Θρησκεία και μετανεωτερικότητα: ορθόδοξη απάντηση στην εκκοσμίκευση
Ο κόσμος δεν σώζεται από τη μετανεωτερικότητα, από την παγκοσμιοποίηση, από την ψηφιακή επανάσταση, ούτε από την παγκόσμια ηθική της ευθύνης.
Η θρησκεία στη μετανεωτερικότητα: απάντηση σε μία εκκοσμικευμένη ανάγνωση της ορθόδοξης πίστεως
Εισαγωγή
Με αφορμή την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου κατά την πρόσφατη τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Πατρών, όπου γίνεται αναφορά στη νεωτερικότητα, τη μετανεωτερικότητα και επιχειρείται μια ερμηνεία του ρόλου της θρησκείας μέσα σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες και στον ψηφιακό κόσμο, γεννιέται ένα κρίσιμο ερώτημα: συμβιβάζεται ο τρόπος αυτός της προσέγγισης με την Ορθόδοξη κοσμοθεωρία; Ή εκφράζει έναν ήδη εκκοσμικευμένο χριστιανισμό που έχει μετακινηθεί από την πατερική παράδοση;
Στη συγκεκριμένη ομιλία η νεωτερικότητα περιγράφεται ως «αλλαγή παραδείγματος», ως έμφαση στο πρωτείο του ορθού λόγου, στην αυτονομία του υποκειμένου απέναντι σε κάθε μορφή αυθεντίας, και ως περίοδος όπου η θρησκεία εμφανίζεται ως υπόλειμμα προνεωτερικού κόσμου. Η μετανεωτερικότητα, πάλι, παρουσιάζεται ως εποχή αποδόμησης των «μεγάλων αφηγήσεων», σχετικοποίησης των απόλυτων αληθειών, ρευστότητας και διατομικότητας, όπου η πίστη απομακρύνεται από δογματικές διατυπώσεις και εκφράζεται κυρίως ως ηθική στάση και αναζήτηση νοήματος.
Η θρησκεία, μέσα σε αυτό το σχήμα, παύει να είναι κυρίως Αποκάλυψη Αληθείας και γίνεται πρωτίστως ορίζοντας νοήματος, εμπειρία, οδός προσωπικής ταυτότητας. Η Εκκλησία καλείται να μιλά «σε κοσμική γλώσσα», να αποδεχθεί το πλαίσιο της μετα–κοσμικής κοινωνίας του Habermas, να συμμετέχει σε παγκόσμια ηθική συζήτηση τύπου Hans Küng, να συνδιαλέγεται με την «ψηφιακή θρησκευτικότητα» και τον μετα–ανθρωπισμό, να συμβάλει σε μία «παγκόσμια συμμαχία συνείδησης» και σε μία νέα οικολογική ευαισθησία.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα ως θεωρητικά σχήματα, αλλά αν ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται είναι συμβατός με την Ορθόδοξη Παράδοση ή αποτελεί ένα άλλο ευαγγέλιο, έναν άλλο τρόπο σκέψης, ο οποίος, ενώ χρησιμοποιεί χριστιανική ορολογία, μεταθέτει άλλο κέντρο, άλλη προοπτική και άλλο σκοπό.
Στο παρόν κείμενο θα επιχειρηθεί μία ορθόδοξη, ευελπιστούμε, απάντηση, σε αντιπαραβολή με βασικά σημεία της ομιλίας (αγνοώντας κάποια εύλογα, αλλά ίσως επουσιώδη ερωτήματα που αναδύονται, όπως ποια η σκοπιμότητα συμμετοχής σε τέτοιες τελετές ορθοδόξων επισκόπων, γιατί απουσιάζει στην ομιλία ο γνήσιος πατερικός λόγος ενώ αφθονεί η δυτική κουλτούρα, κλπ).
Η «νεωτερικότητα» ως αυτονομία του υποκειμένου και η πατερική θέαση του ανθρώπου
Στην ομιλία, η νεωτερικότητα περιγράφεται ως η εποχή όπου αναδύεται το αίτημα της αυτονομίας του υποκειμένου απέναντι σε κάθε μορφή αυθεντίας· πολιτικής, κοινωνικής ή θρησκευτικής. Η έννοια του ιερού μετατοπίζεται «στον ίδιο τον άνθρωπο», που γίνεται το νέο κέντρο αναφοράς. Παρουσιάζεται μία διαλεκτική σχέση νεωτερικότητας–θρησκείας, όπου η μεν νεωτερικότητα θυμίζει στη θρησκεία τα όριά της, η δε θρησκεία θυμίζει ότι ο άνθρωπος είναι και πνευματικό ον.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αρνείται την αξία του ανθρώπου ούτε την ελευθερία του. Αντιθέτως, πιστεύει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» και προορίζεται για το «καθ’ ὁμοίωσιν». Όμως η έννοια της αυτονομίας του υποκειμένου, όπως συλλαμβάνεται στη νεωτερικότητα, είναι άλλη: δεν σημαίνει ελευθερία από την αμαρτία για να ζήσει ο άνθρωπος εν Θεώ, αλλά ελευθερία από κάθε υπερβατική αναφορά ώστε να είναι ο άνθρωπος ο ίδιος μέτρο και κέντρο της αλήθειας. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας περιγράφει την πτώση ακριβώς ως απόπειρα αυτονομήσεως του ανθρώπου από το θείο θέλημα: «Ἀποστραφεὶς δὲ τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὰ μὴ ὄντα νευσάμενος, ἐνταῦθα καὶ ἡ τοῦ θανάτου γέγονεν εἴσοδος» (PG 25, 104B). Η αυτονομία, λοιπόν, στην πατερική γλώσσα, δεν είναι αξία, αλλά αρρώστια: η αποκοπή από την πηγή της ζωής.
Όταν στην ομιλία ο άνθρωπος προβάλλεται ως φορέας ιερότητας απλώς επειδή είναι άνθρωπος, χωρίς ρητή αναφορά στην πτώση, στην αμαρτία, στην υπαρξιακή τραγικότητα, τότε με ορθόδοξα κριτήρια, έχουμε ήδη μία μορφή ανθρωποθεΐας. Ο άνθρωπος έχει αξιοπρέπεια, αλλά δεν είναι ο ίδιος θεμέλιο και πηγή της αλήθειας. Η αξία του δεν είναι εγγενής ως αυτάρκεια, αλλά δωρεά και κλήση. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι ξεκάθαρος: «Εἰ θεὸς ἄνθρωπος καὶ ἄνθρωπος θεός, οὐ φύσει, ἀλλὰ προαιρέσει καὶ χάριτι» (PG 36, 397C). Η Ορθοδοξία δεν αρνείται την ελευθερία, αλλά την εντάσσει σε σχέση· κάθε «αυτονομία» που αποσπάται από το Θείο γίνεται ήδη πτώση.
Μετανεωτερικότητα, σχετικοποίηση της αλήθειας και Ορθόδοξη ομολογία
Στη συνέχεια της ομιλίας, η μετανεωτερικότητα περιγράφεται ως η εποχή της αμφισβήτησης των «μεγάλων αφηγήσεων», της σχετικοποίησης των απόλυτων αληθειών, της αποδόμησης ταυτοτήτων και της έμφασης στην προσωπική πρόσληψη των πραγμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η πίστη δεν είναι πλέον «δογματική», αλλά κυρίως «ηθική»· δεν δηλώνεται, αλλά βιώνεται ως στάση ζωής.
Εδώ έχουμε μία κρίσιμη μετατόπιση: η αλήθεια παύει να είναι υπαρξιακή πραγματικότητα και γίνεται έννοια διαπραγματεύσιμη. Όμως στην Ορθόδοξη Παράδοση η αλήθεια δεν είναι ούτε ιδέα, ούτε αφήγηση, ούτε σύστημα. Είναι Πρόσωπο: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ιω. 14,6). Είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.
Όταν, λοιπόν, γίνεται λόγος για έναν κόσμο όπου «τίποτα δεν είναι απόλυτο» και όπου η πίστη δεν μπορεί να στηρίζεται σε βεβαιότητες, εισάγεται ήδη ένα σχήμα ριζικά ασύμβατο με την Ορθοδοξία. Διότι ο Χριστιανισμός δεν έχει «βεβαιότητες» ως ιδεολογικά δόγματα, αλλά έχει φανέρωση· ο Αναστάς Κύριος δεν είναι εκδοχή νοήματος, είναι γεγονός ιστορικό και υπαρξιακό. Ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς γράφει: «Ὁ Χριστὸς ἐστὶν ἡ ἀλήθεια, ὁ προαιώνιος Λόγος, ᾧ πάντα συνίσταται» (PG 6, 320A). Η αλήθεια, επομένως, δεν είναι διαπραγμάτευση νοήματος μεταξύ ισοτίμων αφηγήσεων, αλλά εκκλησιαστική ομολογία του ενός Λόγου.
Η έννοια της «αποδόμησης των απόλυτων αληθειών» δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή από την Εκκλησία χωρίς να ακυρώσει τον ίδιο τον εαυτό της. Η Εκκλησία δεν κατέχει ιδέες, αλλά ζει την παρουσία του Αληθινού Θεού. Αν η αλήθεια είναι ένα ανοιχτό ερώτημα που αναδύεται από συνομιλία, τότε δεν πρόκειται για την αλήθεια του Χριστού, αλλά για μία νέα θρησκευτική φιλοσοφία.
Η θρησκεία ως «χώρος νοήματος» και όχι ως Εκκλησία του Χριστού
Εντυπωσιακή είναι και η γλώσσα με την οποία περιγράφεται η θρησκεία: όχι τόσο ως Σώμα Αληθείας, όσο ως χώρος αναζήτησης νοήματος, ως επιλογή ταυτότητας, ως ανοιχτό πεδίο προσωπικής σύνθεσης και ερμηνείας. Ο άνθρωπος «δεν κληρονομεί πια την πίστη, αλλά τη διαλέγει, τη συνθέτει και την ερμηνεύει». Η θρησκεία γίνεται ατομική κατασκευή, ένα «à la carte» σχήμα, όπου ο καθένας παίρνει ό,τι τον εκφράζει.
Αυτό, όμως, απέχει όσο η άβυσσος από την Ορθόδοξη έννοια της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν είναι χώρος πληθυντικών νοημάτων, αλλά τόπος θείας Αποκαλύψεως. Δεν έχουμε εμείς την πρωτοβουλία να «συνθέσουμε» την πίστη μας· ο Θεός είναι εκείνος που προσφέρει την αλήθειά Του και εμείς ή την δεχόμαστε με μετάνοια ή την αρνούμαστε.
Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος αποκαλεί την Εκκλησία «ἰατρεῖον» και «θυσιαστήριον» (PG 5, 693A), όχι «χώρο επιλογής ταυτότητας». Η Εκκλησία είναι συγκεκριμένο Σώμα, όχι ανοιχτό πεδίο ατομικών κατασκευών. Δεν προσαρμόζει την αλήθεια στην ψυχολογία του καθενός, αλλά καλεί κάθε άνθρωπο να μεταμορφωθεί εν τη αληθεία.
Η λογική «believing without belonging» (πίστη χωρίς εκκλησιαστική υπαγωγή) ακουμπά ένα υπαρκτό κοινωνιολογικό φαινόμενο, αλλά δεν μπορεί να αναγορευθεί σε θεολογική κανονικότητα. Έξω από το Σώμα του Χριστού, έξω από τη μυστηριακή ζωή, έξω από την εκκλησιαστική κοινωνία, η πίστη μετατρέπεται σε ιδιωτική ιδέα. Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας σημειώνει: «Ἔξω τῆς Ἐκκλησίας οὐκ ἔστιν ἄλλη ζωή, ἀλλὰ σκιά ζωῆς» (PG 150, 608C).
Πίστη «όχι δογματική, αλλά ηθική»; Η διάλυση της σωτηριολογίας
Ιδιαίτερα προβληματική από ορθόδοξη σκοπιά είναι η διατύπωση ότι «η πίστη στη μετανεωτερικότητα δεν είναι τόσο δογματική όσο ηθική, δεν δηλώνεται, αλλά ενεργείται». Εδώ έχουμε μία απολύτως χαρακτηριστική εκδήλωση του ηθικισμού που αντικαθιστά τη θεολογία.
Η Ορθόδοξη Παράδοση δεν χωρίζει ποτέ δόγμα και ήθος. Το ήθος ρίζωνε πάντοτε στο δόγμα. Δεν υπάρχει ορθόδοξο βίωμα χωρίς ορθόδοξη πίστη. Η Εκκλησία ομολογεί τον Τριαδικό Θεό, την Ενσάρκωση, τη Σταύρωση, την Ανάσταση, τη Δευτέρα Παρουσία. Αυτές οι δογματικές αλήθειες δεν είναι «θεωρίες», αλλά το ίδιο το περιεχόμενο της σωτηρίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι «ἡ σωτηρία ἡμῶν ἐν τῷ ὁμολογεῖν καὶ πράττειν τὰ τῆς πίστεως» (PG 36, 144A). Αν η πίστη γίνει αόριστη «ηθική στάση» χωρίς περιεχόμενο ομολογίας, τότε έχουμε ήδη μη χριστιανική αντίληψη. Επίσης, όταν λεχθεί ότι η πίστη «δεν μπορεί να στηρίζεται σε βεβαιότητες» σε έναν κόσμο όπου «τίποτα δεν είναι απόλυτο», τότε εμμέσως ακυρώνεται η εκκλησιαστική συνείδηση ότι ο Χριστός είναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Εβρ. 13,8).
Η έμφαση στην ηθική διάσταση, χωρίς σαφή ομολογία πίστεως, καταλήγει σε έναν χριστιανισμό χωρίς Χριστό· σε μία γενική καλοσύνη, σε μία αόριστη αλληλεγγύη, σε μία ηθική ιδεολογία. Όμως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι κατηγορηματικός: «Οὐκ ἦλθεν ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ποιῆσαι χρησίμους, ἀλλὰ ἁγίους» (PG 62, 135). Η αγιότητα δεν είναι ηθική βελτίωση, αλλά μετοχή στη ζωή του Θεού.
Διάλογος, μετα–κοσμική κοινωνία και όρια της Ορθοδόξου μαρτυρίας
Μια κεντρική ιδέα της ομιλίας είναι η έννοια του «διαλόγου»: με τη νεωτερικότητα, με τη μετανεωτερικότητα, με τη δημοκρατία, με το κοσμικό κράτος, με την «post–secular κοινωνία». Η θρησκεία καλείται να μεταφράζει τον λόγο της σε «κοσμική γλώσσα», ώστε να είναι κατανοητή στον δημόσιο χώρο, και να συμμετέχει σε μία ανταλλαγή ηθικών επιχειρημάτων.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι αντίθετη με τον διάλογο, στο πλαίσιο της εντολής της ιεραποστολής της. Όμως ο διάλογος, όταν αποκοπεί από την ομολογία της αληθείας, μετατρέπεται σε ένα απέραντο πεδίο διαπραγμάτευσης όπου όλα είναι σχετικά. Η Εκκλησία μπορεί να συζητά, αλλά δεν διαπραγματεύεται την Αποκάλυψη.
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, στην αντιπαράθεσή του με τη Φλωρεντία, δεν αρνείται τον διάλογο, αλλά θέτει όριο: «Οὐκ ἔχομεν ἄλλην ἔνθεον πίστιν ἢ ταύτην ἣν παρελάβομεν· οὐδὲν προστιθέντες οὐδὲν ἀφαιροῦντες» (PG 160, 105A). Ο διάλογος δεν μπορεί να γίνει ο νέος τόπος της αληθείας, αλλά μέσο για να μαρτυρηθεί η αλήθεια.
Αν ο λόγος της Εκκλησίας οφείλει υποχρεωτικά να «μεταφράζεται» σε κοσμική γλώσσα, ώστε να μην ενοχλεί τη μετανεωτερική ευαισθησία, τότε στην πράξη ομολογείται ότι η Αποκάλυψη είναι ήδη ένα αφηρημένο εννοιολογικό περιεχόμενο που μπορεί να προσαρμοστεί. Η Ορθοδοξία, όμως, ζει με τη βεβαιότητα ότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία» (Πραξ. 4,12). Ο διάλογος είναι σεβαστός όσο δεν καταλήγει σε σιωπηρή παραίτηση από την ομολογία.
«Παγκόσμια ηθική», δικαιώματα και η αντικατάσταση της σωτηρίας
Η ομιλία αναφέρεται θετικά στην «οικουμενική ηθική της ευθύνης» του Hans Küng, ενός ελαχίστου κοινού ηθικών αξιών (σεβασμός ζωής, αλληλεγγύη, δικαιοσύνη, αλήθεια) που μπορούν να μοιράζονται κοινωνίες και θρησκείες. Παρουσιάζεται μία «παγκόσμια συμμαχία συνείδησης», όπου οι θρησκείες προσφέρουν ηθικό λόγο για την κοινή ζωή.
Από ανθρώπινη σκοπιά, όλα αυτά ίσως μοιάζουν θετικά. Όμως, αν αποτελέσουν το θεμέλιο της θεολογίας, τότε η σωτηρία αντικαθίσταται από ένα ηθικό ελάχιστο. Ο Χριστιανισμός δεν ήλθε να προσφέρει ηθικό πλαίσιο συνυπάρξεως· ήλθε να καταργήσει τον θάνατο και να χαρίσει την αιώνια ζωή. Ο Άγιος Αθανάσιος γράφει: «Διὰ τὸν θάνατον ὁ Λόγος ἐνηνθρώπησεν, ἵνα τὸ φθαρτὸν ἐνδύσηται ἀφθαρσίαν» (PG 25, 116B). Η Ορθοδοξία δεν ξεκινά από τα δικαιώματα, αλλά από τον θάνατο και την Ανάσταση. Αν το κήρυγμά της περιοριστεί σε μία συμβολή στην «παγκόσμια ηθική», έχει ήδη εγκαταλείψει τον ιδιαίτερο λόγο της.
Οι ηθικές αρχές, όπως περιγράφονται, μπορούν βεβαίως να θεωρηθούν ως συνέπειες της ζωής εν Χριστώ, αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το Χριστολογικό κέντρο. Αν ο άξονας μετατεθεί από τον Χριστό στην «ηθική της ευθύνης», τότε δεν μιλάμε πλέον για σωτηρία, αλλά για μία νέα παγκόσμια ηθική φιλοσοφία.
Στο σημείο αυτό θα ήταν φυσικά μεγάλο λάθος να μην καταδικάσουμε την χρήση από εκκλησιαστικούς ποιμένες (εδώ μάλιστα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο) φράσεων όπως «παγκόσμια συμμαχία συνείδησης», οι οποίες χτίζουν προοδευτικά το οικοδόμημα του Οικουμενισμού και της πανθρησκείας.
Οικολογία, «cyber–religion», μετα–ανθρωπισμός: το τέλος της ασκητικής ανθρωπολογίας;
Η ομιλία αναφέρεται ακόμη στην παγκοσμιοποίηση, στην ψηφιακή θρησκευτικότητα, στα δίκτυα, στην «cyber–religion», στη δυνατότητα «ψηφιακών προσκυνητών» και στην τεχνολογική επανάσταση που θέτει ερωτήματα για την ανθρωπολογία και τη δημιουργία. Ο άνθρωπος δύναται να τροποποιεί το σώμα του, να επεκτείνει τη ζωή του, να δημιουργεί «συνειδητές μηχανές»· τι σημαίνει τότε άνθρωπος; τι σημαίνει πρόσωπο;
Τα ερωτήματα είναι πράγματι σοβαρά. Όμως η απάντηση που διαγράφεται παραμένει σε επίπεδο διαλόγου και ηθικής ευθύνης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει έναν πολύ βαθύτερο λόγο: ο άνθρωπος είναι πρόσωπο που υπάρχει επειδή ο Θεός τον αγαπά και τον καλεί σε αιώνια κοινωνία. Δεν ορίζεται από τις τεχνολογικές του δυνατότητες, αλλά από της καρδιάς του τη δεκτικότητα της χάριτος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά άνθρωπος μόνο όταν μετέχει ενεργείας Θεού: «Ἄνθρωπος ἐστίν ὁ μετέχων τῆς θείας ἐνεργείας» (PG 151, 433C).
Αν, λοιπόν, ο διάλογος για την τεχνητή νοημοσύνη, τη βιοτεχνολογία και τον μετα–ανθρωπισμό αποσπασθεί από την αλήθεια της θεώσεως, τότε είναι αναπόφευκτο να υποβιβασθεί σε ηθική διαχείριση· ο άνθρωπος μετατρέπεται σε προμηθεϊκό ον που πειραματίζεται με τον εαυτό του.
Όσον αφορά την οικολογία, η ορθόδοξη προσέγγιση δεν περιορίζεται σε έναν πνευματικό ρομαντισμό για τη φύση. Η κτίση είναι δημιουργία του Θεού και ο άνθρωπος καλείται να την διαχειρίζεται ασκητικά, όχι καταναλωτικά. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής βλέπει τον άνθρωπο ως μεσίτη μεταξύ Θεού και κτίσεως, όχι ως καταναλωτή ή ως τεχνολόγο άρχοντα.
Επίλογος: Ορθοδοξία ή εκκοσμικευμένος χριστιανισμός;
Από την ανάγνωση της ομιλίας του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου και την ορθόδοξη θεολογική αντιπαραβολή που επιχειρήσαμε προκύπτει ότι δεν έχουμε απλώς μία διαφορετική ποιμαντική οπτική, αλλά μια άλλη, εντελώς νέα θεολογική πρόταση. Σε αυτή την πρόταση:
– η νεωτερικότητα και η μετανεωτερικότητα γίνονται το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να χωρέσει η θρησκεία,
– η θρησκεία μετατρέπεται από Εκκλησία του Χριστού σε ορίζοντα νοήματος,
– η πίστη από ομολογία θεοπνεύστου αληθείας γίνεται ηθική στάση,
– η σωτηρία από θέωση γίνεται ηθική και κοινωνική βελτίωση,
– η Εκκλησία από σώμα σωτηρίας γίνεται ηθικός συνομιλητής της δημοκρατίας,
– ο Χριστός από νικητής του θανάτου γίνεται έμπνευση ανθρωπιστικών αξιών.
Μήπως τα παραπάνω μας οδηγούν σκόπιμα κάπου;…
Η Ορθοδοξία δεν αρνείται την ιστορία, την επιστήμη, τον διάλογο, τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, την οικολογία. Αλλά εάν ο χριστιανικός λόγος περιοριστεί σε παρεμβάσεις για όλα αυτά, άνευ σαφούς ομολογίας του Σταυρού, της Αναστάσεως, της Κρίσεως και της Θεώσεως, τότε δεν μιλάμε πλέον για Ορθοδοξία.
Ο κόσμος δεν σώζεται από τη μετανεωτερικότητα, από την παγκοσμιοποίηση, από την ψηφιακή επανάσταση, ούτε από την παγκόσμια ηθική της ευθύνης. Ο κόσμος σώζεται μόνο από τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Χριστό, όταν ενσωματωθεί στο Σώμα Του, την Αγία Του Εκκλησία, διά της μετανοίας και της Xάριτος. Ό,τι λιγότερο απ’ αυτό μπορεί να είναι πολιτισμός, μπορεί να είναι ηθική, μπορεί να είναι άνθρωπος «μεγαλόψυχος». Αλλά δεν είναι Ορθοδοξία.
Επιστήμονας Υλικών
Δρ. Επιστήμης και Τεχνολογίας Πολυμερών
Πάτρα 11/12/2025