«Άγιοι γίνεσθε ... »
Γράφει ο Αρχιμ. Αλέξιος Παπαδόπουλος, Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Θεοτόκου Τουρλιανής,
Άνω Μερά Μυκόνου.
Μέσα στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, ο απόστολος Πέτρος στην πρώτη επιστολή του, συστήνει στους Χριστιανούς, την μοναδική προοπτική τους, εντός της Εκκλησίας.
Να γίνουν Άγιοι, ομοιάζοντας κατά αυτόν τον τρόπο στον Θεό.
Μάλιστα, αποτελεί προστακτική εντολή του ίδιου του Θεού: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».
Η Αγιότητα δεν αποτελεί μια απλή προτροπή του Θεού προς τον άνθρωπο αλλά προσδιορίζει τον ίδιο του τον προορισμό.
Ο άνθρωπος, δημιουργημένος σώμα και ψυχή από τον Θεό, κατ' Εικόνα Του, έχει ως τελειωτικό σκοπό το καθ' ομοίωση. Δημιουργήθηκε δηλαδή τρεπτός με συγκεκριμένο προορισμό και προικίστηκε από τον Δημιουργό με όλα τα εφόδια εκείνα ώστε να Τον ομοιάσει. Να γίνει Θεός κατά Χάριν.
Εντός όμως του Παραδείσου, ο άνθρωπος παρήκουσε την θεία εντολή και εξέπεσε.
Χωρίστηκε από τον Θεό και συνάντησε την φθορά, την ασθένεια και τον θάνατο.
Η Θεία Εικόνα του Θεού που ήταν αποτυπωμένη στον άνθρωπο λερώθηκε, και πλέον το καθ' ομοίωση καθίστατο ανέφικτο.
Τότε, ο Δημιουργός, από την άπειρη αγάπη του για το πλάσμα Του, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της Θείας Οικονομίας.
Ουσιαστικά, αποτελούσε την βούληση του Θεού να επαναφέρει τον άνθρωπο στην κατάσταση εκείνη ώστε να έχει την δυνατότητα του Αγιασμού και της Θέωσης.
Η Σάρκωση του Λόγου, ο Σταυρικός Θάνατος, η Ανάσταση, η Ανάληψη και τέλος, η Πεντηκοστή ως επισφράγιση όλου του Μυστηρίου της Οικονομίας, δημιούργησαν πλέον τις προϋποθέσεις εκείνες ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει να γίνει Θεός κατά Χάριν.
Αυτό είναι η Αγιότητα. Η Θέωση του ανθρώπου μέσω της κοινωνίας και της ενώσεώς του με τον ίδιο το Θεό.
Δεν αποτελεί δηλαδή μία ανεξάρτητη και αυτόνομη οδό, αλλά συμπόρευση με τον Θεό και άρρητα συνδεδεμένη μαζί Του.
Στο πέρασμα των αιώνων, αναρίθμητοι άνθρωποι κατάφεραν να κατακτήσουν αυτήν ακριβώς την ομοιότητα με τον Δημιουργό.
Με την υπέρμετρη αγάπη τους για τον Θεό, πόθησαν την Αγιότητα και θυσίασαν τα πάντα για να την αποκτήσουν.
Με την οδό του μαρτυρίου και το αίμα τους αλλά και με την ασκητική τους βιωτή, κατάφεραν το καθ' ομοίωσιν.
Η Αγιότητα αυτή δε διαχωρίζει άνδρα και γυναίκα ούτε αποτελεί προνόμιο μίας συγκεκριμένης ηλικίας ή επαγγελματικής κατάστασης.
Ο άνθρωπος αποτελεί εικόνα Θεού ανεξαρτήτως των εξωτερικών χαρακτηριστικών που τον περιβάλλουν αλλά και των ιστορικών γεγονότων.
Η Αγιότητα δεν αποτελεί μία στατική κατάσταση αλλά ως μία Αγιοπνευματική έντονη κατάσταση, περιέχει μια δυναμική που συντελείται ασταμάτητα όλους τους αιώνες.
Όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά, η Εκκλησία αποτελεί ένα εργαστήριο Αγιότητας.
Τα μυστήρια της Εκκλησίας αυτό τον σκοπό έχουν: να οδηγούν τους ανθρώπους στην Θέωση.
Αν δεν επιτυγχάνεται αυτό, τότε οδηγούμαστε στην αποτυχία της αυτο-αναίρεσης.
Η Εκκλησία κατέχοντας αναρίθμητους Αγίους μέσα στους αιώνες, τους προβάλλει ως το μεγάλο Της καύχημα.
Ο Άγιος, έχοντας συναντήσει τον Θεό και βιώνοντας την μακαριότητα και την ένωση μαζί Του, δεν αποσκοπεί στην αυτοπροβολή του.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι δεν αποζητά την αγιοκατάταξή του και δεν τον προσδιορίζει αν επισήμως αναγραφεί στις δέλτους του Αγιολογίου, διότι πολύ απλά δεν αποτελεί ουσιαστική κατάσταση για τον ίδιο.
Μετέχοντας στην Αγιότητα του Θεού, δεν τον προσδιορίζει οτιδήποτε αποτελεί εγκόσμια τιμή ή δόξα.
Η Εκκλησία, καταγράφοντας και αναγνωρίζοντας τους Αγίους, τους μαρτυρικούς ή ασκητικούς αγώνες τους, έχει ως σκοπό να δώσει στους ανθρώπους ένα ουσιαστικό κίνητρο: Αφού το κατάφεραν τόσοι άνθρωποι, δεν υστερείς και εσύ σε τίποτα.
Επιτρέψατέ μου όμως να καταθέσω ένα εσωτερικό προβληματισμό.
Τα τελευταία χρόνια, η Εκκλησία έχει κατατάξει στις δέλτους Της αρκετούς Αγίους.
Άνθρωποι με οσιακούς πνευματικούς αγώνες και πολλά σημεία, κατάφεραν να κατακτήσουν την Αγιότητα.
Η Αγιοπνευματική κατάσταση δεν είναι στατική όπως σημειώσαμε, αλλά από την ημέρα της Πεντηκοστής επενεργεί και θα επενεργεί έως την συντελείας των αιώνων.
Οι Άγιοι, δεν σταμάτησαν τους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας, αλλά θα συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι την Δευτέρα του Χριστού Παρουσία.
Ο σύνολος όμως προβληματισμός μου εστιάζεται στο εξής: την αγιοκατάταξη μόνο μοναχών, ιερομονάχων, πρεσβυτέρων και επισκόπων.
Η σκέψη μου δεν αντιπολιτεύεται την αγιότητα αυτών.
Η Εκκλησία ορθώς έπραξε, διότι με σημεία και θαύματα έχουν καταστεί Άγιοι στην συνείδηση των Χριστιανών.
Ο λογισμός όμως στέκεται στο εξής: λαϊκοί άνδρες και γυναίκες δεν υπάρχουν στην κοινωνία που να κατάφεραν την αγιότητα; Άνθρωποι καθημερινοί, με οικογένειες και δοσμένοι στον αγώνα της ζωής.
Όλοι μας λίγο πολύ, έχουμε ενθύμηση από την παιδική μας ηλικία και όχι μόνο, όπου να έχουμε γνωρίσει ανθρώπους με εμφανή σημάδια αγιότητας.
Απλοϊκές γυναίκες και άνδρες, που αγάπησαν τον Θεό και μέσα στη δύσκολη καθημερινότητα, δεν αμελούσαν ποτέ τη συμμετοχή τους στη ζωή της Εκκλησίας.
Ίσως, όμως, όλοι αυτοί οι απλοί άνθρωποι, δεν κατείχαν κάποιον πνευματικό απόγονο, με θέση μέσα στην Εκκλησία, ώστε να κινήσει τις διαδικασίες για να τους αναγνωριστεί η αγιότητα.
Η Αγιοκατάταξη δεν αποτελεί μια επιβράβευση για τους ανθρώπους του Θεού.
Δεν αναμένουν την δόξα και την τιμή του κόσμου, αλλά τους αρκεί η παρουσία του Θεού που βιώνουν.
Η Πατερική όμως Θεολογία υπογραμμίζει πως η τιμή του Αγίου είναι η μίμηση του Αγίου.
Αυτός είναι ο ουσιαστικός ρόλος τους μέσα στην Εκκλησία.
Να δίνουν το κίνητρο ώστε να μιμούμενοι τη ζωή τους, να καταφέρουμε και εμείς να ενωθούμε με τον Θεό.
Στην περίπτωση όμως αυτή, εμείς ως Εκκλησία με τον τρόπο αυτό λέμε στους ανθρώπους: αν δεν είσαι κληρικός δε θα καταφέρεις ποτέ να γίνεις άγιος.
Αν δεν βρούμε ανθρώπους της καθημερινής ζωής που κατάφεραν να γίνουν Άγιοι, πως θα μεταδώσουμε αυτόν τον πόθο στους λαϊκούς Χριστιανούς ώστε να πλησιάσουν τον Θεό;
Ίσως, θα έπρεπε, ως Εκκλησία να εστιάσουμε στην ποιμαντική της Αγιοκατάταξης, όπου θα μεταλαμπαδεύσουμε το κίνητρο προς την ένωση με τον Θεό.
Να καταστήσουμε την Αγιότητα εφικτή για όλους τους ανθρώπους.
Προηγουμένως η ΕΟΔ έγραψε για τη Ζωή και ο Θάνατος του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου.