Κων/πολη ἤ Μόσχα; «Ὑπαγόταν ἡ Οὐκρανία στήν δικαιοδοσία τῆς Κων/πολης;». Γ' Μέρος
Τί ἒλεγε ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος;
Ὅπως ἀποδείχθηκε στό Α΄ μέρος ὅλα τά ἐπίσημα Συνταγμάτια καί οἱ Ἐπετηρίδες, ἀκόμα καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀναγνώριζαν ὅτι ἡ Οὐκρανία ἀπό τόν 17ο αἰ. μέχρι καί τό 2018 ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Τό ἴδιο συνομολογοῦσαν ἀκόμα καί τά ἐπιφανῆ στελέχη καί οἱ ἔγκριτοι ἱστορικοί τῆς Κωνσταντινούπολης (Β΄ μέρος).
α) Αὐτή τήν ἴδια ἐκκλησιαστική συνείδηση ὅτι ἡ Οὐκρανία ἔχει παραχωρηθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὑπάγεται πλέον στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας σέ κάθε εὐκαιρία ἐπιβεβαίωνε καί ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος.
Μάλιστα, τό 2008 ὁ Πατριάρχης ἀπευθυνόμενος πρός τόν Οὐκρανικό λαό σέ ἐπίσημη ὁμιλία του (26 Ἰουλίου 2008), ἀναφέρθηκε στήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1687 καί εἶπε: «Ἡ ἐπί προφανεῖ θυσίᾳ τῶν ἰδίων δικαιωμάτων ὀφειλετική διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἔχει τήν περισσοτέραν ἔκφρασιν εἰς τήν ὅλην ἐξέλιξιν τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρός τήν ἐκλεκτήν μεταξύ τῶν θυγατέρων Ἐκκλησιῶν, τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία ὑπήγετο ὑπό τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν του ἐπί ἑπτά συναπτούς αἰῶνας, ἤτοι ἀπό τοῦ Βαπτίσματος τῆς μεγάλης ἡγεμονίας τοῦ Κιέβου (988-1687), μέχρι τῆς προσαρτήσεως αὐτῆς ὑπό τοῦ Μ. Πέτρου εἰς τό ρωσικόν κράτος. Πράγματι, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία προσέφερε προθύμως ἐπί ἑπτά αἰῶνας καί ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῆς, …Οὕτως, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Διονύσιος Δ', μετὰ τὴν προσάρτησιν τῆς Οὐκρανίας εἰς τὴν Ρωσίαν καὶ ὑπὸ τὴν πίεσιν τοῦ Μ. Πέτρου, ἔκρινεν ἀναγκαίαν, ὑπὸ τὰς περιστάσεις ἐκείνας, καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ὑπαγωγὴν αὐτῆς εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας (1687), παρὰ τὴν ὁμόφωνον καὶ σθεναράν ἀντίθεσιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Οὐκρανίας διὰ τὴν ἀπόφασιν ταύτην, καὶ ἐπὶ προφανεῖ ζημίᾳ τῶν κανονικῶν δικαίων τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, ἳνα μὴ αἱ δοκιμασίαι τοῦ εὐσεβοῦς οὐκρανικοῦ λαοῦ καταστοῦν ἐπαχθέστεραι ὑπὸ τὴν ὀρθόδοξον πολιτικὴν ἡγεσίαν»[1]. Ἔχουμε, δηλαδή, κατὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, Πατριαρχικὴ ἀπόφαση γιὰ «τὴν ἐκκλησιαστικὴν ὑπαγωγὴν αὐτῆς (τῆς Οὐκρανίας) εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας (1687), … ἐπὶ προφανεῖ ζημίᾳ τῶν κανονικῶν δικαίων τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας». Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Βαρθολομαῖος ὁμολογεῖ μὲ σαφήνεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ὑπαγόταν «ὑπό τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν του ἐπί ἑπτά συναπτούς αἰῶνας … (988-1687), μέχρι τῆς προσαρτήσεως αὐτῆς ὑπό τοῦ Μ. Πέτρου εἰς τό ρωσικόν κράτος»!
β) Στὶς ἀπὸ 7.4.1997 καὶ 26.8.1999 ἀπαντητικὲς ἐπιστολές του πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀναγνωρίζει τὶς καθαιρέσεις ποὺ ἐπέβαλε τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας στὸν πρώην Μητροπολίτη Φιλάρετο σημειώνοντας ἐπὶ λέξει: «ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος ἀποκλειστικὴν ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀποδέχεται τὰ Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περὶ τοῦ ἐν λόγῳ, μὴ ἐπιθυμοῦσα τὸ παράπαν ἳνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τὴν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν». Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀναγνωρίζει στὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας τὰ δύο θεμελιώδη δικαιώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπαγωγῆς: Τὸ δίκαιο χειροτονιῶν (jus ordinandi), καὶ τὸ δίκαιο κρίσεως τῶν ἐπισκόπων (jus jurandi), τὰ ὁποῖα συνιστοῦν καί ταυτόχρονα ἀποδεικνύουν τὴν πληρότητα τῆς ὑπαγωγῆς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπὸ τὸν Πατράρχη Μόσχας καὶ συνεπῶς τὴ μὴ ἐξάρτησή της ἀπὸ τὸν Κωνσταντινου-πόλεως.
Ἐπὶ πλέον δέ, οὐδέποτε μέχρι τὸν Ἀπρίλιο 2018 ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος διατύπωσε τὴν καινοφανῆ καὶ ἀτεκμηρίωτη στὶς πηγὲς ἄποψη ὅτι τάχα, πάντοτε, συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως, ἡ Οὐκρανία ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικὰ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο!
γ) Πολύ χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα ἀνέφερε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στον ἒντονο διάλογο πού εἶχε μέ τόν Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο ἐνώπιον τῆς ὁλομελείας τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τόν Ἰανουάριο 2016. Λόγω τῆς σπουδαιότητας ὁ διάλογος αὐτός θά δημοσιευθεῖ αὐτοτελῶς.
Συνεπῶς, ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ τὰ κείμενα ποὺ ἔχει ἐκδώσει τὸ ἴδιο το Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σὲ ἀνύποπτο χρόνο εἶναι ἀπολύτως κατηγορηματικοὶ ὅτι ἡ Οὐκρανία ὑπάγεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Μόσχας καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν δικαιολογοῦν τοὺς ὄψιμους ἰσχυρισμοὺς ποὺ διατυπώνονται στὸ κείμενο μὲ τίτλο «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα», Σεπτέμβριος 2018[2]: «Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον οὐδέποτε παρεχώρησε τὴν Μητρόπολιν Κιέβου, διὰ νὰ ἀποτελῇ κανονικὸν ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας» (σ. 12). Μάλιστα ἑρμηνεύοντας τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη τοῦ 1686 τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ σημειώνει ὅτι «τὸ νόημα τῆς «ὑπαγωγῆς» τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τὸν Πατριάρχην Μόσχας συνίστατο, κατ' οὐσίαν, μόνον εἰς τὴν ἄδειαν τῆς χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου» (σ. 7) καὶ «δὲν πρόκειται περὶ πλήρους ἐκχωρήσεως τῆς ἐπαρχίας Κιέβου εἰς τὸν Πατριάρχην Μόσχας» (σ. 8) καὶ καταλήγει ὅτι μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας «διὰ τοῦ τρόπου τούτου ἐμμέσως ἔγινε δεκτὸν ἀπὸ ὅλας τὰς ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, πλὴν ἐκείνης τῆς Ρωσσίας, καὶ τὸ κυριαρχικὸν δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπὶ τῆς μητροπόλεως τοῦ Κιέβου καὶ τῆς Οὐκρανίας» (σ. 15).
Ἡ τελευταία φράση ὑποδηλώνει καὶ τὴν πενία τῶν ἐπιχειρημάτων καί, τελικά, τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀδιέξοδο τῶν πατριαρχικῶν ἰσχυρισμῶν ὅτι, τάχα, διαθέτει «κυριαρχικὸ δικαίωμα» ἐπὶ τοῦ Κιέβου. Ἡ Κωνσταντινούπολη γνωρίζει ὅτι εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητη ἡ πανορθόδοξη συμφωνία γιά τή δικαιοδοσία σέ κάποια ἐκκλησιαστική ἐπαρχία. Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν τὴν διαθέτει, τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιουμένη, ἀρκεῖται γιὰ ἕνα τέτοιο μεῖζον θέμα στὴν ὑποτιθέμενη «ἔμμεση ἀποδοχὴ … ἀπὸ ὃλας τὰς ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, πλὴν ἐκείνης τῆς Ρωσσίας»! Παραβλέπει ὅμως ὅτι ὑπὲρ τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ὑπάρχει ὄχι κάποια «ἔμμεση ἀποδοχή», ἀλλὰ ἄμεση καὶ ρητὴ καὶ ἐκπεφρασμένη πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πανορθόδοξη βεβαιότητα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν! Μήπως γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ δὲν συγκαλεῖ Σύναξη Προκαθημένων;
3. Στὸ ἐρώτημα ἂν ὑπάγεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας ἔχει ἀποφανθεῖ καὶ ἡ πανορθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, ὅπως ἔχει καταγραφεῖ στὰ κατ’ ἔτος ἐκδιδόμενα «Ἡμερολόγια» ἢ «Δίπτυχα» ἢ «Ἐπετηρίδες» τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὅλες, χωρὶς καμία ἐξαίρεση, οἱ κατὰ τόπους Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὰ Πατριαρχεῖα ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπάγεται στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Μόσχας. Ὅλες, χωρὶς καμία ἐξαίρεση, οἱ Ἐκκλησίες θεωροῦν ὡς μοναδικὸ κανονικὸ Μητροπολίτη Κιέβου τὸν Ὀνούφριο, ποὺ ὑπάγεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Μὲ αὐτὸν καὶ τὴν περὶ αὐτὸν Σύνοδο καὶ μόνο εἶχαν κοινωνία στὰ διορθόδοξα καὶ πανορθόδοξα συλλείτουργα καὶ στὶς Ἐπιτροπὲς ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Αὐτὴ ἡ ὁμοφωνία ἐκφράζει τὴν πανορθόδοξη-οἰκουμενικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ὁποία κανένας δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ περιφρονήσει χωρὶς σοβαρὲς συνέπειες.
6. Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἀκόμα καί τῶν ἰδίων των σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας μέχρι πολὺ πρόσφατα δεχόταν ὅτι ὑπάγονταν κανονικῶς στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας καὶ γι’ αὐτὸ τήν 1-3 Νοεμβρίου 1991 καί 22 Ἰανουαρίου 1992 στὴ Μόσχα ὑπέβαλαν δύο φοργραπτὸ αἴτημα γιὰ νὰ τοὺς χορηγήσει τὴν Αὐτοκεφαλία καὶ ὄχι στὴν Κωνσταντινούπολη!
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὸ κείμενό του μὲ τίτλο «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα» σημειώνει γιὰ τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη τοῦ 1686: «Πρέπει ἐπίσης, νὰ ἐπισημανθῇ καὶ ἕνα ἐκ τῶν βασικῶν ἀξιωμάτων τοῦ δικαίου: ἡ ἀρχή, ἡ ὁποία ἐξέδωσε μίαν Πράξιν ἔχει ἀπόλυτον προτεραιότητα εἰς τὴν ἑρμηνείαν της. Συνεπῶς, εἰς τὴν συγκεκριμένην περίπτωσιν ἡ ἑρμηνεία τῶν Πατριαρχικῶν καὶ Συνοδικῶν Πράξεων ἀνήκει πρωταρχικῶς εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον»[3]. Ἐπειδὴ αὐτὸ πιστεύουμε καὶ ἐμεῖς, στὴν παροῦσα σύντομη συμβολὴ μας περιοριστήκαμε στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ προσπαθήσαμε νὰ καταδείξουμε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ στοιχεῖα τοῦ ἰδίου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν στελεχῶν καὶ συνεργατῶν Αὐτοῦ, πῶς ἡ ἁρμόδια Ἀρχή, δηλαδὴ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἑρμήνευσε, κατανόησε καὶ βάσει αὐτοῦ ἔζησε ἐπὶ τρεισήμισι συνεχεῖς αἰῶνες τὴν πιὸ πάνω ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ (1686) καὶ τὴν ἀδιαμφισβήτητη ὑπαγωγὴ τοῦ Κιέβου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
Καὶ τὰ στοιχεῖα καταδεικνύουν χωρὶς καμία ἐπιφύλαξη ὅτι ἐπὶ 332 συναπτὰ χρόνια σταθερὰ καὶ χωρὶς σοβαρὲς διαφοροποιήσεις ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ ὅλων τῶν κατὰ τόπους Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν δεχόταν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Οὐκρανίας ὑπάγονται στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στὴ ζωὴ τῆς ὁποίας κανονικῶς συμμετεῖχαν σὲ ὅλα τά ἐπίπεδα ὡς ὀργανικὰ της μέλη.
Ἡ πανορθόδοξη αὐτὴ κατασταλαγμένη καὶ ἀμάχητη γνώση καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ἐκδηλωνόταν συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως σὲ πανορθόδοξα συλλείτουργα, σὲ εἰρηνικὲς ἐπισκέψεις, σὲ πανορθόδοξους ἑορτασμούς, σὲ πανορθόδοξες διασκέψεις, σὲ διεθνῆ συνέδρια, χωρὶς καμία ἔνσταση ἢ ἐπιφύλαξη.
Ποιός, ἆραγε, μπορεῖ νὰ περιφρονήσει αὐτὴ τὴν πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἐκπεφρασμένη πανορθόδοξη συνείδηση καὶ ἐμπειρία;
Ποιὸς, λοιπόν, μπορεῖ νὰ διεκδικήσει ὅτι ἵσταται ὑπεράνω τῆς πανορθόδοξης συνείδησης, τὴν ὁποία καὶ μπορεῖ νὰ περιφρονεῖ;
[1] Ὁμιλία τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Οὐκρανικὸν Λαὸν (26 Ἰουλίου 2008), στὸ https://fanarion.blogspot.com/2018/09/blog-post_25.html
[2] https://www.ec-patr.org/deltiotypou/ukraine/final%20oukraniko-1.pdf. Κριτικὴ στὸ ἀνωτέρω ἔγγραφο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας βλ. https://mospat.ru/wp-content/uploads/2018/11/Answer-to-Ecumenical-Throne.pdf?x43367.
[3] «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα», Σεπτέμβριος 2018, σελ. 16, στό https://www.ec-patr.org/deltiotypou/ukraine/final%20oukraniko-1.pdf.
[Απόσπασμα από τη μελέτη του πρεσβ. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου, Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, Συμβολή στον διάλογο, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 11-23].