Η αίρεση περί «Ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης»

10 Απριλίου 23:31
12
Η αίρεση περί «Ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης»

Αναφορά σε μια από τις πλέον βλάσφημες και κακόδοξες πλάνες του Παπισμού

Εισερχόμαστε με την χάρη του Θεού στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, κατά την οποία η Αγία μας Εκκλησία μας καλεί να ακολουθήσουμε τον Λυτρωτή μας Χριστό στο δρόμο προς το Γολγοθά. Να βιώσουμε τα Άχραντα Πάθη Του, τα οποία δέχτηκε να υποστεί για τη δική μας απολύτρωση και σωτηρία και να πανηγυρίσουμε την λαμπροφόρο Ανάστασή Του. Να Τον υποδεχτούμε  «λαμπαδηφόροι», ως τον «δικαιοσύνης ἥλιον, πᾶσι ζωὴν ἀνατέλλοντα»[1]. Έχουμε άλλωστε την ύψιστη δωρεά και ευλογία να είμαστε μέλη της αληθινής και μοναδικής Εκκλησίας του Χριστού, τα οποία μπορούμε να ζούμε, ως τα μύχια της ψυχής μας, το κοσμοσωτήριο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου και Λυτρωτή μας Χριστού και με αυτή την πίστη πορευόμαστε στον τραχύ επίγειο βίο μας. Έχουμε το προνόμιο να ανήκουμε στην «Εκκλησία της Αναστάσεως», όπως χαρακτηρίζεται η Ορθόδοξος Εκκλησία μας! 

Θα προσεγγίσουμε την χαρά της Αναστάσεως υπό την προϋπόθεση ότι θα βιώσουμε τα Θεία Παθήματα στην πραγματική τους διάσταση και για τούτο η Αγία μας Εκκλησία φρόντισε να μας παραθέσει αυτές τις άγιες ημέρες έναν πλούσιο πνευματικό ανεφοδιασμό, στις λατρευτικές και λειτουργικές της ακολουθίες. Μέσω της υπέροχης υμνολογίας μας εισάγει στο μυστήριο της σωτηρίας, όχι ως στείρα νοητική σύλληψη, αλλά ως βιωματικό γεγονός. Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, καθοδηγούμενη από το Πανάγιο Πνεύμα, την «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,17), θέτει σαφή όρια ανάμεσα στο υπερφυσικό και το φυσικό, ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, ανάμεσα στην Θεία Αποκάλυψη και την ανθρώπινη γνώση. Ένεκα τούτου, δεν προβάλλει το «πως» της σωτηρίας μας, η οποία είναι μυστήριο, αλλά στέκεται στο σωτήριο αποτέλεσμα, στην δια του Χριστού απολύτρωσή μας.

Αντίθετα με την Εκκλησία μας οι αιρέσεις, ως «σπέρματα του διαβόλου», αποθεώνουν τον ανθρώπινο νου, θέλοντας τα πάντα εξηγούμενα από αυτόν. Αυτή είναι άλλωστε η ουσία της αίρεσης, η πρόταξη της ατομικής σκέψης σε σχέση με την αποκεκαλυμμένη αλήθεια της Εκκλησίας. Και είναι γνωστό πως η αποθέωση του ανθρώπινου νου έλαβε χώρα στην αιρετική Δύση, με τον σχολαστικισμό, την νοησιαρχία, στην οποία υπέταξαν την Θεία Αποκάλυψη και την απογύμνωσαν από τον υπερβατικό και μυστικό της χαρακτήρα.

Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι και η φοβερή και υπερβαλλόντως βλάσφημη αίρεση «Περί της Ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης», η οποία προσβάλλει καίρια το δόγμα περί σωτηρίας της Εκκλησίας. Το εκκοσμικεύει, εντάσσοντάς το στην αντίληψη περί κοσμικού δικαίου, στην έννοια της δικαιοσύνης, όπως την αντιλαμβάνεται ο κόσμος και δει στην μεσαιωνική περί δικαιοσύνης αντίληψη που επικρατούσε όταν κυριαρχούσε στην Ευρώπη ο φράγκικος απάνθρωπος φεουδαλισμός. Τότε που οι Φράγκοι ηγεμόνες θεωρούνταν επί γης θεοί και οι υποτελείς τους ανδράποδα, επιβάλλοντας σ’ αυτούς την οποιαδήποτε θέλησή τους.

Μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα ο Θεός έπαψε να πιστεύεται και να θεωρείται ως αγάπη και πηγή των οικτιρμών, αλλά λογίστηκε ως κάποιος απόκοσμος φεουδάρχης και η συμπεριφορά του ως μισάνθρωπη φεουδαλική εξουσία. Όπως λειτουργούσε η απάνθρωπη εξουσία των φεουδαρχών, έτσι κατανοήθηκε και η «εξουσία» του Θεού. Όπως εφάρμοζαν εκείνοι το «δίκαιό» τους στους δουλοπάροικους υπηκόους τους με βία, έτσι όρισαν και το Θεό να επιβάλλει το δικό του δίκαιο με βία, απανθρωπιά και «εξιλεωτικές» τιμωρίες. Όπως ζητούσαν και επέβαλλαν εκείνοι φρικτές τιμωρίες και αντίποινα για προσβολές και αδικήματα στους υπηκόους τους, έτσι και ο Θεός «απαιτεί» τιμωρίες, αντίποινα και «εξιλεώσεις» από τους ανθρώπους!

Τι είναι λοιπόν αυτή η παπική πλάνη, η οποία κληρονομήθηκε και στους προτεστάντες; Μας το εξηγεί ο θεολόγος κ. Ιωάννης Καρντάσης: «Ένα από τα κύρια δογματικά θέματα, που χωρίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία από τον Παπισμό είναι και αυτό της ικανοποίησης της θ. δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει, ότι ο θάνατος είναι δημιούργημα του Διαβόλου, ο δε Λόγος εσαρκώθη για να καταποντίσει το κράτος του θανάτου (“θανάτω θάνατον πατήσας”), πράγμα που έγινε με την σταύρωση και ανάστασή Του, για τον Παπισμό, ο θάνατος είναι δημιούργημα του Θεού, ο δε Λόγος εσαρκώθη και εσταυρώθη προς ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης και για να δώσει το καλό παράδειγμα της αγάπης και της υπακοής, ως προϋπόθεση ένωσης με τον Θεό, αυτός δε ο θάνατος θα καταργηθεί με την β΄ παρουσία»[2].  Και διευκρινίζει: «Eκφράζει την εντελώς αντίθετη δογματική θέση, που εδράζεται στη διαφορετική της άποψη έναντι του προπατορικού αμαρτήματος και της δημιουργίας του Σατανά, τον οποίον θεωρεί ως όργανο και υπηρέτη του Θεού προς τιμωρία του ανθρώπου ένεκα της θείας οργής (με την Ορθόδοξη δογματική θέση να είναι βεβαίως εκ διαμέτρου αντίθετη)»[3].

Πιο συγκεκριμένα η κακοδοξία αυτή έχει ως εξής, σύμφωνα με άλλο κείμενο: «Σύμφωνα με την άκρως κακόδοξη αυτή θεωρία, η πτώση του ανθρώπου δεν εκλαμβάνεται ως αστοχία, ως μια λαθεμένη επιλογή, όπως διδάσκει η Εκκλησία, αλλά ως “προσβολή της Θείας Δικαιοσύνης και του μεγαλείου του Θεού”. Η πτώση των Πρωτοπλάστων αποτέλεσε μια τρομακτικών διαστάσεων ύβρη και προσβολή κατά του Δημιουργού, προκαλώντας μια μεγάλη ενοχή, με την παράβαση του αιώνιου θείου νόμου. Ήταν δε τόσο μεγάλη η προσβολή κατά του Θεού, όσο και η αξία του προσβαλλόμενου Θεού. Γι’ αυτό απαιτούνταν ανάλογη εξιλέωση, για την αποκατάσταση της “τρωθείσας θείας μεγαλειότητας και της ηθικής τάξεως”. Ο προσβαλλόμενος Θεός διατελούσε σε θυμό και μόνιμη αγανάκτηση και απέχθεια εναντίον του ανθρωπίνου γένους, το οποίο έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες της προσβολής κατά του Θεού. Για τούτο ο Θεός δημιούργησε τον θάνατο, ως “δίκαιη τιμωρία”. Σύμφωνα με την βλάσφημη αυτή πλάνη, το θάνατο δημιούργησε ο Θεός και όχι o διάβολος, όπως διδάσκει η Εκκλησία! Και όχι μόνον ο θάνατος, αλλά και η κόλαση είναι δημιούργημα του Θεού, για την “δίκαιη τιμωρία” του πεσόντος στην αμαρτία ανθρώπου. Μάλιστα, όπως αναφέρεται σε παπικά “θεολογικά” κείμενα, στηριζόμενα σε ένα από τα πολλά ατυχή θεωρήματα του ι. Αυγουστίνου, ο Θεός ευφραίνεται βλέποντας τους κολασμένους να βασανίζονται και τέρπεται ακούγοντας τις φρικτές οιμωγές τους! Αλλά ούτε ο θάνατος, ούτε η κόλαση, ως έσχατη τιμωρία, ήταν αρκετά να κατευνάσουν τον “θείο θυμό”, να ικανοποιήσουν την “διασαλευθείσα ηθική τάξη” και την “τρωθείσα Θεία Δικαιοσύνη”. Έπρεπε να υπάρξει άλλου είδους “εξιλέωση”, πολύ μεγάλη, ανάλογη του μεγέθους της θεία μεγαλειότητας. Και αν ακόμα είχε “θυσιασθεί” ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ως “θυσία εξιλέωσης”, και πάλι δεν θα μπορούσε να καταλαγιάσει η “θεία οργή”! Έπρεπε να θυσιαστεί κάτι ανώτερο από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό επιλέχτηκε να θυσιαστεί ο Υιός του Θεού στη θέση του ανθρώπου. Να τιμωρηθεί Εκείνος στη θέση του ανθρώπου, να χύσει το αίμα Του για να ικανοποιηθεί ο “οργισμένος” ουράνιος Πατέρας! Έπρεπε να πονέσει και να πεθάνει, με τον επώδυνο θάνατο του σταυρού, στη θέση των αμαρτωλών ανθρώπων, προσφέροντας το αίμα Του “λύτρο εξαγοράς” στο Θεό, προκειμένου να κατευναστεί ο θυμός του Πατέρα, να του προσφέρει άπειρη ικανοποίηση, για να δώσει την νομική συγχώρηση των αμαρτιών. Ο Χριστός πάσχοντας και χύνοντας το αίμα Του στο Γολγοθά, προσέφερε δεκτή θυσία στον “οργισμένο” ουράνιο Πατέρα, κατευνάστηκε ο θυμός του, ικανοποιήθηκε η Θεία Δικαιοσύνη, αποκαταστάθηκε η ηθική τάξη και έτσι συντελέστηκε η σωτηρία! Ο Χριστός σαρκώθηκε για να ικανοποιήσει την Θεία Δικαιοσύνη, να κατευνάσει την θεία οργή και να αποκαταστήσει την ηθική τάξη και όχι να απολυτρώσει τον άνθρωπο από την αιχμαλωσία του Σατανά, την δουλεία της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο, να ενώσει τον άνθρωπο με το Θεό και να τον θεώσει, όπως δοξάζει η Εκκλησία. Εφόσον “ικανοποιήθηκε” η θεία δικαιοσύνη αυτόματα συντελέστηκε και η σωτηρία του ανθρώπου!»[4].

Η αντιχριστιανική και άκρως βλάσφημη αυτή δοξασία «πρωτοεμφανίζεται σε έργα του Αρχιεπισκόπου του Canterbury Άνσελμου (1033-1109), ιδρυτή του Σχολαστικισμού στη Δύση και αγίου από τον Παπισμό. Συνέγραψε το έργο: Cur Deus homo? (Γιατί ο Θεός (έγινε) άνθρωπος;), στο οποίον διαπραγματεύεται τη θεωρία της λύτρωσης. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που στηρίζεται στη φεουδαλική διάρθρωση της κοινωνίας, ο πεπερασμένος άνθρωπος διέπραξε ένα έγκλημα (αμάρτημα) κατά του απείρου Θεού. Στη φεουδαλική κοινωνία, ο προσβάλλων αναγκαζόταν να παράσχει ικανοποίηση ή να καταβάλει αποζημίωση στον προσβληθέντα, που ήταν ανάλογη προς τη θέση του τελευταίου. Έτσι, ένα έγκλημα εναντίον ενός βασιλιά απαιτούσε μεγαλύτερη ικανοποίηση από ένα έγκλημα εναντίον ενός βαρώνου κ.ο.κ. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, ο πεπερασμένος άνθρωπος, αφού δεν μπορούσε ποτέ να παράσχει ικανοποίηση στον άπειρο Θεό, θα έπρεπε να περιμένει μόνο τον αιώνιο θάνατο. Το όργανο για την επαναφορά του ανθρώπου σε μια ορθή σχέση με τον Θεό θα έπρεπε να είναι ένας Θεάνθρωπος (Χριστός), με του οποίου την άπειρη αξία ο άνθρωπος εξαγνίστηκε σε μια πράξη συνεργασίας –αναδημιουργίας»[5].

Αυτή την κακόδοξη θεωρία και πλάνη την υιοθέτησε και ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274), δίνοντάς της πιο σαφή καθορισμό, ως προς το περιεχόμενό της, την οποία όρισε ως «διδασκαλία της Εκκλησίας» και «επικυρώθηκε με τη σύνοδο του Τριδέντου, η οποία καθόρισε ότι η αξιομισθία του ανθρώπου αδυνατεί να προσφέρει τη σωτηρία, εκτός αν συναφθεί με την αξιομισθία του Χριστού. Διέκρινε δε δυο είδη ποινών, την αιώνια και την πρόσκαιρη. Από την πρώτη απαλλάσσεται ο άνθρωπος μόνο δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού, ενώ από τη δεύτερη με τα έργα της μετανοίας. Οι λυσίποινες αυτές αφέσεις αμαρτιών βάσει των αξιομισθιών του Χριστού και των Αγίων προφανώς βασίζονται στην εκδοχή περί ικανοποιήσεως της θ. δικαιοσύνης. Εν προκειμένω εξαγοράζονται μόνον οι πρόσκαιρες ποινές και όχι οι αιώνιες, οι οποίες εξαλείφονται μόνο δια του σταυρικού θανάτου»[6]. Τέλος η Α΄ «Σύνοδος» του Βατικανού (1870), την όρισε «δόγμα πίστεως» για την παπική «εκκλησία», που σημαίνει ότι είναι υποχρεωτική πίστη για τους πιστούς της παπικής «εκκλησίας», με «σωτηριολογικές» συνέπειες!

Ο Καθηγητής Ν. Ματσούκας διευκρινίζει: «Η θεωρία αυτή του Άνσελμου ορμάται εκ προϋποθέσεων και σκέψεων ξένων προς την βιβλική και την ανατολική πατερική διδασκαλία. Η θεωρία αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί εις τας παραστάσεις περί “θυσίας” και “λύτρου” υπέρ των ανθρώπων, ως αναπτύσσεται εις την ορθόδοξη ανατολική παράδοση, όπου εξαίρεται η πράξη του Σταυρού ως προσφορά υπέρ του ανθρώπου και όπου δεν γίνεται λόγος περί της συνδιαλλαγής της αγάπης και της δικαιοσύνης στο Θεό. Η ερμηνεία αυτή του απολυτρωτικού έργου μετατόπισε το πρόβλημα από την ανθρώπινη περιοχή στη θεία. Η βιβλική διδασκαλία και η Ορθόδοξη παράδοση δέχονται το απολυτρωτικό έργο ως προελθόν εκ της αγάπης του Θεού, ο οποίος εισέβαλε στην ιστορία και ελευθέρωσε τον άνθρωπο από τα χέρια του Διαβόλου και από τη δύναμη της φθοράς και την άλωση από το κράτος του θανάτου»[7].

Ο μακαριστός Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης επισημαίνει τις σοβαρότατες συνέπειες που έχει αυτή η παπική βλάσφημη πλάνη όσον αφορά την σωτηρία: «Η εν τη Δύσει επικρατούσα περί απολυτρώσεως διδασκαλία είναι εν γενικαίς γραμμαίς η περί ικανοποιήσεως θεωρία του Ανσέλμου, η οποία δεν προϋποθέτει ως αναγκαίαν την συνεχή και αδιάκοπον κοινωνίαν και παρουσίαν του Χριστού εν τοις σώμασι των πεφωτισμένων, όπου δε η προϋπόθεσις αύτη δια βιβλικούς λόγους απαντά, είναι δευτερευούσης σημασίας. Εφ’ όσον δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου ικανοποιείται η θεία δικαιοσύνη, δεν υπάρχει πλέον ουσιαστική ανάγκη της διαρκούς και πραγματικής εν τη Εκκλησία παρουσίας Αυτού προς σωτηρίαν των πιστών»[8].  

Η βλάσφημη περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης θεωρία αντίκειται απόλυτα στην βιβλική και αγιοπατερική γραμματεία. Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «Ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκεν αἵματος καὶ σαρκός, καὶ αὐτὸς (ο Χριστός) παραπλησίως μετέσχεν τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ.2,14-15). Το Πάθος του  Κυρίου έγινε για να καταργήσει με το δικό Του θάνατο, τον δικό μας θάνατο και όχι να «ικανοποιήσει την θεία δικαιοσύνη»! Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να καταργήσει «τήν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ, ἵνα οἱ ἐν τῷ Ἀδάμ ἀποθνήσκοντες, ζωοποιηθῶσιν ἐν αὐτῷ». Και γι’ αυτό ήταν αναγκαία η Ενανθρώπησή Του, αλλά και το Πάθος Του, «ἔδει αὐτὸν πολλάκις παθεῖν … εἰς ἀθέτησιν ἁμαρτίας διὰ τῆς θυσίας αὐτοῦ πεφανέρωται» (Εβρ.9,26). Και διευκρινίζει ο μεγάλος Απόστολος: «ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί» (Ρωμ.8,3), μη αφήνοντας κανένα περιθώριο να νοηθεί η Ενανθρώπηση και το Πάθος του Κυρίου διαφορετικά, παρά μόνο να σώσει τον άνθρωπο από την αιχμαλωσία του Σατανά, τη δουλεία της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο.

Πουθενά, επίσης, στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας δεν συναντάται αυτή η παπική κακοδοξία.  Η πατερική περί σωτηρίας διδασκαλία είναι απόλυτα σύμφωνη και απηχεί την βιβλική αποκάλυψη περί σωτηρίας του ανθρώπου. Μεγάλοι Πατέρες όπως οι Άγ. Ειρηναίος, Μ. Αθανάσιος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Γρηγόριος Θεολόγος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Μάξιμος Ομολογητής, Νικόλαος Καβάσιλας, Γρηγόριος Παλαμά κ.ά. ορίζουν την σωτηρία μας ως ύψιστο δείγμα της θείας αγάπης, η οποία φθάνει και ως την θυσία του σαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού.

Ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος αναφέρει χαρακτηριστικά: «τις ο λόγος, Μονογενούς αίμα τέρπειν Πατέρα, ως ουδέ τον Ισαάκ εδέξατο παρά του πατρός προσφερόμενον, αλλ’ αντηλλάξατο την θυσίαν, κριόν αντιδούς του λογικού θύματος; Ή δήλον, ότι λαμβάνει μεν ο Πατήρ, ουκ αιτήσας, ουδέ δεηθείς, αλλά δια την οικονομίαν, και το χρήναι αγιασθήναι τω ανθρωπίνω του Θεού τον άνθρωπον. ιν’ αυτός ημάς εξέληται, του τυράννου βία κρατήσας, και προς εαυτόν επαναγάγη δια του Υιού μεσιτεύσαντος, και εις τιμήν του Πατρός τούτο οικονομήσαντος, ώ τα πάντα παραχωρών φαίνεται»[9]! Ο Μ. Αθανάσιος έγραψε πως: «η ημών αιτία εκείνω γέγονε πρόφασις της καθόδου, και η ημών παράβασις του Λόγου την φιλανθρωπίαν εξεκαλέσατο, ώστε και εις ημάς φθάσαι και φανήναι τον Κύριον εν ανθρώποις»[10] και «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν και της εκείνου Ενσωματώσεως ημείς γεγόναμεν υπόθεσις»[11] . Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων αποφάνθηκε:  «...Ἀνέλαβε τό ὅμοιον ἡμῶν ἐξ ἡμῶν ὁ Κύριος ἵνα τήν ἀνθρωπότητα σώση..., ἵνα τῷ λείποντι μείζονα δῶ τήν χάριν, ἵνα ἡ ἀνθρωπότης ἡ ἁμαρτωλός Θεοῦ γένηται κοινωνός... Δέλεαρ τοίνυν τοῦ θανάτου γέγονε τό σῶμα, ἵνα ἐλπίσας καταπιεῖν ὁ δράκων, ἐξεμέση καί τούς ἤδη καταποθέντας....»[12] και όχι να «ικανοποιήσει» κάποια «τρωθείσα θεία δικαιοσύνη». Για τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης η αμαρτία  είναι «αλλοτρίωση από τον Θεό» και για τον Άγιο Μάξιμο Ομολογητή «ασθένεια», η οποία θεραπεύεται μόνο δια της μετανοίας και της συγχωρήσεως από μέρους του φιλάνθρωπου Θεού. Πουθενά δεν θα βρούμε να μιλάνε οι Πατέρες για τη θεραπεία της αμαρτίας με καταδίκες, τιμωρίες και ενοχές. Ο κολασμός της βρίσκεται μέσα στην ουσία της αμαρτίας, ήτοι στον εθελούσιο αποκλεισμό της κοινωνίας του αμαρτωλού με το Θεό. Αυτός είναι ο πραγματικός κολασμός, ασύγκριτα πιο οδυνηρός και από τις «εξιλεωτικές τιμωρίες» που πρεσβεύει ο αιρετικός δυτικός Χριστιανισμός.  

Αντίθετα όμως για τους δυτικούς (ι. Αυγουστίνο, Άνσελμο, Θωμά Ακινάτη, Λούθηρο, κλπ) η αμαρτία δεν θεωρείται πνευματική ασθένεια, αστοχία, αλλά  «παράβαση νόμου» και ως εκ τούτου απαιτείται ανάλογη τιμωρία για εξιλέωση.  Είναι χαρακτηριστική η ρήση του παπικού «θεολόγου» J. Phole: «Η ενσάρκωση μπορεί να εννοηθεί ως αναγκαίος όρος της απολύτρωσης, μόνο κάτω από την προϋπόθεση ότι ο Θεός απαίτησε επαρκή (δηλ. άπειρη) ικανοποίηση για τις αμαρτίες των ανθρώπων»[13]. Γι’ αυτό η δυτική παράδοση δίνει ιδιαίτερη «σωτηριολογική» σημασία στην Σταύρωση του Χριστού και λιγότερο, έως ελάχιστη στην Ανάσταση, η οποία είναι για μας τους ορθοδόξους η πραγματική νίκη επί του θανάτου, «θανάτω θάνατον πατήσας»! 

 Δυστυχώς η κακόδοξη και βλάσφημη αυτή πλάνη είχε τρομακτικές και ανεπανόρθωτες συνέπειες στην δυτική χριστιανοσύνη.  «Ο αιώνιος και άτρεπτος, ο “αεί ωσαύτως ον” Θεός, ο “χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας” παρουσιάζεται να τρέπεται, να αλλοιώνεται, να αλλάζει διαθέσεις, να κυριαρχείται από ανθρώπινα πάθη, όπως ο θυμός και η εκδίκηση, να διακατέχεται από “αναγκαιότητες”, όπως είναι η “ικανοποίηση της δικαιοσύνης” του. Να απαιτεί συναλλαγές, τύπου δούναι και λαβείν, για να αλλάξει διάθεση. Διαστρεβλώνεται πλήρως η αγαθή του φύση, όπως τη δίδαξε ο Χριστός. Δεν είναι ο στοργικός Πατέρας της παραβολής του ασώτου υιού, αλλά άτεγκτος και ανελέητος, ο οποίος “διψά” για εκδίκηση και “απολαμβάνει” την “δίκαιη τιμωρία” των αμαρτωλών. Δεν είναι ο  μανιακά αγαπών τον άνθρωπο, αλλά ένα φοβερό απόκοσμο φόβητρο, ένας “τρομοκράτης θεός”, απαράλλακτος των “θεών” του παγανισμού. Δεν εμπνέει αγάπη, ηρεμία, στοργή, τρυφερότητα, εμπιστοσύνη, ασφάλεια και ελπίδα, αλλά φόβο και τρόμο. Αυτή η τρομακτική διαστρέβλωση της εννοίας του Θεού συντέλεσε τα μέγιστα στην απέχθεια του δυτικού ανθρώπου να τον αποδεχτεί, γέννησε την αθεΐα και τον οδήγησε σε φοβερά αδιέξοδα. Φυσικά πρόκειται για επινόηση και δημιουργία ενός άλλου “θεού” ανύπαρκτου, ένα φρικτό είδωλο, απόλυτα αντίθετου με τον Θεό της ανόθευτης χριστιανικής πίστεως. Μαζί διαστρεβλώθηκε και αποσαρθρώθηκε πλήρως και η περί της Θείας Οικονομίας διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ο Χριστός “αναγκάστηκε” να σαρκωθεί, όχι να απολυτρώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, τη φθορά και τον θάνατο, αλλά από το “θείο θυμό”, για να “ικανοποιήσει” την “τρωθείσα θεία δικαιοσύνη”! Η υπέρτατη θεία δωρεά της σωτηρίας κατανοείται ως μια δικανική διαδικασία, απογυμνωμένη πλήρως από το στοιχείο της αγάπης του Θεού. Εφόσον η σωτηρία είναι αποτέλεσμα συναλλαγής και δικανικών κανόνων, υπερτονίζεται η επιτέλεση “καλών έργων” και υποβιβάζεται η εσωτερική αλλαγή του ανθρώπου, η συνεχής μετάνοια, η οποία προσελκύει τη θεία χάρη και τον αγιασμό, με απώτερο στόχο την θέωση. Όσα περισσότερα “καλά έργα” επιτελεί ο πιστός, τόσο περισσότερο “ευαρεστεί” το Θεό. Οι άγιοι “αγίασαν” επιτελώντας περισσότερα από όσα χρειάζονταν και αυτά τα “περισσευούμενα” τα διαχειρίζεται ο “Πάπας”, πουλώντας τα σε όσους τους “λείπουν”, με τα γνωστά “συγχωροχάρτια”»[14]!

Όπως τόνισε σε περισπούδαστο σύγγραμμά του[15] και ο σεπτός Ποιμενάρχης μας, η βλάσφημη και σατανικής εμπνεύσεως αυτή πλάνη του Παπισμού, έμελλε να έχει τρομακτικές συνέπειες στη δυτική χριστιανοσύνη, διαστρεβλώνοντας ριζικά την έννοια του αγαθού Θεού της αγάπης και των οικτιρμών. Τονίζει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: «Οὕτω δέ διεμορφώθη ἕν παράλογον καί αἱρετικόν, σύστημα νομικῶν σχέσεων μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν πνευματικῶν, ἐν γένει, κτισμάτων, καί τοῦ Θεοῦ, διότι δέν κατενοήθη ἐπαρκῶς ἡ ἔννοια τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ δωρηθείσης, εἰς τά πνευματικά κτίσματα, ἐνσυνειδήτου ἐλευθερίας καί ἐθεωρήθη ἀδύνατος ἡ ὕπαρξις ἐλευθέρων βουλήσεων οὐχί μόνον ἀντικειμένων εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ἀντενεργουσῶν εἰς τό ἔργον Αὐτοῦ. […] δέν εὑρέθη ἄλλο τοιοῦτον ἐξιλαστήριον θῦμα καί ἀντάλλαγμα εἰμή ἡ Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, τοῦ τελείως ἀθώου δηλαδή καί ἀναμαρτήτου ἀνθρώπου, ἐν ὦ, προσέτι, θά ἐνώκει ὁ “ἐν μορφῇ Θεοῦ ἀνάρχως ὑπάρχων” (πρός Φιλιππ.Β΄6) αἰώνιος Λόγος - Θεός. Ὁ Θεάνθρωπος! Διότι μόνον τοιαύτη θυσία θά ἦτο δυνα­τον νά ἐξευμενίσῃ πλήρως τόν οὕτω πως προσβληθέντα! καί ἐξοργισθέντα! Θεόν. Ἡ θυσία δηλαδή τοῦ Θεανθρώπου!»[16]. Ο Θεός κατέστησε τον Μονογενή και αγαπητό Του Υιό, εξιλαστήριο θύμα της οργής Του! Προφανώς χειρότερη διαστροφή της περί Θεού αντιλήψεως δεν θα μπορούσε να υπάρξει! Εκτείνοντας το παράλογο αυτής τα πλάνης θεωρούμε πως, εφόσον ο Υιός είναι ενωμένος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ως μία ουσία, ο Θεός «θυσίασε» εν τέλει τον ίδιο τον εαυτό Του, προκειμένου να κατευνάσει την οργή Του! Ο Θεός έπεσε θύμα του ιδίου του εαυτού Του, για να ικανοποιήσει ένα φρικτό πάθος Του!

Αυτόν το αλλόκοτο και σαδιστή «Θεό» απέρριψε ο δυτικός κόσμος, προτιμώντας τον αγνωστικισμό και προωθώντας την σύγχρονη αθεΐα! Μάλιστα ο Νίτσε, μέσα στον αθεϊστικό του παραλογισμό, πρόβαλλε και μια αναντίρρητη φρικτή πραγματικότητα, τον «θάνατο» του Θεού από την δυτική οιστρηλατημένη νοησιαρχία και την δημιουργία ενός θλιβερού ειδώλου Του, «κατ’ εικόνα και ομοίωση» του αιρετικού αλλοτριωμένου, από τον φραγκισμό, ευρωπαίου ανθρώπου.  Αυτή είναι άλλωστε και η κύρια αιτία της πνευματικής, ηθικής και κοινωνικής αποστασίας των νεωτέρων χρόνων του δυτικού Χριστιανισμού, από την αυθεντικότητά του! Και ας μην ψάχνουμε λοιπόν αλλού τις αιτίες της σύγχρονης πολύπλευρης κατάπτωσης!

Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας εκφράζοντας την εξής εύλογη απορία: Γιατί δεν αποτέλεσε και αυτή η φρικώδης παπική πλάνη αντικείμενο συζήτησης στους μικτούς θεολογικούς διαλόγους Ορθοδόξων – Ρ/Καθολικών; Διερωτόμαστε: οι ορθόδοξοι συμμετέχοντες σ’ αυτούς δεν θεωρούν απαραίτητο να τεθεί και αυτή η σοβαρή πλάνη στο τραπέζι των συζητήσεων; Είναι δυνατόν ποτέ να δεχτούμε «ένωση» με τους παπικούς, αποδεχόμενοι (και) αυτή την κακοδοξία, η οποία στρεβλώνει, όπως προαναφέραμε, ριζικά την περί Θεού και Θείας Οικονομίας βιβλική και πατερική διδασκαλία;

Ευχόμαστε στου αγαπητούς αναγνώστες μας καλή και ευλογημένη Μεγάλη Εβδομάδα, καλό και ευλογημένο Πάσχα!

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης