Σεραφείμ Ρόουζ: Β’ ΜΕΡΟΣ 2ης Διάλεξης – Ο Μεσαίωνας

10:42
28
Φωτογραφία: Αρχείο ΕΟΔ Φωτογραφία: Αρχείο ΕΟΔ

Μια σειρά διαλέξεων για την πνευματική ιστορία της νεότερης εποχής, δηλαδή από την εποχή του Σχίσματος της Ρώμης και εξής.

Β’ ΜΕΡΟΣ της 2η Διάλεξη του Σεραφείμ Ρόουζ Σχολαστικισμός

Ο καημένος ο Θωμάς Ακινάτης[1] έχει δεχθεί τόσο πολλή κριτική από εμάς τους Ορθόδοξους, που θα έπρεπε πραγματικά να τον διαβάσουμε για να δούμε τι λέει ο ίδιος· διότι, ακόμη και μια μικρή ανάγνωση αποκαλύπτει ξεκάθαρα την υποκειμενική κοσμοθεωρία του: τι είδους ερωτήσεις θέτει, πώς τις απαντά, και ποιο είναι το σχήμα της συλλογιστικής του. Έχει βέβαια ένα τεράστιο έργο, νομίζω πως ολόκληρο υπάρχει πια στα αγγλικά, σε περίπου είκοσι τόμους, τη Summa Theologica, όπου υποτίθεται ότι περιλαμβάνονται όλα όσα πρέπει να γνωρίζει ο άνθρωπος: για τον Θεό, τον άνθρωπο, τον διάβολο, τον κόσμο, το τέλος του κόσμου, την αρχή του κόσμου, τα πάντα. Και τα έχει όλα διαιρεμένα σε διάφορα «ζητήματα» και κατηγορίες.

Και εδώ είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο συλλογίζεται. Ρωτά, για παράδειγμα, την ερώτηση:

«Είναι ο διάβολος άμεσα η αιτία της αμαρτίας του ανθρώπου;»

Ξέρουμε πως ο διάβολος ενεργεί πάνω μας και ότι ο άνθρωπος πέφτει στην αμαρτία· και αυτός θέτει κάθε λογής ερωτήματα για το πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό. Γι’ αυτό λοιπόν ρωτά συγκεκριμένα αν ο διάβολος είναι άμεσα η αιτία της αμαρτίας του ανθρώπου. Ένας Ορθόδοξος συγγραφέας θα έλεγε απλά: Φυσικά πρέπει να αγωνιστούμε· ο διάβολος προσπαθεί να μας δελεάσει, αλλά δεν μπορούμε να πειραστούμε πέρα από τη δύναμή μας. Έχουμε πολλά κείμενα που το δείχνουν αυτό: Αγίους Πατέρες, Αγία Γραφή κ.λπ. Θα επιχειρήσουμε τώρα μια συστηματική προσέγγιση στο ερώτημα.

Πρώτα απ’ όλα, στη μέθοδο του Σχολαστικισμού πρέπει να υπάρχουν αντιρρήσεις· όπως ακριβώς στη διαδικασία αγιοκατάταξης υπάρχει ο “συνήγορος του διαβόλου”, ο οποίος συγκεντρώνει κάθε αρνητικό στοιχείο για τον υποψήφιο άγιο, ακόμη και επινοεί πράγματα, προσπαθώντας να επιβληθεί επί των αποδείξεων. Και με αυτόν τον τρόπο, υποτίθεται ότι, έχοντας και τα υπέρ και τα κατά, θα είσαι αντικειμενικός και θα φτάσεις τελικά στην αλήθεια.

Έτσι, έχουμε την

«Αντίρρηση Πρώτη: Φαίνεται ότι ο διάβολος είναι άμεσα η αιτία της αμαρτίας του ανθρώπου».

Την παραθέτει επειδή είναι ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που ο ίδιος θέλει να αποδείξει.

«Διότι η αμαρτία συνίσταται άμεσα σε μια πράξη της επιθυμίας· αλλά ο Ιερός Αυγουστίνος λέει ότι ο διάβολος εμπνέει στους φίλους του κακές επιθυμίες· και ο Βέδας[2], σχολιάζοντας αυτό, λέει ότι ο διάβολος τραβά τον νου προς κακές επιθυμίες. Και ο Ισίδωρος[3] λέει ότι ο διάβολος γεμίζει τις καρδιές των ανθρώπων με κρυφές ηδονές. Άρα ο διάβολος είναι άμεσα η αιτία της αμαρτίας».

Φυσικά, όλα αυτά μπορούν εύκολα να απορριφθούν, διότι παραθέτει ανθρώπους που ποτέ δεν εννοούσαν αυτά που ο “αντιρρησίας” θέλει να τους αποδώσει. Βλέπετε λοιπόν ήδη ότι πρέπει κανείς να κάνει λογικές ακροβασίες και να κατασκευάσει μονόπλευρα επιχειρήματα. Κι όμως το επιτρέπει· τα εντάσσει ως “επιχειρήματα” ώστε να τα αντικρούσει.

Ύστερα παρουσιάζει μια δεύτερη αντίρρηση:

«Αντίρρηση Δεύτερη: Επιπλέον, ο Ιερώνυμος[4] λέει ότι όπως ο Θεός είναι ο τελειωτής του καλού, έτσι και ο διάβολος είναι ο τελειωτής του κακού. Αλλά ο Θεός είναι άμεσα η αιτία των καλών μας έργων· άρα ο διάβολος είναι άμεσα η αιτία των αμαρτιών μας».

Είναι πολύ “λογικό”: από τη μία ο Θεός· αλλά, βέβαια, εμείς οι ίδιοι κάνουμε καλό με τη δική μας θέληση, πέρα από τη βοήθεια του Θεού. Άρα το επιχείρημα είναι παράλογο.

Αλλά συνεχίζει σε μια τρίτη αντίρρηση:

«Αντίρρηση Τρίτη: Επιπλέον, ο φιλόσοφος» («φιλόσοφος» είναι η μεγάλη αυθεντία, ο Αριστοτέλης[5]) «λέει σε ένα κεφάλαιο των Ηθικών: “Πρέπει να υπάρχει κάποια εξωτερική αρχή της ανθρώπινης βουλής.” Τώρα, η ανθρώπινη βουλή αφορά όχι μόνο τα καλά, αλλά και τα κακά. Άρα, όπως ο Θεός κινεί τον άνθρωπο να λάβει καλή βουλή και έτσι είναι άμεσα η αιτία του καλού, έτσι και ο διάβολος τον κινεί να λάβει κακή βουλή και επομένως είναι άμεσα η αιτία της αμαρτίας».

Και τώρα πρόκειται να τα παραμερίσει όλα και να παρουσιάσει την “αλήθεια”. Λέει λοιπόν:

«Αντιθέτως, ο Αυγουστίνος αποδεικνύει ότι τίποτε άλλο παρά μόνο η δική του θέληση δεν κάνει τον νου του ανθρώπου δούλο της επιθυμίας του. Τώρα, ο άνθρωπος δεν γίνεται δούλος της επιθυμίας του παρά μόνο μέσω της αμαρτίας· άρα η αιτία της αμαρτίας δεν μπορεί να είναι ο διάβολος, αλλά μόνο η θέληση του ανθρώπου».

Και τότε δίνει την απάντησή του:

«Απαντώ ότι η αμαρτία είναι πράξη· και έτσι κάτι μπορεί να είναι άμεσα η αιτία της αμαρτίας με τον ίδιο τρόπο που κάποιος είναι άμεσα η αιτία μιας πράξης· και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν κινήσει την οικεία αρχή της πράξης να ενεργήσει. Τώρα, η οικεία αρχή μιας αμαρτωλής πράξης είναι η θέληση, αφού κάθε αμαρτία είναι εκούσια. Επομένως, τίποτε δεν μπορεί να είναι άμεσα η αιτία της αμαρτίας παρά μόνο εκείνο που μπορεί να κινήσει τη θέληση να ενεργήσει».

Και σε όλα αυτά δεν υπάρχει ούτε ένας Πατέρας· είναι καθαρά η δική του λογική απόδειξη, Α-Β-Γ, συλλογιστική λογική.

«Τώρα, η θέληση, όπως είπαμε πιο πάνω, μπορεί να κινηθεί από δύο πράγματα: πρώτο, από το αντικείμενό της, καθόσον το αντιληπτό επιθυμητό λέγεται ότι κινεί την επιθυμία· και δεύτερο, από τον παράγοντα που κινεί εσωτερικά τη θέληση να θελήσει, και αυτός δεν είναι άλλος παρά είτε η ίδια η θέληση είτε ο Θεός, όπως δείξαμε παραπάνω. Τώρα, ο Θεός δεν μπορεί να είναι η αιτία της αμαρτίας, όπως ειπώθηκε· επομένως, έπεται ότι ως προς αυτό, μόνο η θέληση του ανθρώπου είναι άμεσα η αιτία της αμαρτίας», κ.ο.κ.

Ο Ακινάτης συνεχίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο και απαντά στις αντιρρήσεις, δείχνοντάς μας ότι προσπαθεί να «τεμαχίσει» ένα ζήτημα που στην πραγματικότητα είναι πολύ απλό: πώς ενεργεί η αμαρτία μέσα μας. Οι Άγιοι Πατέρες δεν το προσεγγίζουν έτσι· δεν κόβουν το θέμα σε κομμάτια. Σου δίνουν συνολικά την απάντηση για το πώς αμαρτάνει ο άνθρωπος, χωρίς να χρειάζεται να χωριστεί σε επιμέρους απορίες· διότι είναι ζήτημα υπαρξιακό, καίριο για τη ζωή μας. Πρέπει να γνωρίζουμε πώς εργάζεται η αμαρτία και με ποιον τρόπο ο διάβολος επιδρά πάνω μας. Όταν όμως τα διαμελίζεις σε μικρές λογικές μονάδες, μένεις ικανοποιημένος ότι τα αιτιολόγησες σωστά και αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την πατερική ορθόδοξη προσέγγιση. Έχεις κιόλας ξεκινήσει να θέτεις ερωτήματα που, ουσιαστικά, «διυλίζουν τον κώνωπα».

Για παράδειγμα, υπάρχει η εξής απορία:

«Αν η Εύα, και όχι ο Αδάμ, είχε αμαρτήσει, τα παιδιά τους θα κληρονομούσαν το προπατορικό αμάρτημα;»

Δηλαδή: αν η Εύα είχε πέσει, αλλά ο Αδάμ δεν την ακολουθούσε, θα είχαμε πέσει; Θα είχαμε το προπατορικό αμάρτημα; Θα ήταν ο άνθρωπος θνητός; Πρόκειται για ένα πολύ αφηρημένο ερώτημα, ποιος θα το σκεφτόταν πραγματικά; Και όμως, ο Σχολαστικισμός το μετατρέπει σε «ζήτημα προς συζήτηση». Έτσι έχουμε την πρώτη αντίρρηση:

«Φαίνεται ότι, αν η Εύα και όχι ο Αδάμ είχε αμαρτήσει, τα παιδιά τους θα κληρονομούσαν την προπατορική αμαρτία ούτως ή άλλως. Διότι κληρονομούμε την προπατορική αμαρτία από τους γονείς μας, εφόσον κάποτε ήμασταν μέσα τους, σύμφωνα με τον Απόστολο, ο οποίος λέει: “ἐφ' ᾧ πάντες ἥμαρτον”[6]. Τώρα, ο άνθρωπος προϋπάρχει στη μητέρα όσο και στον πατέρα· άρα θα κληρονομούσε την προπατορική αμαρτία από το αμάρτημα της μητέρας του, όπως και από του πατέρα του».

Και έπεται δεύτερη αντίρρηση:

«Αν η Εύα και όχι ο Αδάμ είχε αμαρτήσει, τα παιδιά τους θα γεννιόντουσαν υποκείμενα σε πόνο και θάνατο, διότι η μητέρα παρέχει την ύλη στη γέννηση, όπως λέγει ο Φιλόσοφος»,

δηλαδή ο Αριστοτέλης.

«Και ο θάνατος και η φθαρτότητα είναι αναγκαίες συνέπειες της ύλης. Τώρα, η φθαρτότητα και η αναγκαιότητα του θανάτου αποτελούν τιμωρίες της προπατορικής αμαρτίας· άρα, αν η Εύα είχε αμαρτήσει, τα παιδιά της θα κληρονομούσαν την προπατορική αμαρτία».

Τρίτη αντίρρηση:

«Επιπλέον, ο Δαμασκηνός»,

δηλαδή ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός[7],

«λέει ότι το Άγιο Πνεύμα ήλθε πάνω στην Παρθένο, από την οποία θα γεννιόταν ο Χριστός χωρίς προπατορική αμαρτία, καθαρίζοντάς την. Και αυτός ο καθαρισμός δεν θα ήταν αναγκαίος, εάν η μόλυνση της προπατορικής αμαρτίας δεν μεταδιδόταν από τη μητέρα. Άρα η μόλυνση της προπατορικής αμαρτίας μεταδίδεται από τη μητέρα, ώστε, αν η Εύα είχε αμαρτήσει, τα παιδιά της θα κληρονομούσαν την προπατορική αμαρτία ακόμη και αν ο Αδάμ δεν είχε αμαρτήσει».

Ο Θωμάς Ακινάτης τώρα διδάσκει το αντίθετο. Γι’ αυτό λέει:

«Αντιθέτως, ο Απόστολος λέει: “ δι' ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε[8]” Τώρα, αν η γυναίκα μετέδιδε την προπατορική αμαρτία στα παιδιά της, τότε θα έλεγε ότι η αμαρτία εισήλθε μέσω δύο, αφού αμάρτησαν και οι δύο· ή μάλλον, ότι εισήλθε μέσω μιας γυναίκας, εφόσον αυτή αμάρτησε πρώτη. Άρα, η προπατορική αμαρτία μεταδίδεται στα παιδιά όχι από τη μητέρα, αλλά από τον πατέρα. Απαντώ λοιπόν ότι η λύση στο ζήτημα αυτό είναι σαφής από όσα είπαμε προηγουμένως· διότι δηλώθηκε ότι η προπατορική αμαρτία μεταδίδεται από τον πρώτο γονέα, στο μέτρο που αυτός είναι ο ενεργητικός παράγοντας στη γέννηση των παιδιών του. Γι’ αυτό ειπώθηκε ότι, εάν κάποιος γεννιόταν μόνο υλικά από ανθρώπινη σάρκα, δεν θα κληρονομούσε την προπατορική αμαρτία. Τώρα, είναι φανερό, σύμφωνα με τη γνώμη των φιλοσόφων, ότι η ενεργητική αρχή της γεννήσεως προέρχεται από τον πατέρα, ενώ η μητέρα παρέχει την ύλη. Άρα, η προπατορική αμαρτία δεν μεταδίδεται από τη μητέρα αλλά από τον πατέρα· ώστε, αν η Εύα και όχι ο Αδάμ είχε αμαρτήσει, τα παιδιά τους δεν θα κληρονομούσαν την προπατορική αμαρτία. Ενώ, αν είχε αμαρτήσει ο Αδάμ και όχι η Εύα, τότε θα την κληρονομούσαν».

Στη συνέχεια απαντά και στις αντιρρήσεις σε ένα ζήτημα που, προφανώς, βρίσκεται πέρα από εμάς, διότι ο Θεός έπλασε τον κόσμο μ’ αυτόν τον τρόπο· έτσι είναι. Δεν είναι για μας να εικάζουμε γύρω από ερωτήματα που δεν αφορούν τη σωτηρία μας, αλλά απλώς δείχνουν ότι κάποιος έχει τον χρόνο να κάθεται στις πανεπιστημιακές του έδρες και να συζητά άσκοπα. Πρόκειται για ένα εντελώς ανώφελο ερώτημα, κι όμως εκείνος το «λύνει» και νομίζει ότι έχει δώσει την απάντηση. Ο τρόπος που συλλογίζεται δείχνει ξεκάθαρα πόσο διαφορετικό είναι αυτό το πνεύμα από το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι δεν ξεκινούν από μια τέλεια λογική αλυσίδα. Όλη του η θεολογία είναι λογική επί λογικής και συχνά οδηγείται σε αστεία συμπεράσματα απλώς ακολουθώντας αυτή τη λογική πορεία.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι εδώ, και μιλάμε για την κορύφωση του Σχολαστικισμού, έχουμε μια συστηματοποίηση της χριστιανικής διδασκαλίας που στην πραγματικότητα υποτάσσει την ίδια τη διδασκαλία στη λογική. Αλλά η λογική, φυσικά, εξαρτάται από το σημείο εκκίνησης. Εκείνοι νόμιζαν ότι ξεκινούσαν από την ίδια την χριστιανική αποκάλυψη· σύντομα όμως θα δούμε ότι εισέρχονται και άλλα στοιχεία που επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης τους. Στο σύστημα αυτό, η «λογικότητα» γίνεται το πρώτο κριτήριο της αλήθειας, και η ζωντανή πηγή της πίστης περνά στη δεύτερη θέση. Γι’ αυτό αργότερα τόσοι άνθρωποι το απέρριψαν· ένιωθαν ότι δεν υπήρχε πλέον ζωή μέσα του, μόνο ένα νεκρό πλαίσιο, που ασχολείται με ερωτήματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, και όταν αγγίζει τα πραγματικά ζητήματα, τα ισοπεδώνει και τα νεκρώνει. Έτσι ο δυτικός άνθρωπος, κάτω από αυτή την επίδραση, αρχίζει να χάνει τη ζωντανή του σχέση με την Αλήθεια. Και το αποτέλεσμα είναι ότι ο Χριστιανισμός περιορίζεται σε ένα σύστημα· κατεβαίνει στο ανθρώπινο επίπεδο. Αυτή είναι μία από τις βαθύτερες ρίζες των μεταγενέστερων σφαλμάτων στη Δύση, τα οποία θα μπορούσαν συνοπτικά να περιγραφούν ως η προσπάθεια να κατασκευάσει ο άνθρωπος κάτι «ανώτερο» από τον Χριστιανισμό με τις δικές του δυνάμεις.

Ο Ντοστογιέφσκι[9] έχει μια μικρή ιστορία γι’ αυτό, στον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» από τους Αδελφούς Καραμαζώφ, όπου περιγράφει με εξαιρετική οξυδέρκεια αυτό ακριβώς που έκαναν οι Πάπες· δηλαδή το ότι η Δύση, με τις δικές της δυνάμεις, προσπάθησε να δημιουργήσει κάτι «καλύτερο» από την Ορθοδοξία.

Μπορεί κανείς να το δει αυτό, για παράδειγμα, στην περίφημη «Απόδειξη της ύπαρξης του Θεού» του Ανσέλμου[10]. Αυτός επινόησε μια νέα απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, η οποία, όπως θα δείτε, είναι εξαιρετικά έξυπνη, αλλά δεν αποδεικνύει απολύτως τίποτα. Λέει:

«Τι είναι ο Θεός; Είναι Εκείνος από τον οποίο τίποτε μεγαλύτερο δεν μπορεί να νοηθεί».

Ακόμη κι ένας άθεος θα πει:

«Ε, αν υπάρχει Θεός, τότε ναι, πρέπει να είναι το ύψιστο ον, μεγαλύτερο από κάθε άλλο».

Άρα, να το πρώτο δεδομένο.

Δεύτερον: η ύπαρξη είναι σαφώς ένα θετικό χαρακτηριστικό· και ασφαλώς πρέπει να ανήκει σε Αυτόν που είναι μεγαλύτερος από οτιδήποτε μπορεί να νοηθεί· διότι κάτι που δεν υπάρχει δεν μπορεί να είναι «μεγαλύτερο» από κάτι που υπάρχει. Άρα, λέει ο Ανσέλμος, αυτό το «ον μεγαλύτερο από κάθε νοητό» πρέπει να έχει, ως ένα από τα χαρακτηριστικά του, και την ύπαρξη. Συνεπώς… υπάρχει. Άρα, ο Θεός υπάρχει.

Κι όπως βλέπετε, αυτός ο άνθρωπος σας ξεγελά. Αν ήδη πιστεύεις, μπορεί να πεις: «Α, πολύ ωραίο· να, αποδεικνύεται και με τους νόμους του νου». Αλλά αν δεν πιστεύεις, αισθάνεσαι ότι σε εξαπάτησε με αυτή τη λεγόμενη «απόδειξη», διότι δεν είσαι διατεθειμένος εξ αρχής να δεχθείς ότι αυτό το πράγμα είναι κάτι περισσότερο από μια επινόηση της φαντασίας· και εδώ βλέπουμε ήδη τα σπέρματα του μεταγενέστερου υποκειμενισμού στη Δύση.

Αυτό είναι ουσιαστικά το ίδιο που προσπάθησε να κάνει ο Ντεκάρτ[11], όταν θέλησε να αποδείξει την ίδια του την ύπαρξη λέγοντας: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Και είναι επίσης το ίδιο που επιχείρησε αργότερα ο Απόστολος Μακράκης[12], όταν δήλωνε ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος στην ιστορία της Ορθοδοξίας που απέδειξε την ύπαρξη της Αγίας Τριάδος· σαν να έλεγες ότι όλοι οι Πατέρες μέχρι τότε «έχασαν τον χρόνο τους», και ότι εκείνος ήταν ο πρώτος που είχε αρκετή ευφυΐα και φιλοσοφική κατανόηση ώστε να αποδείξει όσα οι Άγιοι Πατέρες δεν «μπόρεσαν» να αποδείξουν.

Ο Μακράκης έχει ακριβώς αυτή τη νοοτροπία: «Με τις δικές μου δυνάμεις θα σας δώσω την αληθινή εξήγηση· σε εσάς, που πιστεύατε απλώς ό,τι σας έλεγαν, χωρίς να ξέρετε το γιατί». Και αυτό ακριβώς προσπαθούν να κάνουν άνθρωποι σαν τον Ανσέλμο. Είναι, και πάλι, το ίδιο πνεύμα: η προσπάθεια να «βελτιώσουν» τον Χριστιανισμό· να μην τον αποδεχθούν όπως τον παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες με απλή πίστη, αλλά να τον αποδείξουν υπό την επίδραση όλων των νέων ρευμάτων που εισήλθαν τότε, και ιδιαίτερα του Αριστοτέλη, ο οποίος είχε τεράστια επιρροή εκείνη την εποχή, επειδή φαινόταν να διαθέτει μια «καθολική φιλοσοφία». Εκτός, βέβαια, από τον Χριστιανισμό· αλλά η φυσική του θεωρία θεωρούνταν απόλυτη αλήθεια.

Έτσι, αυτό είναι το πρώτο σημείο: ο Σχολαστικισμός, η ανθρώπινη λογική, γίνεται πλέον το μέτρο της αλήθειας αντί της Παράδοσης· και ακριβώς εδώ η Ρώμη παρέκκλινε. Αλλά αυτό είναι μόνο μέρος της συνολικής εικόνας του τι συνέβη στον Μεσαίωνα.

Μέρος Α'Β' και Γ' της Πρώτης διάλεξης του π. Σεραφείμ Ρόουζ "ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ".

---------

[1] Θωμάς Ακινάτης (Thomas Aquinas, 1225–1274): Θεολόγος και φιλόσοφος, κεντρική μορφή του Σχολαστικισμού στη Δύση. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της μεσαιωνικής λατινικής θεολογίας. Το κύριο έργο του, η Summa Theologica, επιχειρεί να παρουσιάσει ολόκληρη τη χριστιανική διδασκαλία μέσα από μια αυστηρή λογική και κατηγοριοποιημένη δομή, συνδυάζοντας την αριστοτελική φιλοσοφία με τη λατινική θεολογία. Αν και ο Ακινάτης θεωρείται «άγιος» και κορυφαίος διδάσκαλος στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η σκέψη του εκφράζει τη ριζικά διαφορετική πορεία της δυτικής θεολογίας, η οποία στηρίζεται στη λογική ανάλυση και τη φιλοσοφική επιχειρηματολογία, σε αντίθεση με την ανατολική πατερική εμπειρικότητα και την ησυχαστική παράδοση. Στην ορθόδοξη θεολογική γραμματεία συχνά κρίνεται ως εκπρόσωπος της λογικοκρατικής στροφής της Δύσης και ως κεντρικός παράγοντας της απόκλισης από την πατερική παράδοση.

[2] Άγιος Βέδας (Saint Bede 672/673–735): Αγγλοσάξονας μοναχός, ιερέας και λόγιος του μοναστηριού του Γουέρμουθ–Τζάρο. Θεωρείται ο «Πατέρας της Αγγλικής Ιστορίας», κυρίως λόγω του έργου του Ecclesiastical History of the English People, που υπήρξε καθοριστικό για τη μελέτη της εκκλησιαστικής και πολιτισμικής ιστορίας της Βρετανίας. Ανάλωσε τον βίο του και όλη την ενεργητικότητά του στην μελέτη των Αγίων Γραφών, στην ακριβή τήρηση των Κανόνων της μοναχικής πολιτείας, τη διδασκαλία και τη συγγραφή. Οι θεολογικές του εργασίες, κυρίως ερμηνευτικές, ήσαν εμβριθείς και εξετιμώντο πολύ.

[3] Άγιος Ισίδωρος της Σεβίλλης (Saint Isidore of Seville, περ. 560–636): Ισπανός επίσκοπος και από τους πιο επιδραστικούς λόγιους της ύστερης αρχαιότητας. Ο Άγιος Ισίδωρος υπήρξε έξοχος διδάσκαλος της Εκκλησίας και κόσμημα αυτής. Λίγοι δύνανται να παραβληθούν με τον Άγιο ως προς την πολυμάθεια και τη γνώση. Το μνημειώδες έργο του Etymologiae αποτέλεσε για πολλούς αιώνες βασικό εγκυκλοπαιδικό σύγγραμμα στη Δύση, συνοψίζοντας φιλολογικές, θεολογικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές γνώσεις της εποχής.

[4] Άγιος Ιερώνυμος (Saint Jerome, 347–420): Λατίνος Πατέρας της Εκκλησίας, γνωστός κυρίως για τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη Λατινική (Vulgata), που αποτέλεσε το κυρίαρχο κείμενο της Δυτικής Εκκλησίας επί πολλούς αιώνες. Υπήρξε ασκητής, βαθύς γνώστης της εβραϊκής και ελληνικής, και συγγραφέας πλήθους ερμηνευτικών, δογματικών και ιστορικών έργων.

[5] Αριστοτέλης (384–322 π.Χ.): Έλληνας φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα και διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το έργο του καλύπτει λογική, μεταφυσική, ηθική, πολιτική, φυσική φιλοσοφία και βιολογία, επηρεάζοντας βαθιά τόσο την αρχαία σκέψη όσο και τη μεσαιωνική. Στη Δύση, ιδιαίτερα από τον 12ο αιώνα και έπειτα, ο Αριστοτέλης έγινε ο «φιλόσοφος» κατ’ εξοχήν, δηλαδή η υπέρτατη φιλοσοφική αυθεντία, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο Σχολαστικισμός (με κορυφαία έκφραση τον Θωμά Ακινάτη).

[6] Ρωμ. 5, 12

[7] Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (περ. 675–749): Ένας από τους σημαντικότερους Πατέρες της Εκκλησίας, θεολόγος και υμνογράφος. Έζησε και έδρασε στη Δαμασκό και αργότερα στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Το έργο του Έκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως αποτελεί την πρώτη συστηματική σύνθεση της ορθόδοξης δογματικής θεολογίας και παραμένει μέχρι σήμερα κλασικό κείμενο πατερικής διδασκαλίας. Υπήρξε αποφασιστικός υπερασπιστής της ιεράς εικονογραφίας κατά την Εικονομαχία.

[8] Ρωμ. 5, 12

[9] Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoevsky, 1821–1881): Ρώσος μυθιστοριογράφος, ένας από τους βαθύτερους χριστιανούς στοχαστές της λογοτεχνίας. Τα έργα του εξερευνούν το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας, την πάλη μεταξύ πίστης και αμφιβολίας, και το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Στο κεφάλαιο «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής» των Αδελφών Καραμαζώφ, παρουσιάζει μια προφητική και διεισδυτική κριτική της δυτικής χριστιανοσύνης, ιδίως της παπικής εξουσίας, αποκαλύπτοντας πώς η αντικατάσταση της θεανθρώπινης ελευθερίας από μια εξουσιαστική «ορθολογική» τάξη οδηγεί τελικά σε άρνηση του Χριστού στο όνομα του «καλού» του ανθρώπου.

[10] Ανσέλμος Καντερβουρίας (Anselm of Canterbury, 1033–1109): Μοναχός, θεολόγος και Αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας. Θεωρείται από τους θεμελιωτές του Σχολαστικισμού. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός για το «οντολογικό επιχείρημα» περί υπάρξεως του Θεού, μια λογική απόδειξη που στηρίζεται στην ιδέα ότι ο Θεός είναι «εκείνος από τον οποίο τίποτε μεγαλύτερο δεν μπορεί να νοηθεί». Παρά τη φιλοσοφική του πρωτοτυπία, η προσέγγιση αυτή απομακρύνεται από την πατερική οδό, η οποία δεν αποδεικνύει τον Θεό με αφηρημένες λογικές συλλογιστικές, αλλά Τον γνωρίζει εμπειρικά μέσω της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως.

[11] Ρενέ Ντεκάρτ (René Descartes, 1596–1650): Γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικός και θεμελιωτής του νεότερου ορθολογισμού. Γνωστός κυρίως για τη φράση «Cogito, ergo sum» («Σκέφτομαι, άρα υπάρχω»), η οποία τοποθετεί τον ανθρώπινο νου ως πρώτο και βέβαιο σημείο αναφοράς. Η φιλοσοφία του, αν και επιδέξια, εκφράζει μια ριζική μετατόπιση: από την πατερική θεώρηση του ανθρώπου ως προσώπου που γνωρίζει τον Θεό δια της χάριτος, προς ένα σύστημα στο οποίο η ανθρώπινη σκέψη γίνεται το θεμέλιο της βεβαιότητας. Η καρτεσιανή αυτή αφετηρία άνοιξε τον δρόμο στον ευρωπαϊκό υποκειμενισμό και στη φιλοσοφική «αυτονομία» που χαρακτηρίζει τη νεωτερικότητα

[12] Απόστολος Μακράκης (1831–1905): Έλληνας θεολόγος. Προσπάθησε να θεμελιώσει την Ορθόδοξη πίστη σε φιλοσοφικές αποδείξεις, φθάνοντας μάλιστα να ισχυριστεί ότι απέδειξε λογικά την ύπαρξη της Αγίας Τριάδος — κάτι που θεωρείται ξένο προς την Πατερική Παράδοση. Αν και είχε ζήλο και παιδεία, η διδασκαλία του υπήρξε μίγμα ορθόδοξων στοιχείων και προσωπικών του θεωριών. Η Εκκλησία καταδίκασε αρκετές από τις διδασκαλίες του, διότι εξέφραζαν πνεύμα ορθολογισμού και αυτονομημένης θεολογικής έρευνας, αντίθετο προς τη βιωματική, ασκητική και λειτουργική ζωή της Ορθόδοξης Παράδοσης.

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης