Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος!

Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού
Ο Σταυρός και η Ανάσταση του Κυρίου και Λυτρωτή μας Ιησού Χριστού αποτελούν τις δύο συνιστώσες της απολύτρωσής μας από την αιχμαλωσία του Σατανά, την δουλεία της αμαρτίας, την φθορά και το θάνατο. Αυτά τα δύο υπερφυή γεγονότα δεν μπορούν να αυτονομηθούν και να έχουν διαφορετικό νόημα, από αυτό της εκπληρώσεως του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, καθότι η Ανάσταση προϋποθέτει το Πάθος και τον φυσίζωο θάνατο του Κυρίου και ο Σταυρός προμηνύει την Ανάσταση. Κάθε απόπειρα διαχωρισμού τους αγγίζει τα όρια της κακοδοξίας.
Ο θάνατος είναι αναμφίβολα το τραγικότερο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, το φοβερότερο και πλέον ολέθριο αποτέλεσμα της πτώσεως και γέννημα της αμαρτίας. Ο Θεός είχε προειδοποιήσει τους πρωτοπλάστους: «ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν.2,16-17) και «οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε» (Γεν.3,3).
Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε φύσει θνητός, αλλά δυνάμει αθάνατος. Η αθανασία του ήταν δυνατότητα, και αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής. Δυστυχώς οι πρωτόπλαστοι, κάνοντας κατάχρηση της ελευθερίας τους, προτίμησαν τη θνητότητα, ως μια ολέθρια κληρονομιά για την ανθρωπότητα, καθότι, «δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν» (Ρωμ.5,12). Ο θάνατος, ως αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας των πρωτοπλάστων, είναι εμβόλιμος στην ανθρώπινη φύση και δι’ αυτής σε όλη την υλική δημιουργία. Εισέβαλε στην ανθρώπινη φύση και ενεργεί ως παράσιτο, ωε μια αφύσικη κατάσταση.
Ο θάνατος δεν ανήκει στα δημιουργήματα του Θεού, καθότι, «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων. Έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις του κόσμου, και ουκ έστιν εν αυταίς φάρμακον ολέθρου ούτε άδου βασίλειον επί της γης…δικαιοσύνη γαρ αθάνατος εστίν» (Σοφ.Σολ.13-25). Και «Ο Θεός έκτισεν τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία… φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον» (Σοφ.Σολ.2,23-24).
Έτσι, λοιπόν, οι απόγονοι του Αδάμ, «πάντες αποθνήσκουσιν» (Α΄Κορ.15,22), όλοι οι άνθρωποι καταλήγουν στον πικρό θάνατο, καθότι «εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός» (Ρωμ.5,17).
Αφότου ο άνθρωπος αλλοτριώθηκε από την αμαρτία και κατά συνέπεια υποτάχτηκε στο θάνατο, απώλεσε κάθε δυνατότητα απαλλαγής του από αυτή την τραγικότητα. Κατά τον άγ. Ιωάννη Δαμασκηνό, ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο «ώσπερ τι θηρίον άγριον και ανήμερον τον ανθρώπινον λυμαινόμενος βίον». Μετά την πτώση, έχασε όλες εκείνες τις δυνάμεις που τον βοηθούσαν να ελευθερώσει τον εαυτό του από την αιχμαλωσία του διαβόλου και την κατάρα του θανάτου.
Αυτή την ανθρώπινη αδυναμία ανάλαβε να κάνει δυνατή η Θεία Παντοδυναμία, ο Θεός της αγάπης και των οικτιρμών, ο Οποίος ποτέ δεν έπαψε να αγαπά το πλάσμα Του και «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ.2,4). Για να συντελεστεί η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους ευδόκησε να σαρκωθεί ο Υιός Του ο Μονογενής, να ταπεινωθεί γενόμενος άνθρωπος, να γίνει όμοιος με τους ανθρώπους, ένας από αυτούς, για να μπορέσει να τους σώσει.
Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «Ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκεν αἵματος καὶ σαρκός, καὶ αὐτὸς (ο Χριστός) παραπλησίως μετέσχεν τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ.2,14-15). Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο να καταργήσει τον θάνατο και να καταλύσει το κράτος του διαβόλου. Ήρθε να απολυτρώσει το ανθρώπινο γένος από την «κατάρα της αμαρτίας», η οποία οδηγεί στο θάνατο, «γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ.3,13) Εκείνος, που σημαίνει ότι δέχτηκε να υποστεί, για χάρη της δικής μας απολυτρώσεως, την φρικτή συνέπεια της κατάρας της αμαρτίας, που είναι ο πικρός θάνατος, ώστε δια του θανάτου να νικήσει το θάνατο.
Ο θάνατος του Κυρίου και μάλιστα ο επώδυνος σταυρικός, ήταν αναγκαίος για να νικηθεί ο θάνατος του ανθρώπου, ώστε «ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ διὰ τοῦ θανάτου, παραστῆσαι ὑμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεγκλήτους κατενώπιον αὐτοῦ» (Κολ.1,22), τονίζει ο απόστολος Παύλος και διευκρινίζει: «ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν ούτως και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄Κορ.15,22).
Ο πρώτος Αδάμ μας κληροδότησε το θάνατο, ο «ἔσχατος ᾿Αδὰμ» (Α΄Κορ.15,45), ο Χριστός, ήρθε να καταργήσει το θάνατο, δια του δικού Του θανάτου, ακολουθώντας (και) ως άνθρωπος, τον «νόμο του θανάτου».
Ο πρώτος Αδάμ, ως αμαρτωλός και αλλοτριωμένος της αγάπης του Θεού (Κολ.1,21), αιχμαλωτίστηκε από τον θάνατο και κατακλείστηκε στα σκοτεινά και ανήλια τάρταρα. Αντίθετα, ο «ἔσχατος ᾿Αδὰμ», ο Χριστός, υπέστη το θάνατο, αλλά δεν αιχμαλωτίστηκε, διότι δεν ήταν μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός, Θεάνθρωπος, και επίσης αναμάρτητος, ώστε ο θάνατος δεν μπορούσε να έχει ισχύ σε Αυτόν. Κι ακόμα, εφόσον ο θάνατος είναι η αναίρεση της ζωής, δεν ήταν δυνατόν να καταπιεί την πηγή της ζωής, αυτή την ίδια τη Ζωή, η οποία ζωοποιεί τα πάντα.
Ο «παμφάγος» Άδης, δηλαδή ο Σατανάς όταν δέχτηκε την ψυχή του Κυρίου, νόμισε ότι αιχμαλώτισε μια ακόμη ψυχή κοινού θνητού. Αυτό ήταν και το τραγικό του σφάλμα. Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, η ψυχή του Χριστού λειτούργησε σαν το δόλωμα στο αγκίστρι, στο οποίο πιάστηκε και αιχμαλωτίστηκε ο Άδης.
Όπως αναφέρει ο ιερός Δαμασκηνός: «Πλησιάζει λοιπόν ο θάνατος και καταβροχθίζοντας το δόλωμα του σώματος πιάνεται στο αγκίστρι της θεότητος και αφού γεύθηκε αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα καταστρέφεται και αποδίδει όλους που παλαιότερα είχε καταπιεί. Όπως το σκοτάδι με τον ερχομό του φωτός εξαφανίζεται, έτσι και η φθορά καταλύεται με την επίθεση της ζωής και γίνεται σε όλους ζωή, ενώ μεταβάλλεται σε φθορά σ' αυτόν (τον θάνατο) που φθείρει»! Και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης τόνισε πως «Δια του θανάτου έστησεν, της φθοράς την ενέργειαν, και τούτο εστιν η του θανάτου κατάλυσις».
Η είσοδός Του στα ανήλια εκείνα καταχθόνια δώματα ήταν μέρος του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, ώστε να κηρυχθεί το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στα εκεί απ’ αιώνος δέσμια πνεύματα. Ο Χριστός, κατά την τριήμερο παραμονή Του κήρυξε και όσοι δέχτηκαν το σωτήριο κήρυγμά Του αναστήθηκαν μαζί Του. Έπρεπε και ήταν δίκιο να ακούσουν το σωτήριο μήνυμα της απολυτρώσεως και οι δέσμιοι νεκροί.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τόνισε πως η «θεωμένη ψυχή (του Κυρίου) κατήλθε στον Άδη για να λάμψει επίσης το φως και σ' αυτούς που βρίσκονταν κάτω από την γη στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου, όπως για όσους διέμεναν στη γη ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης για να πραγματοποιηθούν τα ίδια και στον άδη, όπως στους κατοίκους της γης κήρυξε την ειρήνη, έδωσε την άφεση στους σκλάβους της αμαρτίας και το φως στους τυφλούς, και έγινε αίτιος αιώνιας σωτηρίας σε όσους πίστεψαν και έλεγχος απιστίας σε όσους απείθησαν∙ “ίνα αυτώ κάμψη παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων”, και έτσι αφού ελευθέρωσε τους αιώνια δεμένους, πάλι ανεχώρησε από τους νεκρούς ανοίγοντας για εμάς τον δρόμο της αναστάσεως».
Όταν ολοκλήρωσε το απολυτρωτικό Του έργο και στον Άδη, ανέστη τροπαιούχος και λαμπροφόρος, μαζί με τους δεσμίους δικαίους, όσους πίστεψαν σε Αυτόν. Η Ανάστασή Του είναι ο θρίαμβος του επί γης απολυτρωτικού Του έργου, καθότι αυτή αποκαθιστά τον άνθρωπο στον τελεολογικό του σκοπό, που είναι και η δική του ανάσταση και η κατά χάριν θέωση. Με τη δική Του Ανάσταση μεταποίησε σε απαρχή αιώνιας ζωής το ανθρώπινο γένος, έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο να μεταποιηθεί σε «ζώο θεούμενο», σε θεϊκή ύπαρξη!
Με τον δικό Του φυσίζωο θάνατο ξερίζωσε το θανατηφόρο κεντρί του θανάτου, με το οποίο κέντριζε ο Σατανάς τους ανθρώπους και τους θανάτωνε, καθότι, «τό κέντρον τοῦ θανάτου (είναι) ἡ ἁμαρτία» (Α΄ Κορ.15,56) και γι’ αυτό αναφωνεί με αγαλλίαση ο απόστολος Παύλος: «ποῦ σου, θάνατε, τὸ νῖκος; ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;» (Α΄Κορ.15,55)!
Το θανατερό κεντρί του Άδου δεν υπάρχει πια για να κεντρίζει και να θανατώνει τους ανθρώπους, έχει εκριζωθεί! Ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Εις τούτο γαρ Χριστός απέθεναν και έζησεν, ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύσει» (Ρωμ.14,9). να συντρίψει «τον κυρίαρχο του θανάτου» (Εβρ. β´ 14), τον διάβολο, τον αίτιο του θανάτου.
Ο μεγάλος Απόστολος ορίζει την Ανάσταση του Χριστού ως την απαρχή της ανάστασης όλων των ανθρώπων, «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται. ἕκαστος δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι· ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα οἱ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ» (Α΄Κορ.15,20-23).
Ο Χριστός ανάστησε το Σώμα Του, αλλά επειδή αυτό είναι και το σώμα της Εκκλησίας (Κολ.1,18), του οποίου όλοι εμείς είμαστε τα πολυάριθμα κύτταρά του, έχουμε ήδη αναστηθεί μαζί Του, εφόσον είμαστε οργανικά ενωμένοι με τον αναστημένο Σώμα Του! Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια θάνατος για μας, έχει καταργηθεί, «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄Κορ.15,26).
Ο Χριστός «κλείδωσε» τον Άδη, λέγοντας: «…εγενόμην νεκρός, και ιδού, ζων ειμί εις τους αιώνας των αιώνων. Και έχω τας κλεις του θανάτου και του Άδου» (Αποκ.1,17-18), ώστε να μην έχει πια είσοδο κανένας πιστός Του. «Ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα ημών» (Ρωμ.8,11).
Ο ιερός συγγραφέας του εσχατολογικού βιβλίου της Αποκαλύψεως αναφωνεί: «Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι» (Αποκ.14,13). Ο θάνατος των δικαίων είναι είσοδος στην ειρήνη του Θεού (Σολ.3,3)! Ο ιερός Χρυσόστομος διακηρύττει πανηγυρικά την αγία νύχτα της Αναστάσεως: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσεν ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν γευσάμενον της σαρκός αυτού» (Migne P.G.59,721).
Ο θάνατος έχει καταργηθεί για όλους; Όχι φυσικά. Καταργήθηκε για όσους πιστεύουν στο Χριστό και είναι ενωμένοι, δια της Εκκλησίας, με Αυτόν, για όσους αντλούν την αθανασία τους από τον μόνο αθάνατο Θεό.
Ο πιστός, δια του Χριστού, μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν.5,24), δι’ Αυτού πια «ο θάνατος ούκετι κυριεύει» (Ρωμ.6,9), καθότι «το χάρισμα του Θεού είναι ζωή αιώνιος» (Ρωμ.6,23). Σύμφωνα με δική Του διαβεβαίωση, «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν.11,25), αντίθετα «ὁ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ.16,16), δεν θα γευτεί τις αστείρευτες και σωτήριες δωρεές της Ανατάσεως και άρα γι’ αυτόν ο
θάνατος συνεχίζει να έχει εξουσία και ο «παμφάγος» Άδης συνεχίζει να αιχμαλωτίζει μυριάδες ανθρώπινες ψυχές.
Η αιώνια και ατελεύτητη ζωή, όπως και η αιώνια καταδίκη είναι δική μας επιλογή! Οι πολέμιοι του Θεού, οι αρνητές του Χριστού και οι «μη υπακούοντες τω ευαγγελίω… τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού» (Β΄Θεσ.1,8), κι’ αυτό όχι από θεία εκδίκηση, αλλά από δική τους συνειδητή επιλογή. Δεν τους θανατώνει ο Θεός, αλλά οι ίδιοι καταδικάζουν και θανατώνουν τον εαυτό τους.
Αντίθετα εμείς, ως πιστοί του Χριστού, προσδοκούμε και τη δική μας ανάσταση, ως προϊόν της αναστάσεως του Κυρίου, διότι η ζωή είναι συνώνυμη με το Χριστό. Αυτός που μας έδωσε την επίγεια ζωή θα μας δώσει και την ουράνια και αιώνια. Σύμφωνα με την δική Του διαβεβαίωση: «Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25), διότι ο δικός μας Θεός, ο μόνος αληθινός Θεός, «ουκ έστιν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Μάρκ.12,27).
Έχουμε την ύψιστη δωρεά και το αποκλειστικό προνόμιο, ξέχωρα από του απίστους, να μην βιώνουμε το άγχος του θανάτου και τις παρεπόμενες συνέπειές του. Ο αρχηγός της πίστεώς μας νίκησε το θάνατο και καθαίρεσε την εξουσία του για τους πιστούς Του.
Αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα ή μια ονειρική ουτοπία, αλλά μια απτή πραγματικότητα, μια ισχυρή ελπίδα. Έχουμε γίνει αθάνατοι, διότι πάψαμε να ζούμε αυτονομημένοι από το Θεό. Είμαστε αθάνατοι διότι είμαστε πια οργανικά κύτταρα του αθανάτου σώματος του Χριστού μας.
Τρεφόμαστε με το ακήρατο Σώμα Του και ποτιζόμαστε με το τίμιο Αίμα Του, τα οποία μας μεταγγίζουν την αφθαρσία και την αθανασία. Ο θάνατός μας δεν έχει οντολογικές συνέπειες για μας. Δεν λογίζεται ως θάνατος, αλλά ως κοίμηση, ως ανάπαυση, ως γλυκιά αναμονή της αναστάσεώς μας και γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος έγραψε πως «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλ.1,21).
Γι’ αυτό και οι μυριάδες των Μαρτύρων αντάλλασσαν την επίγεια ζωή με την πρόσκαιρη κοίμησή τους, έχοντας την απόλυτη βεβαιότητα ότι ανήκοντας στο Χριστό και είναι ενωμένοι οργανικά με Αυτόν, περνούν στην όντως ζωή διότι «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,9). Γι’ αυτό και στον όρθρο της Αναστάσεως πανηγυρίζοντας, ψάλλουμε θριαμβευτικά: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν»!
Ας χαρούμε, ας αναφωνούμε και ας διακηρύττουμε, μαζί με τον ιερό Χρυσόστομο: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος»!





