Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος, ο Πρώτος Μακεδονομάχος
Ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος θεωρείται ο «Πρώτος Μακεδονομάχος», αφού είναι ο πρώτος που διέσωσε την Ελληνικότητα της Μακεδονίας από την βουλγαροσλαβική απειλή.
Ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β΄, ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, γεννήθηκε το 958 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορος της Ρωμανίας Ρωμανού Β΄ και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς. Ο πατέρας του απεβίωσε στις 15 Μαρτίου 963 και εκείνος εστέφθη Συναυτοκράτωρ μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, τον Κωνσταντίνο. Λόγω του γεγονότος ότι ήτο ακόμη ανήλικος, επιτροπεύθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά και μετά τον θάνατο του τελευταίου, από τον Ιωάννη Τσιμισκή.
Το 976, σε ηλικία 18 ετών, ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ρωμανίας, επισκιαζόμενος, όμως, από τον ευνούχο Βασίλειο Λακαπηνό, ο οποίος ασκούσε –ουσιαστικώς– την διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο νεαρός Αυτοκράτωρ είχε ως νέος άσωτη ζωή, καθώς «άλλο δεν τον απασχολούσε παρά ο έρωτας και τα συμπόσια».
Η απόφαση του Λακαπηνού να μεταθέσει τον επιφανή στρατηγό Βάρδα Σκληρό από το Θέμα Αρμενιακών στην Μεσοποταμία, εστάθη αφορμή εξεγέρσεως του τελευταίου. Το καλοκαίρι του 976, τα στρατεύματα της Ανατολής ανεκήρυξαν τον Βάρδα Σκληρό ως «Αυτοκράτορα. Στις αρχές του 978, ο Βάρδας Σκληρός έχοντας νικήσει όλους τους στρατηγούς που εστάλησαν εναντίον του, πλησίασε την πρωτεύουσα. Τότε, ο ευνούχος Βασίλειος εστράφη στον Βάρδα Φωκά, στον οποίο ανέθεσε την συντριβή της ανταρσίας. Τον Μάιο του 979, ο Φωκάς ενίκησε οριστικώς τον Σκληρό, ο οποίος κατέφυγε στην αυλή του Άραβος Χαλίφη της Βαγδάτης.
Με την εξέγερση του Σκληρού, βρήκε ευκαιρία ο ηγεμών των Βουλγάρων, Σαμουήλ, μαζί με τους αδελφούς του Δαυίδ, Μωυσή και Ααρών, να αναπτύξει βουλγαρικό κίνημα, με κέντρο την Πρέσπα, ελέγχοντας την βορειοανατολική Μυσία. Ο Λακαπηνός, εντέχνως, άφησε τον πρώην Βούλγαρο βασιλέα Βόγορι Β΄ και τον ευνούχο αδελφό του Ρομάν να διαφύγουν, ώστε να διχάσουν το βουλγαρικό κίνημα. Ο πρώτος σκοτώθηκε, ενώ τον δεύτερο τον προσεταιρίσθηκε ο Σαμουήλ και τον ανεκήρυξε «Τσάρο». Ο ίδιος διετήρησε την Αρχιστρατηγία και επετέθη διαδοχικώς στις Σέρρες, στην Θεσσαλονίκη, στην Θεσσαλία, στην Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.
Μετά την καταστολή της στάσεως του Σκληρού, ο Βασίλειος Λακαπηνός, αισθανόμενος τα εχθρικά αισθήματα του Βασιλείου Β΄ εναντίον του, άρχισε να συνωμοτεί με τον Βάρδα Φωκά. Το 985, η συνωμοσία απεκαλύφθη και ο Βασίλειος Β΄, παίρνοντας την εξουσία δικαιωματικώς στα χέρια του, εξόρισε τον Λακαπηνό και δήμευσε την περιουσία του.
Το 986, ο Σαμουήλ κατέλαβε την Λάρισα, της οποίας αιχμαλώτισε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και μετέφερε τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα. Το ίδιο έτος, ο Βασίλειος Β΄, αποφασισμένος να πολεμήσει τον Σαμουήλ, ηγήθηκε εκστρατείας περίπου 30.000 ανδρών. Αφήνοντας τον Λέοντα Μελισσηνό με φρουρά στην Φιλιππούπολη να φυλάει τα νώτα του, εστράφη προς την Τριαδίτσα αλλά απέτυχε να την απελευθερώσει. Μάλιστα, ο στρατηγός του ο Κοντοστέφανος, εξυπηρετώντας τους σφετεριστές του θρόνου, είπε στον Βασίλειο ότι δήθεν ο Λέων Μελισσηνός είχε λιποτακτήσει, παρασύροντάς τον, έτσι, σε παγίδα των Βουλγάρων, με αποτέλεσμα να ηττηθεί στις 16 Αυγούστου 986. Ο Αυτοκράτωρ σώθηκε, την τελευταία στιγμή, χάρη στην βοήθεια των πιστών στρατηγών του, Νικηφόρου Ουρανού και Νικήτα Χρυσολωρά. Ο Κοντοστέφανος τιμωρήθηκε γι’ αυτή του τη προδοσία, αλλά η Μακεδονία βρέθηκε πάλι στο έλεος των Βουλγάρων.
Ο Βάρδας Σκληρός επωφελούμενος από αυτή την ήττα και όντας συνεννοημένος με τους Άραβες, ανηγορεύθη «Αυτοκράτωρ» στη Μελιτηνή, με την στήριξη των Αρμενικών πληθυσμών. Ο Βασίλειος Β΄ έστειλε τον Στρατηγό Βάρδα Φωκά, προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή την στάση, αλλά και αυτός αυτοανεκηρύχθη «Αυτοκράτωρ» στην Καισάρεια, στις 15 Αυγούστου 987. Σύμφωνα με τον Στέφανο Ταρωνίτη, είχε, αρχικώς, συμφωνήσει συμμαχία εναντίον του Βασιλείου Β΄ με τον Σκληρό, τον οποίο, όμως, εξηπάτησε και συνέλαβε στις 14 Σεπτεμβρίου 987. Έπειτα, ο Βάρδας Φωκάς με το πιστό σε αυτόν στράτευμά του, στρατοπέδευσε στην Χρυσούπολη, στην ασιατική ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, έστειλε και άλλο στράτευμα στην Άβυδο, προκειμένου να επιτεθεί από ξηρά και θάλασσα. Ο Βασίλειος, με την βοήθεια Σκανδιναβών και Βαράγγων (Ρώσων) μισθοφόρων, συνέτριψε τους κινηματίες στην Χρυσούπολη και εστράφη προς την Άβυδο. Στις 13 Απριλίου 988, οι δύο αντίπαλοι μονομάχησαν, αλλά ο Φωκάς απεβίωσε αιφνιδίως και ο στρατός του διελύθη.
Ως αντάλλαγμα για την παροχή της βοήθειάς τους, ο ηγεμών των Ρώσων, Βλαδίμηρος Α΄ ζήτησε να νυμφευθεί την πορφυρογέννητη αδελφή του Βασιλείου Άννα και ως εγγύηση γι’ αυτή του την απαίτηση, κατέλαβε τη Χερσώνα. Ο Αυτοκράτωρ εδέχθη να πραγματοποιηθεί ο γάμος, με τον όρο ότι οι Ρώσοι θα εξεχριστιανίζονταν, όπως και έγινε. Το 989, ο Βάρδας Σκληρός στασίασε πάλι ανεπιτυχώ,ς αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου του εδόθη αμνηστεία και ο τίτλος του «κουροπλάτου» και παρεδόθη. Μάλιστα, ο Βασίλειος τον εκράτησε ως σύμβουλό του.
Η καταστολή αλλεπαλλήλων στάσεων των στρατηγών Βάρδα Φωκά και Βάρδα Σκληρού, απαλλαγής του από τον ευνούχο Βασίλειο Λακαπηνό, αλλά και η νεανική -πρώτη και τελευταία ήττα της ζωής του, κατόπιν προδοσίας, στις Πύλες του Τραϊανού, εδραίωσαν την εξουσία του, τον ωρίμασαν και τον μεταμόρφωσαν σε έναν εξαίρετο πολιτικό αλλά και ιδιοφυή στρατιωτικό. Εξελίχθηκε, κατά τον Μιχαήλ Ψελλό, σε άνθρωπο «λιτοδίαιτο και ενεργητικό στο έπακρο», ο οποίος «με θέληση αδάμαστη δόθηκε στο καθήκον». Σύμφωνα με τον Ostrogorsky, ο Βασίλειος «είχε χάσει πια κάθε διάθεση για τις απολαύσεις της ζωής, που είχε γευθεί στην νεότητά του με αχαλίνωτο πάθος… Όλη του η φιλοδοξία στράφηκε στην αύξηση της δυνάμεως του κράτους και στον αγώνα εναντίον των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών της Αυτοκρατορίας».
Την περίοδο 990 – 994, διεξάγοντας πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων, εφήρμοσε την στρατηγική της εξουθενώσεως του εχθρού, με αλλεπάλληλες αιφνιδιαστικές επιθέσεις και αναδιπλώσεις στα οχυρά. Απελευθέρωσε την Βέρροια και όλη την νότιο Μακεδονία και έτρεψε σε φυγή τις βουλγαρικές δυνάμεις. Το 991, μάλιστα, σε μία από αυτές τις εφόδους, συνελήφθη ο «τσάρος» των Βουλγάρων Ρομάν, ο οποίος εστάλη αιχμάλωτος στη Βασιλεύουσα.
Το 992, ο Βασίλειος, διαβλέποντας την στρατηγική αξία του αναπτυσσόμενου στόλου της Βενετίας, φρόντισε να της παραχωρήσει ειδικά εμπορικά προνόμια.
Το 994, όμως, οι Φατιμίδες της Αιγύπτου, παραβιάζοντας την συνθήκη ειρήνης που είχε υπογραφεί το 987, επετέθησαν στην Αυτοκρατορία και πολιόρκησαν το Χαλέπι. Τότε, ο Βασίλειος συνεκέντρωσε κεραυνοβόλα στρατιά, με ταχύτητα προελάσεως που εκάλυπτε 100 μίλια την ημέρα και κατέφθασε στο Χαλέπι με 40.000 στρατό, μέσα σε 16 ημέρες. Η εμφάνισή του αιφνιδίασε τόσο τούς Φατιμίδες, οι οποίοι έλυσαν την πολιορκία και ετράπησαν σε φυγή. Ο Βασίλειος, μετά την νίκη του, αφού ανέκτησε την Εμέσα και την Αντάραδο και όρισε ως Διοικητή της Αντιόχειας τον Δαμιανό Δαλασσηνό, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 1 Ιανουαρίου 996, ο Βασίλειος, με την περίφημη «Νεαρά» του «Περί των δυνατών των από πενήτων επικτωμένων» κατήργησε την 40ετή χρησικτησία και επανέφερε την γη στους μικροϊδιοκτήτες. Επίσης, κατήργησε την προνομιακή μεταχείριση των ανωτάτων αξιωματούχων στις περιπτώσεις δολοφονιών και απηγόρευσε στους Μητροπολίτες να επεμβαίνουν σε αγροτικές κοινότητες της Μητροπόλεώς τους και να ιδιοποιούνται μονές, που είχαν ιδρυθεί από αυτές και τέλος, ρύθμισε ζητήματα πανηγύρεων. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, κατά τις εκστρατείες του «είχε κάθε ευκαιρία να αντιληφθεί το μέγεθος της δύναμης των μεγαλογαιοκτημόνων, των Φωκάδων, των Μαλεϊνών, των Σκληρών, αυτών πού επιχείρησαν με τα όπλα να του διεκδικήσουν το θρόνο, και είχε κάθε δυνατότητα να δεχθεί τα παράπονα και τις καταγγελίες των ταπεινών μικροκαλλιεργητών, με τις θυσίες των οποίων πετύχαινε τις νίκες του…».
Παράλληλα, ο Σαμουήλ, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Αυτοκράτορος, κατέλαβε την Βέρροια, πολιόρκησε την Θεσσαλονίκη, ενώ προήλασε μέχρι την Πελοπόννησο το 997. Το ίδιο έτος μάλιστα, μετά τον θάνατο του αιχμαλώτου στην Κωνσταντινούπολη Ρομάν, αυτονακηρύχθη «Τσάρος». Ο Βασίλειος ανέθεσε στον Δομέστικο των Σχολών Στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό να εκστρατεύσει εναντίον του. Ο Στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός αιφνιδίασε τον Σαμουήλ και τον νίκησε κατά κράτος στην μάχη του Σπερχειού. Ο Σαμουήλ, όμως, παρά την ήττα του, συνέχισε και κατέκτησε το Δυρράχιο και τις πόλεις, της περιοχής της Νοτιοανατολικής Σερβίας, Ρασκία και Διόκλεια.
Το 998, ο νέος χαλίφης των Φατιμιδών, Al Hakim πολιόρκησε πάλι το Χαλέπι. Ο διοικητής της Αντιόχειας Δαμιανός Δαλασσηνός απέκρουε επιτυχώς τις επιθέσεις, αλλά σε μάχη στην Απάμεια, σκοτώθηκε και το στράτευμά του διελύθη τον Ιούλιο του 999. Ο Βασίλειος Β΄ πρότεινε στον Χαλίφη ειρηνική διευθέτηση με πρεσβεία στο Κάιρο και μετά από την άρνηση του τελευταίου, προήλασε μέχρι την Απάμεια. Απελευθέρωσε διαδοχικώς την Συριακή Λάρισα, την Έμεσα, την Καισάρεια του Φιλίππου, την Άκρα και την Ηλιούπολη (Μπααλμπέκ), την οποία και ισοπέδωσε. Στις 1 Ιανουαρίου 1000, εόρτασε την έλευση της νέας χιλιετίας στην Αντιόχεια, την οποία στην συνέχεια ενίσχυσε με οχυρώσεις και διόρισε ως Διοικητή της, τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό. Το 1001, μετά από υποχώρηση του Χαλίφη, υπεγράφη δεκαετής συνθήκη, με βάση την οποία αναγνωρίζετο η κυριαρχία της Ρωμανίας στα Συριακά εδάφη.
Το ίδιο έτος, ο Βασίλειος, αφού επέστρεψε στο Βαλκανικό μέτωπο, επετέθη στο κέντρο των Βουλγάρων, σκοπεύοντας να πλήξει τις ζωτικές εχθρικές επαρχίες και να αποκόψει τον Σαμουήλ από τις ενισχύσεις που περίμενε, όσο θα λεηλατούσε την Δυτική Μακεδονία. Απελευθέρωσε όλες τις παραδουνάβιες περιοχές, τις οποίες και οχύρωσε.
Το 1002, ο Βασίλειος επανέφερε σε ισχύ τον παλιό νόμο του Νικηφόρου Α΄, τον λεγόμενο «Αλληλέγγυον», και τον τροποποίησε, ορίζοντας ότι την πληρωμή των φόρων των πτωχών μόνον από τους μεγαλογαιοκτήμονες.
Το 1003 – 1004, η πόλη Βάρη της Κάτω Ιταλίας πολιορκήθηκε από Σαρακηνούς, αλλά εσώθη, χάρις στην επέμβαση του Βενετικού στόλου. Τότε, ο Βασίλειος, αξιοποιώντας την υψηλή στρατηγική συμμαχιών στην Ιταλία, προσέφερε την ανιψιά του Μαρία Αργυροπουλίνα, ως νύφη στον γιό του Δόγη της Βενετίας, Ιωάννη. Ο γάμος ετελέσθη στην Κωνσταντινούπολη το 1004.
Το 1004, ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος, με γρήγορη προέλαση προς νότο, απελευθέρωσε τα Σκόπια. Το 1005, και, ενώ πολλοί Στρατηγοί και Διοικητές του Σαμουήλ ήρχισαν να εγκαταλείπουν τον αρχηγό τους, ο Βασίλειος απελευθέρωσε το Δυρράχιο. Με πρωτοβουλία του εμπείρου στρατηγού του, Νικηφόρου Ξιφία, κύκλωσε τους Βουλγάρους από τα νότια του Κλειδίου και μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια, ευρέθη στα νώτα του Σαμουήλ, απ΄ όπου και του επετέθη στις 29 Ιουλίου του 1014. Οι Βούλγαροι, πανικόβλητοι από την αιφνιδιαστική επίθεση, ετράπησαν σε φυγή και πολλοί από αυτούς παρεδόθησαν. Όσοι από αυτούς ευρέθησαν κοντά στον αρχηγό τους, πολέμησαν μέχρι εσχάτων, έτσι ώστε εκείνος να μπορέσει να καταφύγει με τον γιό του, τον Γαβριήλ – Ρωμανό ή Ραδομήρο στην πόλη Πρίλαπο, βορείως της Αχρίδας. Ο Βασίλειος, θέλοντας να απαλλαγεί οριστικώς από τους εχθρούς του, διέταξε να τυφλωθούν και οι 15.000 αιχμάλωτοι Βούλγαροι στρατιώτες και σε κάθε εκατοντάδα να αφήσουν έναν μονόφθαλμο, ο οποίος θα οδηγούσε τους τυφλούς στρατιώτες στον Σαμουήλ. Όταν αυτή η φάλαγγα έφτασε στο Πρίλαπο, ο Βούλγαρος ηγεμών, μόλις τους αντίκρισε, έπαθε αποπληξία και σε δύο μέρες απεβίωσε.
Ο γιος του Σαμουήλ, ο Γαβριήλ Ρωμανός, που τον διεδέχθη, έστειλε πρεσβεία στον Βασίλειο για διαπραγματεύσεις για ειρήνη μεταξύ των δύο Εθνών. Στην πραγματικότητα, όμως, ο νέος Τσάρος ήθελε να κερδίσει χρόνο για την ανασύνταξη των δυνάμεών του. Στην κοιλάδα του ποταμού Στρώμνιτσα, παγίδευσαν και απεδεκάτισαν στράτευμα της Ρωμανίας, μαζί με τον επικεφαλής του, Θεοφύλακτο Βοτανειάτη. Αυτό το γεγονός πεισμάτωσε το Βασίλειο, ο οποίος συνέχισε την απελευθέρωση πόλεων της Μακεδονίας, με τελικό στόχο την Αχρίδα και την Πρέσπα της Δυτικής Μακεδονίας.
Το 1016, ο Γαβριήλ Ρωμανός δολοφονήθηκε από τον ξάδελφό του, τον Ιωάννη Βλαδισλάβο, ο οποίος έγινε ηγεμών των Βουλγάρων και ακολούθησε την ίδια πολιτική του προκατόχου του. Το 1017 ο Βασίλειος απελευθέρωσε τις πόλεις Μοναστήρι, Πρίλαπο, Μελένικο, Άστυβο, Μογλενά και Έδεσσα, συντρίβοντας κάθε βουλγαρική αντίσταση στο πέρασμά του. Την άνοιξη του 1018, ο Βλαδισλάβος εσκοτώθη σε μονομαχία με τον υπερασπιστή του Δυρραχίου, Νικήτα Πηγωνίτη και, κατόπιν, όλοι οι Βούλγαροι Βόγιαροι και Στρατηγοί άρχισαν να αποστέλλουν στον Αυτοκράτορα αγγελιοφόρους, με τους οποίους του παρέδιδαν όλα τα κάστρα και τις πόλεις. Μάλιστα, η χήρα του Βλαδισλάβου, με επιστολή της, του παρέδωσε την Βουλγαρική ηγεμονία, με αντάλλαγμα την ζωή των παιδιών της.
Ο Αυτοκράτωρ εισήλθε νικηφόρος στην Αχρίδα, στην οποία όρισε διοικητή τον Στρατηγό Ευστάθιο Δαφνομήλη. Παράλληλα, οι Στρατηγοί Αριανίτης και Νικηφόρος Ξιφίας απελευθέρωσαν την Στρώμνιτσα και την Τριαδίτσα αντιστοίχως. Το 1018 ο Βασίλειος απέστειλε, εναντίον των Νορμανδών και των Λομβαρδών, τον στρατηγό Βασίλειο Βοϊωάννη, ο οποίος στις Κάννες Απουλίας τους συνέτριψε.
Μετά την υποταγή των Βουλγάρων, ο Βασίλειος Β΄ πήγε στην Αθήνα και τέλεσε δοξολογία μέσα στο Παρθενώνα, ο οποίος τότε λειτουργούσε ως Εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Για την οριστική νίκη του, εναντίον των Βουλγάρων, επονομάστηκε έκτοτε Βουλγαροκτόνος.
Το 1019, με την απελευθέρωση του Σιρμίου και την υποταγή της Σερβίας, ενετάχθη ξανά ολόκληρη η χερσόνησος του Αίμου στη Ρωμανία.
Το 1020 ξέσπασαν ταραχές στην Αρμενία και ο ηγεμών της ενδότερης Ιβηρίας και της Αβασγίας Giorgi εισέβαλε και κατέκτησε πόλεις και φρούρια του Θέματος Ιβηρίας. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Βασίλειος Β΄ προχώρησε σε δεύτερη εκστρατεία στον Καύκασο τον Φεβρουάριο του 1021. Νίκησε σε επανειλημμένες συγκρούσεις τις δυνάμεις του ηγεμόνος της Ιβηρίας Giorgi και, εντός 3 μηνών, κατέλαβε όλη την Αβασγία, υπέταξε την Αρμενία και το ανεξάρτητο Βασπουρακάν στην Ρωμανία. Ο Giorgi αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει, ζητώντας συγχώρηση από τον Αυτοκράτορα.
Την ίδια περίοδο, κατά την διάρκεια της Καυκάσιας εκστρατείας του Βασιλείου Β΄, οι στρατηγοί Νικηφόρος Ξιφίας και Νικηφόρος Φωκάς Βαρυτράχηλος, θεωρώντας ότι ο Αυτοκράτωρ τους αγνόησε και υποστηριζόμενοι από τον Giorgi της Ιβηρίας, συνωμότησαν να τον δολοφονήσουν. Ο Βασίλειος Β΄ μόλις εξεδηλώθη η συνομωσία τους, έσπειρε την διχόνοια μεταξύ τους μέσω επιστολών, με αποτέλεσμα ο Νικηφόρος Ξιφίας να δολοφονήσει τον Φωκά και κατόπιν να παραδοθεί στον νέο δομέστικο των Σχολών Θεοφύλακτο Δαλασσηνό.
Το 1024, ο Βασίλειος Β΄ έκανε επιδρομή στο Θέμα Δαλματίας.
Προς το τέλος της ζωής του, έστρεψε το ενδιαφέρον του στις Ελληνικές κτήσεις στη Σικελία, οι οποίες ευρίσκονταν υπό τη κυριαρχία των Φράγκων. Δεν πρόλαβε, όμως, να επιχειρήσει να τις ελευθερώσει, καθώς απεβίωσε στις 15 Δεκεμβρίου 1025. Ετάφη, όπως ο ίδιος ζήτησε, δίχως πομπές και επισημότητες στον Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην περιοχή Έβδομον, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Στον τάφο του εχαράχθη επιγραφή, που έλεγε «οὐ γάρ τίς εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμόν δόρυ… ὁτέ στρατεύων ἀνδρικῶς προς εσπέραν, ὁτέ πρός αὐτούς τούς ὅρους τούς τῆς ἕω, ἱστών τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία», που σήμαινε «Ποτέ κανείς δεν είδε να ηρεμεί το δικό μου δόρυ… άλλοτε εκστράτευα ανδρείως προς βορρά καί δύση και άλλοτε προς τα όρη της ανατολής, στήνοντας παντού στην γη χιλιάδες τρόπαια».
Τό Ταφικό Ἐπίγραμμα εἰς τὸν βασιλέα Βασίλειον
«Ἄλλοι μὲν ἄλλῃ τῶν πάλαι βασιλέων
αὑτοῖς προαφώρισαν εἰς ταφὴν τόπους,
ἐγὼ δὲ Βασίλειος, πορφύρας γόνος,
ἵστημι τύμβον ἐν τόπῳ γῆς Ἑβδόμου
καὶ σαββατίζω τῶν ἀμετρήτων πόνων
οὓς ἐν μάχαις ἔστεργον, οὓς ἐκαρτέρουν·
οὐ γάρ τις εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμὸν δόρυ,
ἀφ’ οὗ βασιλεὺς οὐρανῶν κέκληκέ με
αὐτοκράτορα γῆς, μέγαν βασιλέα·
ἀλλ’ ἀγρυπνῶν ἅπαντα τὸν ζωῆς χρόνον
Ῥώμης τὰ τέκνα τῆς Νέας ἐρυόμην
ὁτὲ στρατεύων ἀνδρικῶς πρὸς ἑσπέραν,
ὁτὲ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ὅρους τοὺς τῆς ἕω,
ἱστῶν τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία·
καὶ μαρτυροῦσι τοῦτο Πέρσαι καὶ Σκύθαι,
σὺν οἷς Ἀβασγός, Ἰσμαήλ, Ἄραψ, Ἴβηρ·
καὶ νῦν ὁρῶν, ἄνθρωπε, τόνδε τὸν τάφον
εὐχαῖς ἀμείβου τὰς ἐμὰς στρατηγίας.»
και η μετάφραση στα νέα-ελληνικά:
«Άλλοι Βασιλείς διάλεξαν άλλους τόπους ταφής.
Εγώ όμως ο Βασίλειος, της πορφύρας γενιά,
έστησα τύμβο στη γη του Εβδόμου
και σαββατίζω από τα αμέτρητα βάσανα
που καρτέρησα και τις μάχες που εκπλήρωσα.
Κανείς δεν είδε το δόρυ μου ήσυχο,
από τότε που ο Βασιλέας των Ουρανών με κάλεσε
Αυτοκράτορα της γής και μέγα Βασιλέα,
μα άγρυπνος σε όλη μου τη ζωή
φύλαγα τα παιδιά της Νέας Ρώμης
εκστρατεύοντας με τόλμη στη Δύση
και ως τα έσχατα της Ανατολής.
Το μαρτυρούν οι Πέρσες και οι Σκύθες
και κάθε Αμπχάζιος, Ισμαηλίτης, Άραβας, Γεωργιανός.
Και τώρα εσύ, που στέκεσαι μπροστά,
αντάμειψε με ευχές τις ημών στρατηγίες.»
Η σαρκοφάγος του Βουλγαροκτόνου στο Έβδομον. (Πηγή: averoph.wordpress.com)
Τον διεδέχθη στον θρόνο ο αδελφός του ο Κωνσταντίνος Η΄, καθώς αυτός δεν είχε νυμφευθεί. Ο Κωνσταντίνος Η΄, όμως, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το Κράτος, δεν είχε διάθεση για εκστρατείες και για πολεμικά κατορθώματα, αλλά ούτε και γνώριζε από πολεμική τέχνη. Ανέθεσε την κρατική διοίκηση στους λογίους και στους διεφθαρμένους ευνούχου. Στην δημοσιονομική πολιτική κατέστρεψε το έργο του αδελφού του, καθώς κατάργησε την πενταετή αναστολή της φορολογίας των φτωχότερων τάξεων και απαίτησε την αναδρομική είσπραξη δυο δασμοφοριών, που έπληξε όλες τις τάξεις. Παραλλήλως, θέσπισε νόμο, με τον οποίο αναθεματίζετο όποιος στασίαζε, ενώ τύφλωσε άτομα που θεωρούσε ο ίδιος επικίνδυνα, ανεξαρτήτως αν ήταν πράγματι έτσι.
Όταν οι Έλληνες ανέκτησαν την Πόλη από τούς Λατίνους το 1261, βρήκαν στο νεκροταφείο πεταμένο, ένα σκελετό στον οποίο οι Φράγκοι είχαν βάλει περιπαικτικά στο στόμα μία φλογέρα. Δίπλα στον σκελετό, ήταν παραβιασμένος και συλημένος ένας τάφος με μία επιγραφή πού έγραφε: «Βασίλειος Πιστός Ἐν Χριστῷ Τῷ Θεῷ Βασιλεύς Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Ήταν ο σκελετός του ανθρώπου, πού έδωσε στην αυτοκρατορία της Ρωμανίας την μεγαλύτερη δόξα πού γνώρισε ποτέ.
Το 1910, ο Κωστής Παλαμάς συνέταξε ένα ποίημα στο οποίο αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β’ στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορος στον Παρθενώνα. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, της Αρχαίας Ελλάδος, της Ρωμανίας και της Νεότερης Ελλάδος. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για τη Ρωμανία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
[…] Καί μίαν αὐγή ἀνοιξιάτικη, χυτή στήν ὤρια πλάση,
στούς Κόρφους καί στούς Βόσπορους καί σ’ ὅλα τά ἀκρογιάλια
σά σέ ξωθιᾶς ἀερόκορμο πορφύρα μιᾶς αὐγούστας,
κι ἦρθε, δέν ξέρω κι ἀπό ποιά βουλή καί ἀπό ποιά μοίρα,
κι ἀποκοιμήθηκε ἀλαφρά τῶν πολεμάρχων ἡ ἔγνοια
καί ἀποκαρώθη τοῦ κλεισμοῦ γιά μιά στιγμή τό πεῖσμα,
τοῦ Λογοθέτη σύντροφοι, τοῦ βασιλιά νομάτοι,
σπαθάρηδες, δομέστικοι, σεργέντες, ἀσικρίτες,
βρεθήκανε ξεφαντωτές καί πῆγαν πεζοδρόμοι
καί σταματῆσαν ἴσα ἐκεῖ στό χάλασμα• καί ὁ τόπος
γέμισε ἀπό μιλήματα καί βρόντους χαροκόπων,
κυκλογυρίσματα ἔβλεπες, ἄκουες τραγούδια,
καί ἦταν ξανάσασμα καί γιόρτασμα. Κι ἔξαφνα μέσα σέ ὅλα,
σέ μιά ὥρα μυστηριακή, τοῦ ἀπίστευτου γεννήτρα,
σπαθάρης νιός τριγυριστῆς ἀνοιχτομάτης ἦρθε
καί βρέθηκε σέ ξαφνική, σέ ἀλλότριαν ὄψη ἀγνάντια,
κι ἔβγαλε μιά στριγκιά φωνή, καί τρέξαν ὅλοι. Βλέπουν.
Κατά τόν τοῖχο στριμωμένο, σάμπως καρφωμένο,
στό πλάι μνημάτου ξέσκεπου, διαγουμισμένου, κάτι
ποῦ ξέγινε κι ἀπό ἄνθρωπος, τραβώντας γιά νά γίνει
σκέλεθρο, καί μαυρόδειχνε στά κόκαλά του ἀπάνου
σκουληκιασμένο τό πετσί, κορμιοῦ στερνή κατάντια.
Ἀκέριος. Μαῦρος καί γυμνός καί ἀσύγκριτος καί μέγας.
Τίποτε δέν τ’ ἀπόμενε, καί μοναχά βαστοῦσε
στήν τρύπα πού ἦταν ἄλλοτε τό στόμα, μιά φλογέρα.
Κι ἔλεες, ὁλόρθος ἔστεκε, πρόθυμος γιά ν’ ἀνοίξει
στό πιό παράξενο ὅραμα τήν πύλη τοῦ ἄλλου κόσμου,
καί νά τό κάμει, φέρνοντάς το ἐδῶ, βραχνά της πλάσης
καί τῆς φλογέρας λαλητής νά γίνει, γιά νά σύρουν
ἀγνάντια του καί γύρω του σπαθάρηδες, στρατιῶτες,
ἀσικρίτες, δομέστικοι, πρωτοστρατόροι, ἀρχόντοι,
τοῦ Λογοθέτη οἱ σύντροφοι, τοῦ βασιλιά οἱ νομάτοι
γοργά τα πόδια σέ χορό συρμένο ἀπό δαιμόνους.
Καί τό ξεφάντωμα ἄλλαξε, γίνηκε ἀγκούσα• τρόμος
θρησκευτικός τό ξέγνοιαστο πετρώνει πανηγύρι,
κι ὅλοι, στό φάντασμα μπροστά, κοπάδι πού τό δένει
μέσ’ ἄπ’ τῶν ἴσκιων τό λαό τοῦ ἀξήγητου ἡ καδένα.
[…]
Κι ἕνα σάλεμα σάλεψε στά ὁλοβαθα τοῦ νοῦ τους
καί στήν καρδιά τούς μιά φωνή• κι ἔτσ’ ἡ φωνή μιλοῦσε:
«Στρατιῶτες καί σπαθάρηδες, τουρμάρχες καί σεργέντες,
τοῦ Λογοθέτη οἱ σύντροφοι, τοῦ βασιλιά οἱ νομάτοι,
χαρά σ’ ἐσάς κι ἀλίμονο σ’ ἐσάς, τοῦ ξένου διῶχτες!
Ἄγριο κι ἄν εἶναι τό ὅραμα, καλό εἶναι τό σημάδι.»
[…]
Καί σίμωσε κι ὁ Λογοθέτης κι ἔκαμε πώς θέλει
ν’ ἁπλώσει πρός τό σκέλεθρο τό χέρι γιά νά βγάλει
τήν περιπαίχτρα τή φλογέρα ἀπό τό στόμα του• ὅμως
δέν πρόφτασε τό χέρι του νά γγίξει τή φλογέρα•
τούς συνεπαίρνει ἀπίστευτο γρίκημα, πιό μεγάλο
θάμα• ἡ φλογέρα, καί μιλᾶ καί λέει καί τήν ἀκοῦνε.
Καί χύθηκ’ ἕνα ἀπέραντο κελάηδισμα, σά νά ’χᾶν
ὅλα σωπάσει γύρω τους, κι ἅς εἶχαν ὅλα ἀλλάξει,
καί στόμα γίναν καί φωνή κι ἕνα τραγούδι πλέξαν.
Κι ἔτσι ἀχολόγαε κι ἡ φωνή καί μίλαε τό σουραύλι:
—Είμαι ἡ φλογέρα ἐγώ, ἐπική, προφητικό καλάμι.
Ἐγώ εἶμαι ἀλλαδερφή τῆς Κλειῶς καί γλώσσα τῆς Καλλιόπης.
Μέ μάτιασε τῆς Σίβυλλας ἐμέ ἡ ματιά κι ἀκόμα
μοῦ σκούζει μές στά σωθικά τό σκούσμα τῆς Κασσάντρας.
Σάν τήν Ἑκάβη θρήνησα κι ἄκουσά της Γοργόνας
τῆς μυθικῆς το ρώτημα τό ἁψύ πρός τά καράβια:
«Ζεῖ ὁ βασιλιάς Ἀλέξαντρος;» Κι ἐγώ εἰμ’ ἡ ἀπόκριση• εἶπα:
«Δέσποινα, ζεῖ καί ζώνεται, δικός μας εἶναι πάντα!»
Ἔπαιξα ἐγώ τῆς Μαξιμῶς καί χόρεψε• τοῦ Ἀκρίτα
ξεσκέπασα τή λεβεντιά καί τόν παραδωκα ἴσα
πρός τούς καιρούς ἀθάνατο• καί οἱ Μοῖρες μέ μοιράναν
ὅλες• πρωτοφανέρωτη στή δόξα τῆς Ἀθήνας,
ἀπό τή Ρώμη πέρασα καί ρίζωσα στήν Πόλη.
Σάν κύκνο, Εὐρώτα, μ’ ἔλουσες, καί οἱ ροδοδάφνες σου
ἄξια κανοναρχοῦσαν, κι ἔψελνα. Καί μ’ ἔβρεξε καί ὁ Κύδνος
ποῦ ἀκόμα ἀπό τ’ ἀντιφεγγο τῆς Κλεοπάτρας φέγγει.
Γεννῆτρες μου εἴν’ οἱ μυστικές καί οἱ φοβερές Μητέρες.
Φλογέρα ἡ γλώσσα κι ἡ ὄψη μου• μά χίλιες ὄψες παίρνω,
καί τό τραγούδι μου χρησμός καί ἡ μουσική μου νόμος.
Μέ τά φτερούγια τοῦ ὄνειρου κι ἀβάσταγα πετώντας
περνῶ ἀποπάνου ἀπό καιρούς καί ἀπό τούς τόπους πέρα
μέ πᾶς, καράβι, δαίμονα τοῦ πέλαου, Φαντασία.
Γίνομαι σάλπιγγα, σαλπίζω ἀπάνου ἀπό τούς τάφους,
τούς πεθαμένους ξαγρυπνῶ, τό δρόμο τούς ρυθμίζω,
καί τό κορμί τοῦ τωρινοῦ στό περασμένο δίνω,
καί φέρνω σας καί τ’ αὐριανά μέ πρώιμη γέννα ὀμπρός σας.
Τόν ἄλλο κόσμο ἐγώ ’χω ἀρχή, τέλος τόν κόσμον ὅλο,
γιομίζω τόν ἀέρα ἀχός, μ’ ἀκοῦν, τ’ ἀφτιά γητεύω,
κι ἀπ’ τόν ἀχό περνῶ στό φῶς καί πουθενά δέ στέκω,
καί ζωγραφιά τή μουσική, τόν ἦχο στίχο κάνω,
καί τό πουλί εἶμαι πού λαλᾶ μ’ ἀνθρώπινη λαλίτσα
καί μέ λαλιά ὑπεράνθρωπη• κι ἀκοῦστε μέ, κι ἀκοῦστε.
Μήν τρέμετε• εἶμαι ἡ ταπεινή, κι ἐγώ εἶμαι ὅλου του κόσμου,
κι ἐγώ εἶμαι ἡ Βλάχα ἡ ὄμορφη, κι ἡ Βλάχα ἡ παινεμένη.
[…]
Κωστής Παλαμάς, «’Η Φλογέρα τοῦ βασιλιά», 1910
Πηγές
- Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος.
- Vasiliev Α.Α., Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Πάπυρος.
- Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, Τέταρτη Έκδοση.
- Ο πραγματικός Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος | https://cognoscoteam.gr/ο-πραγματικός-βασίλειος-β΄-ο-βουλγαρο/.
- Παγουλάτου Μενελάου, Η ιστορία του Βυζαντινού Ελληνισμού, Η Δυναστεία των Ισαύρων έως την Δυναστεία των Κομνηνών (Μέρος Α΄), Εκδόσεις ΤΑΛΩΣ Φ.
- Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Βυζάντιο, τα χίλια χρόνια που θέλουν να ξεχάσουμε, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2015.
- Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Ο Χρυσός Αιώνας της Ρωμιοσύνης (960 – 1060), Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2021.
- Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022.
- Ψελλού Μιχαήλ, Χρονογραφία.
Πηγή: evaggelialappa.gr
Προηγουμένως η ΕΟΔ έγραψε για Θρησκευτικές ταινίες που άφησαν εποχή.