Έπος του 1940: «Ήρωας… επί 88 χρόνια!»

22:40
3
Φωτογραφία: ανοιχτές πηγές Φωτογραφία: ανοιχτές πηγές

Ο ήρωας είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που δείχνει μια ασυνήθιστη επιμονή στο να πράττει το σωστό. Ένα διήγημα για το έπος του 1940.

Την προηγούμενη εβδομάδα έγινε μια καινούργια μετακόμιση στην πολυκατοικία μας, στα Σεπόλια. Ήρθε ένα φορτηγό που στο πάνω μέρος του είχε γερανό για να φτάνει στον τέταρτο όροφο και να μπορεί να ανεβάζει τα βαριά αντικείμενα. Όλα τα παιδιά μαζευτήκαμε για να δούμε το τεράστιο μηχάνημα! Ανέβαζε στον τέταρτο όροφο το ψυγείο και την κουζίνα σαν να ήταν από πούπουλο. Ο χειριστής του γερανού τον κουνούσε επιδέξια με δύο μεγάλους μοχλούς. Επιπλέον, το φορτηγό είχε κατεβάσει δύο σιδερένια στηρίγματα για να το συγκρατούν στον κατηφορικό δρόμο.

Όλα τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτεί και για ένα άλλο λόγο. Είχαμε αγωνία για το ποιος μετακομίζει, για το αν έχει παιδιά, ώστε να παίζουμε και να βρούμε καινούργιους φίλους, για το αν θα τον ενοχλεί η μπάλα που παίζουμε τα απογεύματα κάτω στον δρόμο. Ο ένοικος ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος που φορούσε κουστούμι και γραβάτα και περπατούσε αργά. Οι ελπίδες μας να βρούμε καινούργιους φίλους… μάλλον εξανεμίζονταν!

Την επόμενη μέρα μάθαμε το όνομα του νέου μας συγκάτοικου. Ήταν ο κυρ-Τάσος. Πάντα χαμογελαστός, μ’ έναν καλό λόγο για όλους. Μέσα σε μια εβδομάδα τον γνώρισε όλη η πολυκατοικία, αλλά και εκείνος είχε μάθει όλους τους ενοίκους όλων των ορόφων. Η ανωνυμία και ο φόβος των μεγαλουπόλεων δεν είχαν αγγίξει τον κυρ-Τάσο. Η μητέρα μου έλεγε ότι πρόκειται για σπάνιο άνθρωπο, ο οποίος σιγά σιγά είχε αρχίσει να γίνεται η «ψυχή της πολυκατοικίας».

Μια μέρα, η μητέρα μου γυρνούσε φορτωμένη με ψώνια και μάλλον καθώς τα άφησε στον ανελκυστήρα, της γλίστρησε και της έπεσε το κινητό που της είχε κάνει δώρο ο πατέρας μου στην γιορτή της! Η μητέρα μου μπήκε σπίτι και άρχισε να τακτοποιεί τα ψώνια και πριν ακόμη καταλάβει ότι της έλειπε το κινητό, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο κυρ-Τάσος που της έφερε το κινητό της! Του είπε χίλια ευχαριστώ και του εξήγησε ότι είχε αποθηκευμένο τον κωδικό του λογαριασμού της τράπεζας για να κάνει ηλεκτρονικές συναλλαγές και να πληρώνει με το κινητό της. «Πραγματικά με σώσατε», του είπε ανακουφισμένη. Εκείνος έκανε ότι δεν κατάλαβε. Μας χαιρέτισε και έφυγε.

Σε λίγο καιρό, ο κυρ-Τάσος έγινε και διαχειριστής της πολυκατοικίας. Έτρεχε να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη. Μια φορά επισκεύασε τη βρύση της κυρά Λένας, στον δεύτερο που είναι χήρα με δυο παιδιά, χωρίς να πάρει χρήματα. Σχεδόν κάθε μέρα έπαιρνε ψωμί στην κυρά Αθανασία, στον πρώτο όροφο, που είναι κατάκοιτη και δεν μπορεί να βγει απ’ το σπίτι της. Αρνιόταν κιόλας να δεχτεί τα χρήματα που του ’δινε και εκείνη του φώναζε ότι θα του τα δώσει οπωσδήποτε με τα κοινόχρηστα. Συχνά της έφερνε και τα φάρμακά της, γιατί ο γιος της ερχόταν μια φορά τον μήνα να την δει. Ο κυρ-Τάσος είχε μάθει τα ονόματα όλων των παιδιών της πολυκατοικίας και κάθε φορά που γιόρταζε κάποιο, του έφερνε οπωσδήποτε δώρο! Συνήθως το δώρο ήταν ένα βιβλίο και μια σοκολάτα γάλακτος. Στην γιορτή μου μου έφερε το βιβλίο «Λουκής Λάρας», μαζί με μια μεγάλη σοκολάτα γάλακτος. Με συμβούλεψε μάλιστα να μην παίζω ηλεκτρονικά παιχνίδια, αλλά να διαβάζω βιβλία και να παίζω μπάλα με τους φίλους μου.

Αυτή την τελευταία συμβουλή του, πάντοτε την εφάρμοζα και έγινε η αιτία να τον γνωρίσω καλύτερα. Ο δρόμος που μένουμε δεν είναι πολυσύχναστος και κάποια απογεύματα βρίσκουμε ευκαιρία να παίξουμε λίγη μπάλα. Προϋπόθεση όμως εκείνη την ημέρα να μην έχουν παρκάρει αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο, για να μην μας κλείνουν το τέρμα, αλλά και για να μην κάνουμε καμιά ζημιά. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο κάτω, ενώ η κυρά Αργυρώ που συνήθως κάθεται στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας και φωνάζει πως της σπάμε τα νεύρα, μάλλον έλειπε! Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Είχαμε όλο τον δρόμο «δικό μας».

Δυστυχώς όμως, εύκολα το καλό καταλήγει σε κακό, όπως λέει και η μητέρα μου. Ο Κωνσταντίνος φορώντας τα γερά ποδοσφαιρικά του παπούτσια με τα καρφιά, έκανε ένα δυνατό σουτ, σκέτη βολίδα, όπως λέμε. Εγώ έβαλα το πόδι μου για να κόψω την μπάλα. Με την κόντρα η μπάλα πήρε μια περίεργη τροχιά και πάρα πολύ ύψος, τόσο που χάθηκε από τα μάτια μας και ακούστηκε το μπαμ ταυτόχρονα με το τζάμι που γινόταν θρύψαλα! Ένα επιφώνημα «ωωχ» ακούστηκε από όλους μας. Πάει η μπάλα, πάει και το τζάμι. Μάλλον είχε πέσει σε κάποιο μπαλκόνι της δικής μας πολυκατοικίας. Ο Μάνος, που μένει ακριβώς απέναντι, ανέβηκε στο μπαλκόνι του για να δει. «Πάει το τζάμι του κυρ-Τάσου», μας είπε με ψιθυριστή συνωμοτική φωνή. Για να μην βγει να φωνάζει…, μάλλον θα λείπει.

Το απόγευμα σαν «βρεγμένη γάτα» πήγα στον πατέρα μου και του εξήγησα τι είχε συμβεί, κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας! «Βρε σπάσατε το τζάμι του καλύτερου ανθρώπου της πολυκατοικίας», είπε και φόρεσε το σακάκι του, ψάχνοντας το πορτοφόλι του για να ανεβούμε και να πληρώσουμε τη ζημιά. Δυστυχώς και ευτυχώς για μένα, ο κυρ- Τάσος πάλι έλειπε! Θυμήθηκα ότι η γιαγιά μου μου είχε πει πως μια μέρα τον είχε δει στην «τράπεζα αγάπης» της ενορίας μας, να βοηθάει στο μοίρασμα του φαγητού. Έδινε με χαμόγελο το μπολ με το φαΐ στους άπορους, που σχημάτιζαν ουρά έξω από την εκκλησία. «Μάλλον εκεί θα είναι», είπα του πατέρα μου. «Θα ’ρθουμε πάλι αύριο να ζητήσουμε συγγνώμη και να πληρώσουμε τη ζημιά. Μόνο που αύριο δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Άρα θα έρθεις μόνος σου»! «Ντρέπομαι», πρόλαβα να ψελλίσω, αλλά ο πατέρας μου με αγριοκοίταξε, χτύπησε μια φορά ακόμα το κουδούνι για να σιγουρευτεί ότι ο κυρ-Τάσος έλειπε και κατεβήκαμε. Αύριο λοιπόν η μέρα προμηνύεται δύσκολη για μένα!

Την επόμενη μέρα, στις έξι το απόγευμα, φόρεσα τα καλά μου και το πιο ευγενικό μου χαμόγελο, έβαλα στην τσέπη τα πενήντα ευρώ που μου είχε δώσει ο πατέρας μου και ξεκίνησα ν’ ανεβαίνω τις σκάλες. Έξω από την πόρτα του κυρ- Τάσου κοντοστάθηκα. Μου ήρθα μια ιδέα: να πεταχτώ μέχρι το κοντινό βιβλιοπωλείο, ν’ αγοράσω ένα φάκελο, να βάλω τα χρήματα μέσα και να τα ρίξω κάτω από την πόρτα. Σκέφτηκα όμως ότι ο πατέρας μου μου είχε πει να ρωτήσω τον κυρ- Τάσο πόσο κάνει η ζημιά, μην τυχόν τα χρήματα που κρατούσα ήταν λίγα. Άρα, πάει η ιδέα μου…!

Χτύπησα λοιπόν το κουδούνι, δειλά δειλά. «Καλώς τον λεβέντη μου», είπε και ανοίγοντας την πόρτα, μου πρότεινε να μπω μέσα. Με έβαλε να καθίσω και πήγε να μου φέρει ένα ποτήρι πορτοκαλάδα. Φαινόμουν κατακόκκινος στον μεγάλο καθρέφτη που είχε στον μπουφέ του σαλονιού του. «Ήρθα να σας ζητήσω συγγνώμη για το τζάμι…». «Πάει αυτό! Το άλλαξα χτες. Έτσι κι αλλιώς είχε από παλιά ένα ράϊσμα και μάλλον ήταν η ώρα του να φύγει. Στο καινούργιο τζάμι έβαλα περισσότερο στόκο και τώρα πια δεν θα ’χει ανάγκη». «Να σας το πληρώσω», είπα και έβγαλα από την τσέπη μου τα χρήματα. «Προς Θεού, παιδί μου. Αυτά συμβαίνουν. Τέλος καλό, όλα καλά!» «Μα πως;», είπα εγώ. «Α… σου χρωστάω κάτι: την μπάλα. Της έβαλα ένα μπάλωμα με πολλή κόλλα, γιατί ένα κομμάτι γυαλιού την τρύπησε. Την έχω στο υπόγειο, στην μέγγενη για να πιάσει καλά η κόλλα». «Τι είναι η μέγγενη;», τον ρώτησα και «πως καταφέρατε να την κολλήσετε;». «Η μέγγενη είναι ένα εργαλείο, στο οποίο βάζεις ό,τι θες να σφίξεις για να το κολλήσεις ή να το κόψεις. Έτσι εγώ έβαλα το μπάλωμα πάνω στη δερμάτινη μπάλα. Κρίμα να πήγαινε χαμένη η μπάλα. Να φανταστείς, παιδί μου, εμείς στην ηλικία σας δεν είχαμε μπάλες. Η γιαγιά μου έβρισκε παλιά πανιά και χιλιομπαλωμένες κάλτσες και μας τα έραβε με κλωστή για να φτιάξει κάτι σαν μπάλα! Θα σ’ αφήσω δυο λεπτά μόνο σου για να κατέβω στο υπόγειο και να την φουσκώσω».

Είχα μείνει άφωνος από τη γενναιοδωρία αυτού του ανθρώπου. Τον περίμενα παρατηρώντας το σαλόνι του. Δεν υπήρχε πουθενά τηλεόραση! Απέναντι από την πολυθρόνα που καθόμουν, υπήρχε ένα κάδρο με τζάμι και κάτι στρογγυλό, σαν μετάλλιο. Φαινόταν πολύ παλιό, είχε μαυρίσει από μέσα το τζάμι και δεν μπορούσα να διαβάσω τι γράφει. Πάνω στον μπουφέ ήταν μια κιτρινισμένη εφημερίδα. Πήγα κοντά. Θυμήθηκα τα λόγια του δασκάλου μου, του κυρίου Λάμπρου. Μας είχε πει για τον «κίτρινο τύπο», δηλαδή εφημερίδες με κουτσομπολιά και υβριστικά σχόλια που τυπώνονταν σε κακής ποιότητας κιτρινισμένο χαρτί. Να έχει ο κυρ- Τάσος στο σπίτι του κάτι τέτοιο; Αποκλείεται, σκέφτηκα και ξεκίνησα να διαβάζω την εφημερίδα. Ήταν η εφημερίδα «Ακρόπολις». Δεν την είχα ξανακούσει. Έγραφε: Δεκέμβριος 1940. Ξεφυλλίζοντας μου τράβηξε την προσοχή η φωτογραφία ενός μικρού παιδιού ντυμένου στρατιωτικά. Ο τίτλος του άρθρου ήταν: «Ο μικρότερος δεκανεύς του κόσμου». Ξεκίνησα να διαβάζω: «Ο δεκατριάχρονος Αναστάσιος Χαραλαμπόπουλος τρύπωσε στο βαγόνι με τις αποσκευές, στο τρένο που θα πήγαινε τους στρατιώτες μας στο μέτωπο στην πρώτη γραμμή. Τόλμησε να αυτοεπιστρατευθεί. Ο πατέρας του, Αλέξανδρος, είχε μπει σε άλλο βαγόνι. Δεν ξαφνιάστηκε όταν ανακάλυψαν τον μικρό. Ο Αναστάσης επέμενε να μείνει στο μέτωπο να πολεμήσει. Εξάλλου, η επιστροφή του στην Αθήνα κρίθηκε αδύνατη. Ήξερε καλά τον γιό του ο Αλέξανδρος και με πόση αγάπη και πίστη στην πατρίδα και τα ιδανικά τον μεγάλωνε. Για τούτο και δέχτηκε την πρόταση να υπογράψει για να καταταχτεί ο γιός του εθελοντής στον ελληνικό στρατό, κι ας ήταν το όπλο μεγαλύτερο από το μπόι του! Γρήγορα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και στην αντάρα της μάχης ο Αναστάσης, φορώντας τη στολή του στρατιώτη, που με εντολή του διοικητή της μεραρχίας κόπηκε και ράφτηκε στα μέτρα του. Γρήγορα γεύτηκε και τη χαρά της νίκης. Όταν ο στρατός μας κατάλαβε την Κορυτσά, ο Αναστάσης μπήκε και παρήλασε στην πρώτη γραμμή, επικεφαλής του λόχου! Τι κι αν ήταν παιδί. Μια πνευμονία όμως αναγκάζει τον διοικητή να τον αφήσει στα μετόπισθεν, σ’ ένα μικρό χάνι για ν’ αναρρώσει. Ο μικρός όμως δεν μένει στο κρεβάτι. Τριγυρίζει παντού. Αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή ότι ένας πελάτης στο χάνι κλείνεται στο δωμάτιό του, από το οποίο ακούγονται κάποιοι περίεργοι ήχοι σαν από μηχάνημα. Είπε τις υποψίες του στον πανδοχέα και αυτός ειδοποίησε τη χωροφυλακή. Ο ύποπτος ήταν κατάσκοπος που έδινε στους Ιταλούς πληροφορίες για τις θέσεις των Ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Συνέλαβαν τον κατάσκοπο. Ύστερα από λίγες ώρες, ο Αναστάσιος Χαραλαμπόπουλος, μόλις δεκατριών χρονών έπαιρνε μετάλλιο αλλά και τον βαθμό του δεκανέα. Ήταν πλέον ο πιο μικρός δεκανέας στην Ελληνική ιστορία, ο πιο μικρός βαθμοφόρος στρατιώτης στον κόσμο».

Είχα δακρύσει. Μου φαινόταν απίστευτο. Κατάλαβα τι αξία είχε αυτό το μετάλλιο στο κάδρο απέναντί μου. Βρισκόμουν στο σπίτι ενός ήρωα! Αληθινού ήρωα. Ήρωα, όχι για μια φορά. Ο ήρωας είναι -λένε- ένας συνηθισμένος άνθρωπος που δείχνει μια ασυνήθιστη επιμονή στο να πράττει το σωστό. Ο κυρ-Τάσος έκανε ηρωικές πράξεις σ’ όλη του τη ζωή. Τόσα χρόνια προσφέρει στους άλλους χωρίς αντάλλαγμα.

Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε και ο κυρ-Τάσος μπήκε. Ακούμπησε την φουσκωμένη μπάλα κάτω και την κλώτσησε προς το μέρος μου χαρούμενος. Εγώ άφησα την μπάλα να κυλίσει και έτρεξα να τον αγκαλιάσω. Εκείνος κατάλαβε αμέσως, βλέποντας την εφημερίδα ανοιχτή στον καναπέ. «Κύριε Τάσο είστε ήρωας!» του είπα. Εκείνος δεν απάντησε. Με αγκάλιασε χαμογελώντας με αμηχανία. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. «Κύριε Τάσο, θα μου υπογράψετε την μπάλα;» Αρνήθηκε. Τον παρακάλεσα. Κατάφερα να τον πείσω!

Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες, χαρούμενος. Μπήκα στο σαλόνι και τοποθέτησα την μπάλα σε περίοπτη θέση στον δικό μας μπουφέ, στο σαλόνι. Κάτω από την υπογραφή του κυρ-Τάσου έγραψα με τα πιο όμορφα και καλλιγραφικά γράμματα που είχα κάνει ποτέ:

Αναστάσιος Χαραλαμπόπουλος, ήρωας επί 88 χρόνια!    

Συγγραφή: Γκίκας Στυλιανός ( βραβευμένος με Α΄ βραβείο διηγήματος από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών.)

Φιλολογική επιμέλεια: Γκίκας Δημήτρης

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης