Η  πλειοψηφούσα ενυπόστατη Αλήθεια

21 Φεβρουαρίου 23:01
26
ΦΩΤΟ: ΕΟΔ ΦΩΤΟ: ΕΟΔ

(Βιβλιοκριτική αναφορά στο πόνημα του καθηγητή Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας Α.Π.Θ., Ιωάννη Κουρεμπελέ, «Η πλειοψηφία του Ενός», εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2024, σελίδες: 247)

Υπό του Βασιλείου Ι. Τουλουμτσή

υπ. δρ. Τομέα Πατερικών Σπουδών, Ιστορίας Δογμάτων και Συμβολικής,

Θεολογική Σχολή Ε.Κ.Π.Α.

«…Ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ιω. 17,2).

Στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού, δύο από τα σημεία που κυριαρχούν είναι τα εξής: α. ότι η αιώνιος ζωή δεν είναι μία αφηρημένη μεταφυσική κατάσταση αλλά συγκεκριμένα η εν Χριστώ γνώση του τριαδικού Θεού, και β. ότι τα ρήματα του Χριστού διακρίνουν τους ανθρώπους σε αυτούς, που ναι μεν ζουν στον κόσμο αλλά «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί», και σε αυτούς που, όντες ταυτισμένοι με τον κόσμο και τα χαμερπή φρονήματά του, μισούν τους πρώτους (ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου). Η αναφερόμενη διάκριση στο στοιχείο β΄, έχει την αντίστοιχη επίπτωση και επί του στοιχείου α΄, διότι το διακύβευμα είναι αυτή ακριβώς η αυθεντικότητα της αγιοπνευματικής ζωής, την οποία επιχειρεί να διαφθείρει η παρυπόσταση της διαφθορικής και μη αληθεύουσας ζωής, προβαλλόμενη μάλιστα με θεολογίζων ένδυμα.

Το πόνημα του καθ. Ι. Κουρεμπελέ εκτείνεται σε επτά (7) κεφάλαια -ενότητες. Ο συνεκτικός άξονας που διαπερνά και ενοποιεί όλα τα κεφάλαια μεταξύ τους, είναι ο κριτικός θεολογικός λόγος του συγγραφέα, απέναντι σε όσα θεολογικώς βλάσφημα και επιστημονικώς μετέωρα ειπώθηκαν και υποστηρίχθηκαν κατά την περίοδο κυριαρχίας της ασθένειας covid-19 και του θρησκειοποιημένου κορονοϊού (σελ. 75), όχι από τους γνωστούς δημοσιολογούντες, οι οποίοι εκφέρουν γνώμη -δίχως προφανώς να ερωτηθούν- επί παντός επιστητού, αλλά από ανθρώπους που έχουν ως επιστημονικό αντικείμενο την επιστήμη της θεολογίας, είτε στο ακαδημαϊκό μετερίζι, είτε στην πρακτική-ποιμαντική της έκφραση κατά την λειτουργική-μυστηριακή ζωή, απολυτοποιώντας το αποκομμένο σπάραγμα της μερικής γνώσης. Προς τούτο αξιοποιεί το ποιητικό και λογοπλαστικό του τάλαντο, το οποίο φέρει έντονα υφολογικά χαρακτηριστικά από έργα του Ρωμανού του Μελωδού, τον οποίο άλλωστε έχει ερευνητικά μελετήσει. Με τον ερανισμό διαφόρων εκφραστικών διατυπώσεων του συγγραφέα, ως «δομικών υλικών», θα επιχειρηθεί να δομηθεί το παρόν κείμενο, προκειμένου να διατηρηθεί -αν και όσο είναι δυνατόν- η έμπονη θεολογική του (δια)μαρτυρία και ο ζωντανός παλμός που υφίσταται πρωτογενώς στο βιβλίο, από το κράμα ενός συνειδητού ορθοδόξου χριστιανού και σοβαρού θεολόγου επιστήμονα, που δεν φτιάχνει αφηγήματα για πλατείες αλλά καταθέτει συμπεράσματα κοπιώδους έρευνας επί των κειμένων.

Την συγκεκριμένη περίοδο και υπό τις διαμορφωθείσες συνθήκες εμφανίστηκαν εκ νέου, όπως το πράττουν πάντοτε δοθείσης ευκαιρίας, οι συνήθεις ύποπτοι, οι οποίοι με το προλογικό «η Εκκλησία οφείλει να…», επιχειρούν να καταστούν οδοδείκτης και πυξίδα της Εκκλησίας, όμως άνευ Πηδαλίου, με αποτέλεσμα τα βράχια των αδιέξοδων προτάσεών τους να μην αργούν να εμφανιστούν. Οι εν λόγω κράχτες της ειδωλικής ζωής και του διαβρωμένου βίου ονομάζονται από τον συγγραφέα «ορθοδοξίτες, ηδονοδοξίτες, ευχαριστιομάχοι και Λαβιδομάχοι», αναλόγως της διαφθοράς που επιχειρούν να καταφέρουν ως «παραλειτουργοί της θεο-εμπορίας και του συστήματος εκμετάλλευσης της θρησκευτικής ανάγκης» (σελ. 20 και 63), το οποίο σαφώς διαφοροποιείται από τον σωτηριώδη χαρακτήρα της Εκκλησίας ως Κοινωνίας Θεώσεως. Διαχρονικά, άλλωστε, οι επικίνδυνοι εχθροί του «Θεανδρικού Σώματος», τους οποίους ο Χρυσόστομος ονομάζει «περιγελαστές της αληθείας» (σελ. 143), δεν ήταν οι απέξω, αλλά οι «έσωθεν πολέμιοι της Ορθοφωνίας που… μιλούν πάρα πολύ και δυνατά, χωρίς όμως να λένε κάτι» (σελ. 24), σε ευθεία αντίθεση με την πραγματική επιστήμη, η οποία ως όντως ησυχαστική επιστήμη «δεν κάνει θόρυβο…» (σελ. 38). Αλγεινές οι αναμνήσεις των «ειδικών» θεολογούντων, που από κοινού με τους έτερους «ειδικούς» του χώρου της ιατρικής, «ἑκόντες ἐκακούργουν». Ως περιφερόμενοι τηλεαστέρες στα πρωινάδικα (και όχι μόνον), λίγο πριν τις αστρολογικές προβλέψεις, υπέτασσαν «την θεολογία στην ιολογία» (σελ. 41), ενώ εμφανίζονταν να μιλούν για την ανάγκη κατάργησης της αγίας λαβίδας και επιστροφής σε παλαιές μεθόδους μετάληψης, οι οποίες εξασφαλίζουν την ιδιωτικότητα και την μη μετάδοση ασθενειών, καθώς επίσης και την ανάγκη παύσης των λατρευτικών συνάξεων χάριν της «αγάπης του αδελφού». Δόξα τω Θεώ όμως που έστω και ως αλγεινές, κατατάχθηκαν ευθύς εξαρχής στο επίπεδο των αναμνήσεων, με τις οποίες ούτε η λήθη επιθυμεί να ασχοληθεί, ενώ οι συνειδητοί χριστιανοί ήξεραν και άκουγαν τους όντως ειδικούς επί του θέματος, τους αληθείς φορείς της εκκλησιαστικής παράδοσης. Το «ψευδερώτημα, λοιπόν, Ιησούν ή Βαραββάν παραμένει διαχρονικό και παράγεται συνεχώς και φιλοκερδώς στα θρησκειοειδωλικά εργοτάξια» (σελ. 119).

Και ενώ η Αλήθεια έχει αποκαλυφθεί και έχει παραδοθεί ενυποστάτως από τον ένσαρκο Θεό Λόγο, εν τούτοις οι ορθοδοξίτες συνεχώς και διαχρονικώς ανακαλύπτουν μία άλλη βολικότερη αλήθεια, ενάντια στην αληθεύουσα ζωή και διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία, επειδή ακριβώς τους βολεύει, ταυτοχρόνως τους γοητεύει, δίνοντάς τους ευκαιριακά εκ νέου την δυνατότητα να ζητιανέψουν likes (σελ. 25). Έτσι όμως μεταποιούν κάθε φορά την Αλήθεια από αποκαλυπτική σε ανακαλυπτική (σελ. 76) και «μόδα που συνεχώς παλιώνει» (σελ. 234), επιχειρώντας να στριμώξουν στα ασφυκτικά όρια της εμπαθούς ιδιωτικής τους θεολόγησης, μόνον όση αλήθεια βολεύει στην περίσταση. Και παρότι η αλήθεια ασφυκτιά,  οι ίδιοι διαπρυσίως κηρύττουν την «ελευθερία του προσώπου», επικαλούμενοι «την ανοχή και την κατάφαση της ποικιλίας των προτιμήσεων, της ελευθερίας των επιλογών, της διαφορετικότητας των ωφελιμιστικών προκρίσεων και ειδωλικών ψευδαπολαύσεων» (σελ. 58), επιχειρώντας εις μάτην να θεσμοθετήσουν την προσωπική τους απιστία ως πίστη της Εκκλησίας.

Παρατηρώντας κανείς τον πάγιο τρόπο, βάσει του οποίου ενεργούν οι διαφθορείς της αλήθειας διαχρονικά, ήδη από τότε που ανοικτά ονομάζονταν αιρετικοί ενώ σήμερα καμουφλαρίστηκαν ως «διαφορετικοί», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η μεταπατερικότητα συνδέεται στην πράξη με την προσπάθεια να πεισθούν οι βαπτισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί να μην αγαπούν το αγιακό παρελθόν και παρόν τους» (σελ. 50). Ίσως διότι το αγιακό πλαίσιο ελέγχει και πιστοποιεί το επίπεδο της διαφθοράς και της διαβρωτικότητας της ηδονοθηρικής ζωής, η οποία όμως ως παρά φύσιν κατάσταση που γεννά την πολύπτυχη ειδωλολατρία, αποδεικνύεται ως αλγοφόρος. «Το εν λόγω πάθος εκδηλώνεται ως εξής: όσο αποτυγχάνει ο άνθρωπος στην κτήση της ηδονής τόσο αυξάνεται το άλγος για τη μη απόκτησή της» (σελ. 38), ανατρέποντας έτσι ακόμη και τους όρους του μανιχαϊσμού. Ο «νεομανιχαϊσμός σήμερα είναι αντίστροφος του αρχαίου όσον αφορά στην πρόταξη της ύλης επί του πνεύματος…σήμερα κυριαρχεί ο ματεριαλιστικός ηδονισμός» (σελ. 59), ο οποίος προτάσσει ηδονολατρικά και κατεξοχήν την ύλη, το σώμα και τις επιταγές του παθητικού μέρους της ψυχής. Γι’ αυτό και κατά τον Κουρεμπελέ ο ευδαιμονισμός κατ’ ουσίαν αποτελεί συνθηκολόγηση με τον θάνατο (σελ. 73).

Το πλέον οξύμωρο και αντινομικό στοιχείο της συγκεκριμένης περιόδου αποτέλεσε το γεγονός ότι οι κατεξοχήν αντι-ευχαριστιακοί ζηλωτές,  ήταν όσοι, μέχρι πρότινος, είχαν επιδοθεί σε πληθώρα ευχαριστιολογικών γραφών, ταυτίζοντας μάλιστα απόλυτα Ευχαριστία και Εκκλησία. Κάποιοι εξ’ αυτών, πάνω σε αυτό ακριβώς το θεμέλιο, κυριολεκτικά έκτισαν καριέρες, διαιρώντας όμως την ευχαριστία από το Υποκείμενο αυτής. Γι’ αυτό άλλωστε και την δεδομένη στιγμή αρνήθηκαν μονομιάς το παρελθόν τους για «χάρη του αδελφού», παρουσίασαν το Ποτήριο «φθοροποιό» (σελ. 78), και την πίστη στα θεοποιά μυστήρια της Εκκλησίας ως σακραμενταλιστική θεώρηση. Και παρότι «διαλαλούν ότι θα ενώσουν την οικουμένη» (σελ. 227) πρότειναν να διαιρεθεί η μετάληψη των Δώρων, ενώ «όφειλαν να δείξουν ότι στο Άγιο Ποτήριο μετέχεται ο ίδιος ο νικητής του θανάτου (σελ. 44). Εύλογα όμως γεννάται το ερώτημα: «Μπορεί να ενώσει την ανθρωπότητα ένα τέτοιο ποτήριο;» (σελ. 78) δηλ. μη θεανδρικό ποτήριο; Λόγω ανωτέρας βίας ο ορθοδοξίτης λησμόνησε την περί του άλλου «αγαπηστική αλλολογία, την οποία πούλησε άφθονα έως τώρα με το αζημίωτο» (σελ. 83).

Αν αποτελεί εκκλησιολογική έκπτωση η μετάβαση από την υπερεθνική τετραρχία (πρώην πενταρχία) στις εθνικές εκκλησίες, καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει η μετάλλαξη από εθνική σε κρατική εκκλησία, στην οποία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ορίζει τι είναι αμαρτία και τι όχι, αποφαίνεται για το αν είναι απαραίτητο να εισαχθεί η μέθοδος με πολλά κουταλάκια μιας χρήσης (sic), «προστάζοντας στους πιστούς να ζήσουν (και) δίχως το ζωοποιό Ποτήριο» (σελ. 84), και πολλά άλλα που φανερώνουν τι σημαίνει σε μια εκκλησία «να περικλειστεί στο πολιτικοθρησκευτικό πλαίσιο ως παραδομένη στα χέρια εξουσιαστών του Θεού. Αφού παρουσίασαν την “Ορθοδοξία” ως αμέτοχη στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, αφού μηδένισαν την Αειπαρθενία της ξενοτρόφου Θεοτόκου και την ασκητική υπόσταση της όντως Ορθοδοξίας που είναι εμβάπτιση στην όντως χαρά, οι ηδονόδοξοι…θεωρούν ότι η Ευχαριστία ηττήθηκε και χρειάζεται τη βοήθειά τους…:Ο Χριστός πέθανε και τον τάφο του τον ασφαλίσαμε τώρα καλά εμείς» (σελ. 123). Το νεκροφόρο ποτήριο όμως δεν ανήκει στην Εκκλησία, ούτε βεβαίως και όσοι βλέπουν «νεκρό Χριστό». Οι ανωτέρω θεωρήσεις αποτελούν στοιχεία «τελετουργικού μονοφυσιτισμού» (σελ. 207), στον οποίο πρωταγωνιστεί μία αθέωτη ανθρώπινη φύση, κεχωρισμένη της θεότητας και ως εκ τούτου ευάλωτη και εκτεθειμένη στην διαφθορά, στην ισχύ του θανάτου και στην κυριαρχία του φόβου.

Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας την προτροπή του Χριστού προς τις Μυροφόρες «Μή φοβῆσθε», αναφέρει πως «πρότερον αὐτάς ἀπαλλάττει τοῦ δέους, καί τότε διαλέγεται περί τῆς ἀναστάσεως…», πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να συνταιριαχθούν φόβος και αναστάσιμο ήθος. Ασφαλώς και δεν είναι συμπτωματική η αναφορά του ότι «τῷ γὰρ σαββάτῳ προσελθόντες ᾐτήσαντο παρὰ τοῦ Πιλάτου τὴν κουστωδίαν, καὶ ἐφύλαττον· τὴν δὲ πρώτην νύκτα οὐδεὶς τούτων τῷ τάφῳ παρῆν». «Το ζήτημα των εχθρών της Ανάστασης είναι, καθώς φαίνεται, η τρίτη ημέρα» (σελ. 141), και προς τούτο επιτελέσθηκε μία καλή συνεργασία μεταξύ της εξουσίας του Πιλάτου και των πρόθυμων υποτελών εντολοδόχων. Ίσως αυτό θα έπρεπε να προβληματίσει, ως προς το εάν υφίσταται όντως αναστάσιμο ήθος, σε όσους αυτοπροβλήθηκαν και αυτοπροβάλλονται ως «φορείς του μηνύματος της Ανάστασης» και μόνον. Δεν είναι σπάνιο, το να χαρακτηρίζεται ως εκκλησιαστικό φρόνημα ένας αφηρημένος θρησκευτικός ακτιβισμός, επενδυμένος, ωριγενιστικώ τω τρόπω, με στοιχεία Ανάστασης και Εσχάτων, τη στιγμή μάλιστα που «η πραγματική Ορθόδοξη Εσχατολογία είναι η ασκητική διαδρομή που δεν υποτάσσεται στη σκιώδη παρύπαρξη του κακού» (σελ. 168) και ως τέτοια «γίνεται εμπειρία Θεομεθεξίας» (σελ. 166), «έτσι που να μην υπάρχουν χάσματα μεταξύ πρωτολογίας και εσχατολογίας» (σελ. 165). «Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Ιω. 17,24). Αυτό και μόνο αποδεικνύει περίτρανα ότι «ο προορισμός του ανθρώπου είναι αυτό που γίνεται προ καταβολής κόσμου» (σελ. 217), γεφυρώνοντας το χάσμα που δημιουργεί η επίπεδη χρονική θεώρηση των εσχάτων απλώς ως μεταϊστορικό μέλλον που έρχεται και εισέρχεται στην ιστορία. «Διά της ενότητας του χρόνου στην υπόσταση του Θεού είναι ο ίδιος ο Θεός που αγαπά τον άνθρωπο σήμερον διά της σαρκώσεώς του, του σταυρού, της αναστάσεως και της δευτέρας παρουσίας του» (σελ. 179).

Όλα τα ανωτέρω, τα οποία δυστυχώς δεν αποτελούν σενάρια φαντασίας αλλά πράγματα που ζήσαμε και ζούμε εν μέρει έως και σήμερα, δείχνουν το πόσο εύκολη είναι η έκπτωση της αγιακής ζωής σε μία «εξουσιοκρατική εκκλησιολογία» (σελ. 202), στην οποία οι λειτουργοί γίνονται «αντιευχαριστιακά μεσάζοντες παραλειτουργοί ενός φολκλορικού-θρησκευτικού συστήματος» (σελ. 203), «υπηρέτες χωρίς εν Χριστώ μετάνοια, αλλά με εδαφιαίες γονυκλισίες των υφισταμένων υπηρετών ενώπιον των θρησκευτικών τους εξουσιαστών. Στο σύστημα αυτό οι σημερινοί υπηρέτες είναι οι αυριανοί εξουσιαστές» (σελ. 235), οι οποίοι, πνίγοντας με φθόνο «κάθε έγκυρη κριτική στον δογματισμό τους» (σελ. 189), συντηρούν τον ψευδοπροοδευτικό παραφονταμενταλισμό. Και παρότι οι εν λόγω ειδικεύονται στην αποδοχή του άλλου και της εν γένει ετερότητας, υπάρχει μία και μοναδική εξαίρεση· αυτή η ετερότητα να μην  στέκεται κριτικά στα αφηγήματά τους, προκειμένου να μην φανερώνεται η ανεπάρκειά τους. «Με πρόσχημα την εναντίωση στον κατασκευασμένο φονταμενταλισμό λειτουργούν ως παραφθορά των παραδεδομένων εκκλησιαστικών δογμάτων και των θεολογικών επιστημονικών πραγμάτων» (σελ. 189). Γι’ αυτό άλλωστε και η μετάνοια «ως πράξη ζωής είναι η όντως αντιεξουσιαστική πράξη του εν Χριστώ ευχαριστιακού ανθρώπου» (σελ. 209), που προβάλλει τον δεδομένο αρραγή σύνδεσμο μεταξύ δόγματος και ήθους.

«…Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ιω. 17, 7-11).

«Αυτό είναι πράγματι η ποιοτική βίωση της πλειοψηφίας του Ενός από τον άνθρωπο, ο οποίος στη γεύση της δεν φοβάται τις ποσοτικές πλειοψηφίες του κόσμου τούτου» (σελ. 237).

Θερμά συγχαρητήρια στον καθ. Ι. Κουρεμπελέ για την παρρησία και την επιστημονική του συνέπεια.

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης