Σταμάτης Σπανουδάκης.Όταν η μουσική, συνάντησε την Πίστη
Ένα βαθύ ταξίδι στη ζωή του Σταμάτη Σπανουδάκη, στη μουσική του, στην πίστη που τον καθοδηγεί και στο προσωπικό θαύμα που μεταμόρφωσε τη δημιουργία του.
Ο Σταμάτης Σπανουδάκης αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες και ξεχωριστές μορφές της Ελληνικής μουσικής. Ένας δημιουργός που κινήθηκε ανάμεσα σε κόσμους, άλλαξε κατευθύνσεις, πειραματίστηκε, έψαξε, αμφισβήτησε, χάθηκε και ξαναβρέθηκε μέσα από τις νότες, μέχρι που έφτασε στη δική του αλήθεια. Γεννημένος στην Αθήνα, με παιδικά χρόνια που σημαδεύτηκαν από την κλασική παιδεία και τη διαρκή αναζήτηση καλλιτεχνικών διεξόδων, ο Σπανουδάκης ξεκίνησε τη διαδρομή του πολύ πριν γνωρίσει τη βαθιά πνευματική στροφή που θα χαρακτήριζε μεγάλο μέρος του έργου του. Στα πρώτα του χρόνια ασχολήθηκε με το ροκ και τις πιο σύγχρονες τάσεις της εποχής, όχι από μια ανάγκη να πρωτοτυπήσει, αλλά από μια φυσική κλίση να εξερευνήσει διαφορετικές μορφές έκφρασης. Η μουσική γι’ αυτόν δεν ήταν ποτέ κάτι στατικό. Ήταν συνεχής κίνηση, μια πορεία αυτογνωσίας που τον πήγε από την Αθήνα στο εξωτερικό, από το στούντιο στη σκηνή, και από το φως στο σκοτάδι και πάλι πίσω.
Σπούδασε μουσική στη Γερμανία και στη Γαλλία, όπου επηρεάστηκε έντονα από συνθέτες της κλασικής μουσικής, από το συμφωνικό ιδίωμα, από την αυστηρή δομή και τα μεγάλα έργα που απαιτούν πειθαρχία, τεχνική και καθαρότητα συναισθήματος. Εργάστηκε ως μουσικός και συνθέτης στο εξωτερικό, συνεργάστηκε με καλλιτέχνες, βρέθηκε μέσα σε κύκλους που καθόρισαν την Ευρωπαϊκή μουσική σκηνή της εποχής, και έχτισε ένα υπόβαθρο που αργότερα θα συνέδεε με κάτι βαθύτερο, σχεδόν υπερβατικό. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, η μουσική του άρχισε να παίρνει νέα κατεύθυνση. Από τα ροκ και τα ηλεκτρικά στοιχεία πέρασε σε πιο λυρικές φόρμες, σε πιο συναισθηματικές πτυχές, ανακαλύπτοντας ότι η Ελληνική ταυτότητα, με τη Βυζαντινή παράδοση, τους ήχους των ναών, την απλότητα της προσευχής και τον πόνο της ιστορίας — αποτελεί για εκείνον ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Έτσι προέκυψαν και οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του, που άρχισαν να τον τοποθετούν σε ένα ιδιαίτερο σημείο της ελληνικής μουσικής δημιουργίας: ούτε καθαρά κλασικός, ούτε καθαρά παραδοσιακός, ούτε σύγχρονος με τη στενή έννοια, αλλά ένα κράμα όλων αυτών, άρρηκτα συνδεδεμένο με την προσωπικότητά του.
Παράλληλα με την καλλιτεχνική του πορεία, άρχισε να βαθαίνει και η σχέση του με την πίστη. Δεν ήταν μια αλλαγή από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά μια σταδιακή πορεία επιστροφής, μια διαδρομή που, όπως ο ίδιος έχει πει, ήταν περισσότερο σαν ένας αργός φωτισμός. Ο Σπανουδάκης δεν υπήρξε ποτέ ο άνθρωπος που θα έκανε εκρήξεις ενθουσιασμού ή θεαματικές δηλώσεις πίστης, ήταν πάντα πιο εσωστρεφής και στοχαστικός. Αλλά μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, τις δυσκολίες, τις απώλειες και τις στιγμές αμφιβολίας, άρχισε να ανακαλύπτει έναν κόσμο πνευματικό που τον συγκλόνισε. Αυτός ο κόσμος τον οδήγησε στη βυζαντινή μουσική, στη μελέτη των ύμνων, στη βαθιά συγκίνηση που μπορεί να προκαλέσει ένα απλό «Κύριε ελέησον» όταν τραγουδιέται με πίστη και ταπείνωση. Κι έτσι, χωρίς να το επιδιώξει συνειδητά, η μουσική του άρχισε να μεταμορφώνεται. Άρχισε να θυμίζει προσευχή. Άρχισε να φέρει μέσα της μια γαλήνη που μόνο όποιος έχει περάσει μέσα από το σκοτάδι μπορεί να μεταδώσει.
Η πνευματική στροφή του Σπανουδάκη δεν είναι, όμως, απλώς μια επιλογή θεματολογίας. Δεν είναι αποτέλεσμα μόδας ούτε κάποιας τάσης επιστροφής στην παράδοση. Ο ίδιος έχει μιλήσει δημόσια, σε στιγμές σπάνιας εξομολόγησης, για ένα προσωπικό θαύμα που βίωσε και άλλαξε ολόκληρη τη ζωή του. Σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης, όταν αντιμετώπιζε σοβαρό ζήτημα υγείας, βρέθηκε σε μια κατάσταση όπου-όπως έχει αφηγηθεί-η ανθρώπινη λογική, η επιστήμη και οι προβλέψεις δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Εκείνες τις στιγμές, όμως, ένιωσε κάτι που περιγράφει μόνον ως «θεία επέμβαση». Μια αίσθηση ότι κάποιος τον αγγίζει, ότι μια δύναμη πέρα από κάθε ανθρώπινη διάνοια τον τραβάει προς τα πάνω και του δίνει ζωή. Ο ίδιος δεν μιλά για το συγκεκριμένο θαύμα με υπερβολή, ούτε χρησιμοποιεί λόγια μεγάλα. Το περιγράφει με απλότητα, σαν κάτι που ήταν απολύτως αληθινό και απολύτως προσωπικό...τόσο προσωπικό που δεν μπορεί να το μεταδώσει ακριβώς με λέξεις. Αλλά αυτό το γεγονός, αυτή η εμπειρία που κουβαλά μέχρι σήμερα μέσα του, υπήρξε το σημείο καμπής.
https://www.youtube.com/watch?v=cUPWzjnabx4
Έκτοτε, η μουσική του Σπανουδάκη πήρε οριστικά τον χαρακτήρα που τον έκανε ευρύτερα γνωστό, ένα μείγμα συμφωνικών στοιχείων, Ελληνικής παράδοσης και βαθιάς πνευματικότητας. Γι’ αυτό και πολλά από τα έργα του είναι αφιερωμένα σε Αγίους, στην Παναγία, στη μορφή του Χριστού. Δεν είναι απλώς αφιερώσεις, είναι ευχαριστίες, μαρτυρίες πίστης, ένας τρόπος να τιμήσει, μέσα από την τέχνη του, εκείνο που τον κράτησε ζωντανό. Στις συνεντεύξεις του συχνά λέει ότι δεν γράφει αυτά που θέλει, αλλά αυτά που του «δίνονται». Πιστεύει βαθιά ότι η μουσική είναι δώρο, όχι αποτέλεσμα ανθρώπινης επιδεξιότητας. Ότι οι νότες δεν του ανήκουν. Ότι αν κάποια μελωδία συγκινεί τον κόσμο, αυτό δεν οφείλεται στη δική του ικανότητα, αλλά στη χάρη που εισέπραξε εκείνη τη στιγμή της θείας παρέμβασης.
Η πίστη του δεν έχει μόνο θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά και μια ιδιαίτερη φιλοσοφική διάσταση. Ο Σπανουδάκης θεωρεί ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ένας διάλογος με το θείο, μια συνομιλία που δεν χρειάζεται μεγάλες λέξεις ούτε φανφάρες. Σε μια εποχή θορύβου, εκείνος υπηρετεί τη σιωπή της ψυχής. Κι αυτό αντικατοπτρίζεται σε κάθε μελωδία του. Τα έργα του δεν έχουν ποτέ κραυγαλέους ήχους, έχουν βάθος, γαλήνη, εσωτερικότητα. Ο ακροατής δεν εντυπωσιάζεται, αλλά βυθίζεται. Σαν να τον κρατάει κάποιος από το χέρι και τον οδηγεί μέσα σε ένα τοπίο όπου όλα είναι πιο φωτεινά, πιο καθαρά, πιο αληθινά. Οι συναυλίες του συχνά μοιάζουν με λειτουργίες, όχι επειδή έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά επειδή έχουν ένταση πνευματική. Το κοινό σιωπά, ακούει, αναπνέει μαζί του. Κι αυτό, ίσως, είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να προσφέρει ένας καλλιτέχνης.
Ο Σπανουδάκης δεν αποφεύγει τις τοποθετήσεις του γύρω από την πίστη. Μιλάει για την Παναγία όχι σαν θρησκευτικό σύμβολο, αλλά σαν Μητέρα παρηγορητική, τρυφερή, προστατευτική. Μιλάει για τον Θεό με λόγια απλά, χωρίς θεολογικούς όρους, χωρίς να προσπαθεί να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Και μιλάει για το θαύμα που βίωσε με τη σιγουριά κάποιου που δεν έχει ανάγκη να πείσει. Απλώς το καταθέτει, όπως κάποιος καταθέτει μια αλήθεια που τον καθόρισε. Αυτή η αλήθεια είναι που άλλαξε και την τέχνη του. Από ένα σημείο και μετά, η μουσική του δεν γράφεται για να ακουστεί. Γράφεται για να νιώσει ο άνθρωπος ότι δεν είναι μόνος.
Πέρα από την πνευματική διάσταση, η καλλιτεχνική αξία του Σπανουδάκη είναι αδιαμφισβήτητη. Έχει δημιουργήσει έργα που χαρακτηρίζονται από μελωδικότητα, από λεπτοδουλεμένη ενορχήστρωση, από αγάπη για τις Ελληνικές ρίζες. Η χρήση της λύρας, των εγχόρδων, των πνευστών και των συμφωνικών οργάνων δημιουργεί μια μουσική ταυτότητα έντονα προσωπική. Οι μελωδίες του έχουν αυτή τη γλυκύτητα που δεν είναι ούτε κατάθλιψη ούτε χαρά, είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Μια διαρκής προσπάθεια να αποτυπωθεί εκείνο το ανεξήγητο που όλοι κάποτε έχουμε νιώσει, εκείνη η νοσταλγία για κάτι ανώτερο, πιο καθαρό. Ίσως γι’ αυτό η μουσική του έχει αγαπηθεί τόσο. Όχι επειδή είναι τεχνικά άρτια, που είναι, αλλά επειδή λέει την αλήθεια του.
Ο ίδιος, παρά την επιτυχία του, παραμένει αποστασιοποιημένος από τη δημοσιότητα. Δεν τον ενδιέφερε ποτέ να γίνει «σταρ». Δεν τον ενδιέφερε το θέαμα, το χειροκρότημα, η εμπορικότητα. Ό,τι κάνει, το κάνει επειδή το νιώθει. Η στάση του αυτή τον έχει κρατήσει εκτός πολλών κύκλων της μουσικής βιομηχανίας, αλλά ταυτόχρονα τον έχει κάνει πιο ελεύθερο δημιουργικά. Και ίσως αυτή η ελευθερία είναι ο λόγος που μπορεί να γράφει μουσική τόσο καθαρή. Γιατί ένας άνθρωπος που δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα, είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να δημιουργεί χωρίς φόβο.
Η πίστη του Σπανουδάκη είναι το νήμα που ενώνει τις προσωπικές του εμπειρίες με τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις. Δεν είναι απλώς ένα κομμάτι της ζωής του, αλλά η κινητήρια δύναμη που τον καθορίζει.
Η εμπειρία του θαύματος που έζησε, όπως ο ίδιος την περιγράφει, δεν τον έκανε φανατικό ούτε δογματικό, τον έκανε ευγνώμονα. Κι αυτή η ευγνωμοσύνη διαπερνά όλα του τα έργα. Από τις πιο δυναμικές συμφωνικές στιγμές μέχρι τις πιο απλές λυρικές μελωδίες. Από τις αφιερώσεις του στην Παναγία μέχρι τα έργα που έγραψε για την Ελλάδα, για την ιστορία, για ανθρώπους που αγάπησε. Σε κάθε χορδή, σε κάθε νότα, υπάρχει ένα «ευχαριστώ».
Το έργο του Σταμάτη Σπανουδάκη είναι μια γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο ανθρώπινο και το θείο, στο προσωπικό βίωμα και στη συλλογική μνήμη. Αποδεικνύει ότι η μουσική δεν είναι μόνο τέχνη, αλλά και προσευχή. Ότι η πίστη δεν είναι μόνο δόγμα, αλλά και ανάσα. Και ότι ένα θαύμα, όποια μορφή κι αν πάρει, μπορεί να αλλάξει έναν άνθρωπο τόσο βαθιά ώστε η αλλαγή αυτή να καθρεφτίζεται για χρόνια, ίσως και για πάντα, στη μουσική που αφήνει πίσω του.
Ο Σπανουδάκης, με τη σεμνότητα και τη δύναμη της αλήθειάς του, συνεχίζει να δημιουργεί έργα που δεν απευθύνονται μόνο στα αυτιά, αλλά κυρίως στην ψυχή. Έργα που μιλούν σε όσους ψάχνουν. Σε όσους πέρασαν από δυσκολίες. Σε όσους έχασαν κάτι και προσπαθούν να το ξαναβρούν. Σε όσους ένιωσαν κάποτε ένα άγγιγμα που δεν εξηγείται με λόγια. Η μουσική του είναι εκεί για αυτούς, όχι για να τους δώσει απαντήσεις, αλλά για να τους πει ότι δεν είναι μόνοι και ίσως αυτό, να είναι το μεγαλύτερο θαύμα από όλα.