Δυο διηγήματα για τα Χριστούγεννα…
Δυο διηγήματα που θα μας προβληματίσουν για τον τρόπο που γιορτάζουμε στη σύγχρονη εποχή την Δεσποτική γιορτή των Χριστουγέννων
Τα Πτερόεντα Δώρα τουΑλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.
Η προετοιμασία μας για τα Χριστουγεννιάτικα δώρα…
Άγγελος Κυρίου στάλθηκε την παραμονή Χριστουγέννων στην Αθήνα να προσφέρει απλόχερα Θεία δώρα στους ανθρώπους. Ο θείος άγγελος, αρχικά ευλογούσε από ψηλά, δοξολογώντας το Θεό, που καταδέχτηκε να ενανθρωπίσει σε μια ταπεινή φάτνη για να λυτρώσει την ανθρωπότητα. Ο άγγελος πίστευε ότι οι άνθρωποι, την γιορτή των Χριστουγέννων, θα ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι να δεχτούν τα θεία δώρα που τους έφερνε. Στο ένα χέρι του ο άγγελος κρατούσε το θεϊκό Φως του Λόγου, στο άλλο χέρι την επίγνωση της πεπερασμένης- πεπτωκυίας ανθρώπινης φύσης, ενώ απ’ το στόμα του ανάβλυζε αναζωογονητική πνοή Αγαθοσύνης.
Ο άγγελος βρέθηκε στη μεγάλη πλατεία της Αθήνας, έτοιμος να χαρίσει τα πνευματικά δώρα. Εκεί είδε όμως νεαρούς να διακινούν ψυχοδραστικές ουσίες, να μιλούν ασυνάρτητα, να ξαπλώνουν στη μέση του δρόμου, να δημιουργούν συμμορίες, να μην μπορούν να ελέγξουν τα νεύρα τους, να απειλούν περαστικούς, να απορρίπτουν αυστηρά κάθε μορφή βοήθειας, πλην της χρηματικής και να καταριούνται τους πάντες και τα πάντα για την κατάστασή τους. Ο άγγελος θλιμμένος, πήρε τα πολύτιμα δώρα του και πέταξε γι’ αλλού.
Πιο κάτω, είδε πολύ κόσμο μαζεμένο έξω από ένα κατάφωτο μαγαζί με τεράστιες οθόνες που έδειχναν συνέχεια αριθμούς να μεταβάλλονται. Κατέβηκε πρόσχαρα. Παρατήρησε, ωστόσο, τους ανθρώπους αδιάφορους για καθετί πνευματικό. Μέσα σε πυκνά σύννεφα καπνού έπαιζαν μανιωδώς τυχερά παιχνίδια, στοίχημα, κίνο, τζόκερ, προ-πό, το πρωτοχρονιάτικο λαχείο, που δίνει εκατομμύρια και θα τους κάνει να μην ξαναδουλέψουν στη ζωή τους ποτέ πια! Οι άνθρωποι αυτοί δεν καταλάβαιναν ότι το πρώτο λαχείο, το είχαν ήδη κερδισμένο, αφού ήταν υγιείς και μπορούσαν να σκεφτούν λογικά, αν βέβαια ήθελαν. Ο άγγελος στενοχωρημένος πήρε πάλι τα δώρα του, τανύοντας τις μεγάλες φτερούγες του και πέταξε για αλλού.
Έψαξε σημεία με πολύ κόσμο, ώστε τα δώρα του να τα γευτούν όλοι. Πήγε σε κέντρο διασκέδασης που οι άνθρωποι έκαναν ρεβεγιόν ανήμερα Χριστουγέννων. Θα άκουγαν τον διάσημο τραγουδιστή, θα ξόδευαν μια περιουσία για να πιούν και να παραγγείλουν, επιδεικνύοντας την οικονομική τους άνεση. Τα ποτά έρρεαν άφθονα, τα πανέρια με τα λουλούδια «έλουζαν» τις γυναικείες παρουσίες για το ξεφάντωμα μέχρι πρωίας. Οι θαμώνες έπιναν και έτρωγαν μέχρι απόλυτου κορεσμού. Σίγουρα θα κατέληγαν οινοβαρείς σπίτι τους, χωρίς να έχουν κάνει ούτε μια φορά το Σταυρό τους για να ευχαριστήσουν τον Κύριο για την θυσία της ενανθρώπισής Του. Μερικοί ήταν έτοιμοι να πιάσουν -σε αυτή την κατάστασή τους- και τιμόνι, χωρίς να υπολογίσουν ούτε τη δική τους ζωή, ούτε των συνανθρώπων τους… Ο άγγελος δάκρυσε, πήρε τα δώρα και ήταν έτοιμος ν’ ανέβει στον ουρανό και να τα επιστρέψει στην Άγια φάτνη, απ’ όπου και τα είχε πάρει.
Τότε, ο άγγελος είδε ένα κοριτσάκι, που στάθηκε τελευταίο σε μια «ουρά» ανθρώπων, η οποία έμπαινε σ’ ένα σπιτάκι δίπλα από μια εκκλησία, στο Νέο Ηράκλειο Αττικής. Ήταν η ενοριακή «τράπεζα αγάπης» της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που πρόσφερε φαγητό σε όποιον έχει ανάγκη, Έλληνα ή ξένο, χριστιανό ή αλλόθρησκο, καλοντυμένο ή φτωχοντυμένο, χωρίς να ζητά έγγραφα και διαβεβαιώσεις. Ο άγγελος κατήλθε με βιάση. Είδε ανθρώπους χαρούμενους και γελαστούς να διακονούν εθελοντικά στο μαγειρείο, ετοιμάζοντας φαγητό για τους άπορους αδερφούς τους, με αγάπη και νοιάξιμο. Οι άνθρωποι, έπαιρναν τα πλαστικά μπολ, που ξεχείλιζαν από καλομαγειρεμένο φαγητό και από αγάπη, έλεγαν εγκάρδια τις ευχές τους, «Χριστός ετέχθη» και έφευγαν, δοξολογώντας τον Θεό. Ο παπά- Τέρτιος φρόντιζε καθημερινά να έχουν φαγητό και οι 300 άνθρωποι, που το είχαν ανάγκη. Ο άγγελος άφησε χαρούμενος εκεί τα τρία Άγια δώρα του, ευλόγησε και με τα δυο του χέρια και ανέβηκε δοξολογώντας στην ουράνια αψίδα…
Читайте также
Η Γέννηση του Ήλιου της Δικαιοσύνης
Απάνθισμα του Λόγου «εἰς τὸ γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Πως θα βοηθήσω το παιδί να θυμάται τα μαθήματα του σχολείου;
Ισχύει σήμερα το παιδαγωγικό αξίωμα: Επανάληψη μητέρα της μάθησης;