εποχή που μιλάει ασταμάτητα για ισότητα. Παντού ακούς για ίσες ευκαιρίες, ίσα δικαιώματα, ίση μεταχείριση. Από τις σχολικές αίθουσες μέχρι τα τηλεοπτικά πάνελ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η λέξη «ισότητα» μοιάζει να έχει γίνει σύμβολο προόδου. Κι όμως, όσο περισσότερο χρησιμοποιείται, τόσο συχνότερα βλέπεις το παράδοξο, πολλοί επικαλούνται την ισότητα χωρίς να την εφαρμόζουν. Άλλοι την χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν συμπεριφορές που μόνο ισότητα δεν είναι. Και ορισμένοι, ίσως οι πιο επικίνδυνοι, την μετατρέπουν σε εργαλείο εκμετάλλευσης, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τις γυναίκες.
Η σύγχρονη κοινωνία διακηρύσσει πως όλα έχουν αλλάξει, οι γυναίκες έχουν δικαιώματα, μορφώνονται, εργάζονται, διεκδικούν θέσεις ευθύνης, έχουν φωνή, έχουν παρουσία σε όλους τους χώρους. Στα χαρτιά, αυτό ακούγεται τέλειο. Στην πραγματικότητα, όμως, οι αριθμοί λένε μια πιο δύσκολη αλήθεια. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι γυναίκες αμείβονται κατά μέσο όρο 12% λιγότερο ανά ώρα εργασίας σε σχέση με τους άνδρες. Αυτό δεν το λέει κάποια αυθαίρετη μελέτη, το λένε τα επίσημα στοιχεία της Eurostat. Ακόμη και σήμερα, το 2025, οι γυναίκες αποτελούν μικρό ποσοστό σε υψηλές διοικητικές θέσεις, με τα διοικητικά συμβούλια να αποτελούνται κατά πλειοψηφία από άνδρες. Και δεν είναι μόνο αυτό, οι γυναίκες αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της «μη αμειβόμενης εργασίας» στο σπίτι, δηλαδή όλες εκείνες τις ατέλειωτες ώρες νοικοκυριού, φροντίδας παιδιών και υποχρεώσεων, που δεν πληρώνονται, δεν αναγνωρίζονται και δεν καταγράφονται.
Κι εκεί είναι που αρχίζει η μεγάλη αντίφαση. Μιλάμε για «εκσυγχρονισμό», για «ισότητα», για «προοδευτικές αντιλήψεις», αλλά η γυναίκα συνεχίζει να σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος. Όχι γιατί δεν αλλάζει τίποτα, αλλά γιατί πολλές αλλαγές μένουν μόνο στο επίπεδο των λέξεων. Η κοινωνία έχει μάθει να χρησιμοποιεί την ισότητα σαν διακοσμητικό, όχι σαν πραγματικότητα.
Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, θα δει πως στα επαγγέλματα φροντίδας, νοσηλεύτριες, παιδαγωγοί, οικιακές βοηθοί, η συντριπτική πλειονότητα είναι γυναίκες. Σε δουλειές υψηλής σωματικής απαίτησης, επικίνδυνες ή εξαιρετικά κακοπληρωμένες, επίσης πολλές φορές συναντάμε γυναίκες. Σε θέσεις εξουσίας, αντίθετα, τα πράγματα αλλάζουν, εκεί οι γυναίκες γίνονται λιγότερες. Είναι σαν η κοινωνία να έχει ένα αόρατο φίλτρο που «σπρώχνει» τις γυναίκες στα δύσκολα και τις κρατά μακριά από τα κέντρα αποφάσεων. Και όλο αυτό, ενώ στα λόγια διακηρύσσεται πως όλα είναι «ίσοι».
Δεν είναι όμως μόνο η εργασία. Είναι και η νοοτροπία. Ακόμη και το 2025, σε πολλές οικογένειες η γυναίκα θεωρείται «φυσικός φροντιστής», «η ψυχή του σπιτιού», «αυτή που τα βάζει όλα σε τάξη». Κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται τιμητικό, αλλά στην πράξη κρύβει μια μεγάλη παγίδα, ότι η γυναίκα θεωρείται δεδομένη. Ότι «πρέπει» να τα κάνει όλα, να τα προλάβει όλα, να προσαρμοστεί σε όλα. Σε αυτή τη συναισθηματική και πρακτική εξάντληση προστίθεται και η κοινωνική πίεση που παρουσιάζει την ισότητα όχι ως δικαίωμα αλλά ως υποχρέωση, «Αφού θέλετε ισότητα, να τα κάνετε όλα», ακούγεται σε πικρά σχόλια. Κι έτσι, η ίδια η λέξη «ισότητα» μετατρέπεται από ασπίδα προστασίας σε εργαλείο καταπίεσης.
Υπάρχει επίσης το φαινόμενο της «ψεύτικης ισότητας», της επίπλαστης εικόνας ότι όλα είναι καλά επειδή υπάρχουν νόμοι που το λένε. Η αλήθεια όμως δεν φαίνεται στους νόμους, φαίνεται στην πράξη. Και στην πράξη, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν ακόμα μεγάλα εμπόδια, παρενοχλήσεις στον χώρο εργασίας, προκαταλήψεις, στερεότυπα που επιβιώνουν μέσα στις οικογένειες, δυσκολία επαγγελματικής προόδου όταν αποκτούν παιδιά, οικονομικές ανισότητες, συναισθηματική εκμετάλλευση. Δεν είναι λίγες οι γυναίκες που καλούνται να αποδεικνύουν καθημερινά ότι «αξίζουν» αυτό που ο άντρας θεωρεί αυτονόητο.
Ο σύγχρονος δημόσιος λόγος συχνά μετατρέπει την ισότητα σε εργαλείο αντιπαράθεσης. Πολιτικές ομάδες τη χρησιμοποιούν για να κερδίζουν ψηφοφόρους, εταιρείες για να χτίζουν δημόσιες σχέσεις, μέσα ενημέρωσης για να αυξάνουν θεαματικότητα. Η ουσία όμως χάνεται μέσα στον θόρυβο. Γιατί η ουσία της ισότητας δεν είναι σύνθημα, είναι μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη, να αντιμετωπίζεται ο άνδρας και η γυναίκα με την ίδια αξία, την ίδια υπευθυνότητα και τον ίδιο σεβασμό. Όταν αυτό χαθεί, τότε η ισότητα γίνεται μονάχα ένα κούφιο περίβλημα.
Κι εδώ έρχεται να παίξει ρόλο η Εκκλησία, όχι ως αντίπαλος της εποχής αλλά ως υπενθύμιση της ανθρώπινης ουσίας. Η Εκκλησία, μέσα από τη διδασκαλία της, μιλά για ισότητα με τρόπο διαφορετικό, όχι ιδεολογικό, αλλά ανθρωποκεντρικό. Σε κάθε άνθρωπο βλέπει την ίδια αξία, την ίδια εικόνα του Θεού. Η γυναίκα δεν είναι υποδεέστερη, δεν είναι λιγότερο ικανή, λιγότερο άξια ή λιγότερο αναγκαία. Αντίθετα, είναι πρόσωπο ισότιμο, με ιδιαίτερη ευλογία, με μοναδική προσφορά μέσα στην οικογένεια, στην κοινωνία, στην ίδια τη ζωή.
Η Εκκλησία δεν μιλά για ομοιομορφία, γιατί η ισότητα δεν σημαίνει «όλοι ίδιοι». Αντίθετα, αναγνωρίζει τη διαφορετικότητα των ρόλων, τη συμπληρωματικότητα, την αρμονία της συνεργασίας. Μιλά για σεβασμό, για αλληλοκατανόηση, για αλληλοστήριξη. Το να είναι ο άνδρας και η γυναίκα ίσοι, δεν σημαίνει να γίνουν αντίγραφα ο ένας του άλλου, σημαίνει να αναγνωρίζεται η δική τους αξία, η δική τους δύναμη, ο δικός τους ρόλος, χωρίς υποτίμηση ή απαξίωση.
Υπάρχουν όμως και φωνές που παρερμηνεύουν τη διδασκαλία αυτή, παρουσιάζοντας την Εκκλησία ως αντίθετη στην ισότητα. Στην πραγματικότητα, αυτό οφείλεται σε παρεξηγήσεις ή σε κοινωνικές συμπεριφορές που δεν έχουν καμία σχέση με την πίστη. Η αληθινή χριστιανική διδασκαλία δεν υποβιβάζει τη γυναίκα. Αντίθετα, τιμά την προσφορά της, αναγνωρίζει τη δύναμη, το ήθος, την ευγένεια και τη θυσία που συχνά σηκώνει σιωπηλά. Η Παναγία, η μεγαλύτερη τιμή του ανθρώπου, αποτελεί το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα ότι η γυναίκα έχει ύψιστη αξία στο έργο της σωτηρίας και στην ανθρώπινη ιστορία.
Και μέσα σε αυτή τη σύγχυση της εποχής μας, η Εκκλησία γίνεται μια υπενθύμιση ότι η ισότητα δεν είναι θέμα σύγκρουσης αλλά θέμα δικαιοσύνης, όχι θέμα αντιπαράθεσης αλλά θέμα αγάπης. Ότι η πραγματική ισότητα ξεκινά από την καρδιά, από το πώς βλέπεις τον άλλον, πώς τον σέβεσαι, πώς του αναγνωρίζεις τα δικαιώματα αλλά και τις ανάγκες του. Γιατί η ισότητα χωρίς αγάπη γίνεται κενή. Και η ισότητα χωρίς αλήθεια γίνεται ψευδαίσθηση.
Πάνω σε αυτό το έδαφος, έρχονται και τα παραδείγματα που δείχνουν πόσο συχνά η ισότητα εκμεταλλεύεται. Μια γυναίκα που θέλει καριέρα συχνά κατηγορείται ότι «παραμελεί την οικογένεια». Μια γυναίκα που επιλέγει οικογένεια κατηγορείται ότι «δεν είναι αρκετά σύγχρονη». Μια γυναίκα που ζητά σεβασμό χαρακτηρίζεται «υπερβολική». Μια γυναίκα που διεκδικεί ίση αμοιβή ακούει πως «έτσι λειτουργεί η αγορά». Αυτές οι αντιφάσεις δεν είναι τυχαίες, είναι ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία μεταμφιέζει τη βαθιά ριζωμένη ανισότητα σε δήθεν «λογικές εξηγήσεις».
Στον χώρο της εργασίας, πολλά περιστατικά παρενόχλησης συγκαλύπτονται ή υποβαθμίζονται. Στις εταιρείες, πολλές γυναίκες ακούν τη φράση, «Είσαι πολύ καλή… αλλά για προϊστάμενο θέλουμε κάποιον πιο “δυναμικό”». Στα πανεπιστήμια, νεαρές γυναίκες αντιμετωπίζονται σαν να πρέπει να αποδεικνύουν διπλά την αξία τους. Στα ΜΜΕ, η γυναίκα συχνά παρουσιάζεται μέσα από πρότυπα που την περιορίζουν σε εξωτερική εμφάνιση, σε ρόλους που εξυπηρετούν εμπορικά κριτήρια, όχι την πραγματική της προσωπικότητα.
Ακόμη πιο δύσκολο είναι το κομμάτι της οικονομικής ανισότητας. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη οικονομική ευαλωτότητα, κάτι που οδηγεί σε σειρά προβλημάτων, δυσκολία αποταμίευσης, μεγαλύτερη εξάρτηση σε περιόδους κρίσης, άνιση συνταξιοδοτική κατάσταση. Όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, οι γυναίκες συχνά μένουν σε πιο δύσκολη οικονομική θέση, όχι επειδή δεν εργάζονται, αλλά επειδή το μοντέλο της κοινωνίας τις έχει ήδη επιβαρύνει με περισσότερες ευθύνες που δεν μετρήθηκαν ποτέ ως «εργασία».
Μέσα σε όλα αυτά, η ισότητα, η πραγματική, όχι η θεωρητική, παραμένει μια πρόκληση. Χρειάζεται παιδεία, αλλαγή νοοτροπίας, δικαιοσύνη, ξεκάθαρη αναγνώριση των πραγματικών αναγκών. Και χρειάζεται επίσης καθοδήγηση από έναν θεσμό που παραμένει σταθερός μέσα στους αιώνες, την Εκκλησία. Η Εκκλησία, παρά τις ατέλειες των ανθρώπων της, έχει να προσφέρει έναν διαφορετικό τρόπο θέασης της ζωής. Έναν τρόπο που βλέπει τον άνδρα και τη γυναίκα όχι ως ανταγωνιστές αλλά ως συνοδοιπόρους. Που βλέπει την αγάπη όχι ως πεδίο επιβολής αλλά ως χώρο ισότητας, προσφοράς και αλληλοσεβασμού.
Η Εκκλησία υπενθυμίζει ότι η ισότητα των φύλων δεν είναι αποτέλεσμα κοινωνικής μόδας, αλλά αποτέλεσμα θεμελιώδους αλήθειας, ότι κάθε άνθρωπος δημιουργήθηκε με την ίδια αξία και την ίδια ελευθερία. Και αυτή η αλήθεια παραμένει σταθερή ακόμη κι όταν η κοινωνία την παρακάμπτει για χάρη των συμφερόντων της.
Στο τέλος της ημέρας, η πραγματική ισότητα δεν μετριέται στις διακηρύξεις αλλά στις πράξεις, όχι στα συνθήματα αλλά στη ζωή που ζει κάθε γυναίκα. Όταν μια γυναίκα νιώθει ότι η φωνή της ακούγεται, ότι ο κόπος της αναγνωρίζεται, ότι η προσωπικότητά της σέβεται, ότι οι επιλογές της δεν κρίνεται με δύο μέτρα και δύο σταθμά, τότε μπορεί να πούμε ότι η ισότητα έχει κάνει ένα βήμα μπροστά. Μέχρι τότε, έχουμε δρόμο.
Η ισότητα είναι ένας αγώνας που δεν έχει τελειώσει. Αλλά είναι ένας αγώνας που πρέπει να συνεχιστεί, όχι με ιδεολογικά φανατισμούς, όχι με επιφανειακά συνθήματα, αλλά με αλήθεια, δικαιοσύνη και σεβασμό στον άνθρωπο. Και πάνω απ’ όλα, με το βλέμμα στραμμένο στη βαθύτερη αξία κάθε ανθρώπινου προσώπου.
Προηγουμένως η ΕΟΔ, έγραψε: https://eeod.gr/pneumatika/85616-serafem-rouz-d-meros-2is-dilexis-o-mesaonas