Η ζωή και ο Θάνατος του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου

Ο θάνατος του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας και οι επιπτώσεις στην Ορθόδοξη κοινότητα της Αλβανίας.
Η εκδημία του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Αναστασίου,δεν ήταν απλώς η απώλεια ενός Εκκλησιαστικού ηγέτη, ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε βαθιά, την Ορθόδοξη κοινότητα της Αλβανίας και έφερε στο φώς μια ολόκληρη εποχή πίστης, αναγέννησης, και προσωπικού αγώνα. Ένας άνθρωπος που πέρασε τη ζωή του προσπαθώντας να ξαναδώσει ψυχή σε μια Εκκλησία που είχε σβήσει από τον χάρτη, έφυγε ήσυχα, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που θυμίζει περισσότερο έπος παρά διαδρομή.

Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1929. Θεολόγος, ιεραπόστολος, πανεπιστημιακός δάσκαλος, αλλά πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος του πνεύματος και της πράξης. Πριν φτάσει στην Αλβανία, είχε εργαστεί στην Αφρική όπου και χειροτόνησε 62 Αφρικανούς Ιερείς και είχε ιδρύσει σχολές, είχε στηρίξει κοινότητες, είχε χτίσει δεσμούς σε τόπους δύσκολους. Όταν το 1991, μετά την πτώση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, του ζητήθηκε να αναλάβει την αποστολή της “ανασύστασης” της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, γνώριζε πως έμπαινε σε έδαφος κατεστραμμένο, αλλά δεν δίστασε.
Η κατάσταση τότε ήταν σχεδόν απελπιστική. Ο κομμουνισμός είχε απαγορεύσει κάθε θρησκευτική έκφραση, το 1967 η Αλβανία είχε κηρυχθεί “πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσμο”. Εκκλησίες είχαν κατεδαφιστεί ή μετατραπεί σε αποθήκες, οι Ιερείς είχαν φυλακιστεί ή εξοριστεί, οι πιστοί ζούσαν με τον φόβο. Όταν ο Αναστάσιος έφτασε στα Τίρανα, δεν υπήρχε ούτε Αρχιεπισκοπή, ούτε Θεολογική Σχολή, ούτε λειτουργικό βιβλίο στην Αλβανική γλώσσα. Μόνο σκόρπιες μνήμες πίστης και λίγοι ηλικιωμένοι Ιερείς που τόλμησαν να φορέσουν ξανά το ράσο.
«Ήταν σαν να περπατούσαμε σε έρημο», θυμάται ο πατήρ Νικόλαος από το Ελμπασάν, ένας από τους πρώτους νέους ιερείς που εκπαιδεύτηκαν από τον Αναστάσιο. «Κι εκείνος ήρθε με φως. Μας έμαθε πως η πίστη δεν αναβιώνει με εντολές, αλλά με αγάπη».
Η αποστολή του υπήρξε τιτάνια. Μέσα σε τριάντα χρόνια, η Εκκλησία της Αλβανίας αναγεννήθηκε κυριολεκτικά από τις στάχτες. Πάνω από 400 ενορίες αναδιοργανώθηκαν, 150 νέοι ναοί χτίστηκαν, 60 ιστορικές εκκλησίες και μοναστήρια αποκαταστάθηκαν. Δημιούργησε τη Θεολογική Ακαδημία «Ανάσταση του Χριστού» στο Δυρράχιο, ένα φυτώριο γνώσης και πίστης. Έστησε σχολεία, ιδρύματα νεότητας, φιλανθρωπικές δομές, αλλά και προγράμματα στήριξης για φτωχές οικογένειες και πρόσφυγες.

Στην κρίση του Κοσόβου, το 1999, η Εκκλησία υπό την καθοδήγησή του προσέφερε στέγη και τροφή σε χιλιάδες εκτοπισμένους, ανεξάρτητα από θρησκεία ή εθνικότητα. «Η πίστη δεν είναι όπλο, είναι φάρμακο», έλεγε τότε σε δημοσιογράφους. Το μήνυμά του έφτασε παντού, έγινε σύμβολο συμφιλίωσης σε μια χώρα με βαθιές πληγές και αντιθέσεις.
Στις 25 Ιανουαρίου 2025, ο Αναστάσιος έφυγε από τη ζωή σε νοσοκομείο της Αθήνας, ύστερα από επιπλοκές που προήλθαν από πολυοργανική ανεπάρκεια. Ήταν 95 ετών. Η είδηση μεταδόθηκε πρώτα από το AP News και μέσα σε λίγες ώρες οι καμπάνες στα Τίρανα, ήχησαν πένθιμα.
Χιλιάδες πιστοί συγκεντρώθηκαν μπροστά από τον Καθεδρικό Ναό της “Ανάστασης του Χριστού”. Η ατμόσφαιρα ήταν βαθιά συγκινητική,ηλικιωμένοι και νέοι κρατούσαν στα χέρια τους μικρά κεριά, ψιθυρίζοντας προσευχές. Η 65χρονη Iva Ademi είπε στους δημοσιογράφους του Reuters:
«Έδωσε πολλά στην Αλβανία, ειδικά για εμάς, που ζήσαμε όταν η θρησκεία ήταν απαγορευμένη. Μας έκανε να θυμηθούμε ποιοι είμαστε».
Στην κηδεία, που τελέστηκε στην Τίρανα με τιμές αρχηγού κράτους, παρευρέθηκαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκπρόσωποι όλων των θρησκευτικών δογμάτων, αλλά και πλήθος απλών ανθρώπων. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος εκφώνησε λόγο αποχαιρετισμού, τον χαρακτήρισε «αναντικατάστατο», υπογραμμίζοντας ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας ξαναγεννήθηκε χάρη στη θυσιαστική του αγάπη».

Η απώλειά του δημιούργησε ένα τεράστιο κενό. Για πάνω από τρεις δεκαετίες, ο Αναστάσιος υπήρξε σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για την ίδια την αλβανική κοινωνία. Η Εκκλησία δεν ήταν πλέον απλώς θρησκευτικός θεσμός,είχε γίνει κοινωνική δύναμη, σχολείο πολιτισμού και ανθρωπιάς. Η φωνή του ακουγόταν με σεβασμό ακόμα και από τους μη πιστούς.
Ο καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων, Αρμπέν Ντέμα, σημειώνει:
«Ο Αναστάσιος κατόρθωσε κάτι μοναδικό. Σε μια χώρα όπου η πίστη θεωρήθηκε έγκλημα, εκείνος την έκανε πηγή εθνικής υπερηφάνειας. Δεν δίδαξε μόνο Ορθοδοξία, δίδαξε ήθος».
Η επόμενη ημέρα για την Εκκλησία δεν ήταν εύκολη. Η Ιερά Σύνοδος συνεδρίασε μέσα σε λίγες εβδομάδες και αποφάσισε, ομόφωνα, να εκλέξει νέο Αρχιεπίσκοπο: τον Μητροπολίτη Κορυτσάς Ιωάν Πελούσι, τον πρώτο Αλβανό που αναλαμβάνει το αξίωμα μετά από δεκαετίες. (cna.al)
Η εκλογή αυτή έγινε δεκτή με ανάμικτα συναισθήματα: ελπίδα για συνέχεια, αλλά και φόβο μήπως χαθεί το πνεύμα του Αναστασίου. Ο νέος προκαθήμενος, 57 ετών, είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων, με θεολογική παιδεία και εμπειρία στο ποιμαντικό έργο. Στην πρώτη του δήλωση τόνισε:
«Δεν διαδέχομαι έναν άνθρωπο, διαδέχομαι ένα φως και αυτό το φως θα προσπαθήσω να το κρατήσω αναμμένο».
Η Ορθόδοξη κοινότητα της Αλβανίας, που αριθμεί περίπου 700.000 πιστούς, ζει τώρα μια περίοδο μετάβασης. Το πένθος είναι ακόμη νωπό, οι άνθρωποι μιλούν για τον Αναστάσιο με συγκίνηση, σαν να ήταν πατέρας, φίλος, καθοδηγητής. Ο 32χρονος Θοδωρής Κ.από το Μπεράτι, λέει:
«Μας έμαθε ότι το να είσαι Χριστιανός δεν είναι μόνο να προσεύχεσαι, αλλά να νοιάζεσαι. Όταν πλημμύρισε το χωριό μας, η Εκκλησία ήταν η πρώτη που ήρθε με βοήθεια. Ο ίδιος είχε στείλει μήνυμα να μην αφήσουν κανέναν μόνο».
Η επίδραση του Αναστασίου ξεπερνά τα όρια της θρησκείας. Ήταν άνθρωπος με βαθιά πίστη στην εκπαίδευση και στον διάλογο. Δημιούργησε εκδοτικούς οίκους, μεταφράσεις λειτουργικών βιβλίων στην Αλβανική, διοργάνωσε συνέδρια για τη συνεργασία των δογμάτων, ενίσχυσε τη θέση των γυναικών στην Εκκλησιαστική ζωή.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο του AP, ο Αναστάσιος υπήρξε μια από τις πιο σεβαστές θρησκευτικές προσωπικότητες των Βαλκανίων. Το έργο του αναγνωρίστηκε διεθνώς, τιμήθηκε με βραβεία, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας πολλών πανεπιστημίων, ενώ το 2020 προτάθηκε για το Νόμπελ Ειρήνης.
Και όμως, μέχρι τέλους παρέμεινε απλός. Έμενε σ’ ένα λιτό διαμέρισμα στα Τίρανα, κοιμόταν λίγες ώρες, περνούσε τον περισσότερο χρόνο του με φοιτητές και νέους. Οι συνεργάτες του θυμούνται τη συνήθειά του να κάθεται στο προαύλιο της Ακαδημίας τα απογεύματα, πίνοντας ένα φλιτζάνι Ελληνικό καφέ και συζητώντας με τους μαθητές. «Η Εκκλησία πρέπει να μυρίζει άνθρωπο», τους έλεγε.
Ο θάνατός του δεν ήταν μόνο το τέλος μιας ζωής, αλλά και ένα κάλεσμα για ευθύνη. Το έργο του πρέπει να διαφυλαχθεί· οι δομές που έχτισε να συνεχίσουν να λειτουργούν, οι νέες γενιές να εμπνευστούν. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει μπροστά του ένα δύσκολο έργο, να κρατήσει ζωντανό το όραμα χωρίς να εγκλωβιστεί στη σκιά του προκατόχου του.
Ο Θεολόγος Μιρέν Γκόκα, σε άρθρο του στην εφημερίδα Gazeta Shqiptare, σημείωσε εύστοχα:
«Η μεγαλύτερη τιμή για τον Αναστάσιο δεν είναι να τον μνημονεύουμε, είναι να συνεχίσουμε το έργο του. Να κρατήσουμε τις πόρτες της Εκκλησίας ανοιχτές για όλους».
Η Αλβανία, χώρα πληγών και αντιθέσεων, οφείλει πολλά σ’ εκείνον που την έκανε να ξαναβρεί τον πνευματικό της ρυθμό. Ο Αναστάσιος δεν μιλούσε για εξουσία, αλλά για προσφορά, δεν ζητούσε πίστη με το στόμα, αλλά με τη ζωή.
Και ίσως αυτό να είναι το πιο βαθύ του αποτύπωμα: ότι δίδαξε μια πίστη ανοιχτή, καθαρή, ανθρώπινη. Μια πίστη που δεν κρίνει, δεν αποκλείει, αλλά αγκαλιάζει.
Μια ακόμη μαρτυρία, από το πνευματικό του παιδί, τον Δημήτριο Λέκκα (Βιοτέχνη, απόφοιτο Ανωτάτης Βιομηχανικής) μας δείχνει το μέγεθος της πνευματικότητας και ταυτόχρονα, της απλότητας που είχε ο Αναστάσιος. O Δημήτρης ξεκινούσε από τα Γιάννενα όπου διαμένει και πήγαινε στην Αλβανία για να εξομολογηθεί.
“Τον θυμάμαι να περπατά αργά στον κήπο της Αρχιεπισκοπής, κρατώντας το κομποσχοίνι του και κοιτώντας μακριά, σαν να συνομιλούσε με κάτι που δεν βλέπαμε εμείς. Δεν ύψωσε ποτέ τη φωνή του, δεν χρειαζόταν. Η παρουσία του αρκούσε για να φέρει ησυχία. Όταν μιλούσε, ακόμα και τα παιδιά σταματούσαν να παίζουν για να τον ακούσουν.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν ήταν απλώς ο πνευματικός μας πατέρας, ήταν το παράδειγμα του τι σημαίνει να ζεις την πίστη σου χωρίς επίδειξη, χωρίς φόβο, χωρίς όρια. Έμαθε σε όλους μας ότι η αγάπη δεν είναι συναίσθημα, είναι πράξη. Κι αυτή την πράξη την έκανε καθημερινά, με το βλέμμα του, με την υπομονή του, με τον τρόπο που μας δεχόταν έναν-έναν, χωρίς βιασύνη.
Τώρα που έφυγε, η σιωπή του μοιάζει ακόμη πιο δυνατή από τα λόγια του. Και ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο θαύμα του, ότι ακόμη και απών, συνεχίζει να μας καθοδηγεί”.
Στο τέλος, όταν όλα σιωπούν, μένει εκείνη η εικόνα: ο ηλικιωμένος Aρχιεπίσκοπος, με τα λευκά γένια και το ήρεμο βλέμμα, να μπαίνει σε έναν ερειπωμένο ναό στην ύπαιθρο της Αλβανίας. Να στέκεται σιωπηλός, να κάνει το σταυρό του, και να λέει ψιθυριστά:
«Απ’ εδώ θα ξεκινήσουμε πάλι».

Κι έτσι έγινε.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας αναστήθηκε. Και μέσα από το πένθος του θανάτου του Αναστασίου, καλείται τώρα να αποδείξει ότι το θαύμα αυτό, δεν ήταν έργο ενός ανθρώπου, αλλά ενός λαού που έμαθε-ξανά- να πιστεύει.




