ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ - ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΕΚΚΛΗΤΟ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από την ΕΚΚΛΗΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΤΥΧΙΚΟΥ(Α΄)
«Εν Σκύθαις και Σαμοσάτοις δικάζειν»…
Όπως αποκάλυψε η eeod.gr ο Μητροπολίτης Τυχικός κατέθεσε έκκλητο προσφυγή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με βάση το άρθρο 81 του Καταστατικού Χάρτη κατά της συνοδικής αποφάσεως της 22-5-25 που τον κήρυξε έκπτωτο.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες, ολοι οι Μητροπολίτες έλαβαν το έκκλητο και οι περισσότεροι από αυτούς που καταδίκασαν τον Μητροπολίτη Τυχικό είναι προβληματισμένοι και μετανιωμένοι για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και την ποινή που του επέβαλαν. Όπως προκύπτει από απόσπασμα που μας εμπιστεύτηκαν, στο έκκλητό του ο Μητροπολίτης στρέφεται κυρίως κατά της αντικανονικής και παράνομης διαδικασίας που ακολούθησε ο Αρχιεπίσκοπος με σκοπό να τον εκθρονίσει από τη Μητρόπολη Πάφου.
Όπως προβλέπει η εκκλησιαστική δικονομία της Εκκλησίας της Κύπρου (Καταστατικός Χάρτης) και όπως συμβαίνει σε όλα τα δικαστήρια του νομικά πολιτισμένου κόσμου, πριν από την ακροαματική διαδικασία πρέπει να προηγηθεί το καθοριστικό στάδιο της προδικασίας που περιλαμβάνει: κατατίθενται στη Σύνοδο συγκεκριμένες καταγγελίες, παραπέμπονται οι καταγγελίες από τη Σύνοδο στην 5μελή Ανακριτική Επιτροπή (τρεις Αρχιερείς και δύο ιερείς), ορίζεται Ανακριτής, διεξάγεται κύρια Ανάκριση με ενδελεχή έλεγχο των καταγγελιών, κλητεύονται και εξετάζονται οι κατήγοροι και οι μάρτυρες κατηγορίας, ελέγχονται τα τεκμήρια, κλητεύονται και εξετάζονται οι μάρτυρες υπεράσπισης, εκδίδει το πόρισμά του ο Ανακριτής, αποφαίνεται η Ανακριτική Επιτροπή για παραπομπή σε δίκη ή όχι. Αν υπάρχει παραπομπή σε δίκη η Ανακριτική Επιτροπή προβαίνει σε εκλογή Εκκλησιαστικού Εισαγγελέα, ο Εισαγγελέας συντάσσει το κατηγορητήριο με συγκεκριμένο περιεχόμενο και μορφή, χορηγείται στον κατηγορούμενο το κατηγορητήριο μαζί με τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα τεκμήρια και ολόκληρη τη δικογραφία, αποστέλλεται κλήση στον κατηγορούμενο να παραστεί συγκεκριμένη ημερα και ώρα για να δικαστεί. Και αφού γίνει όλη αυτή η προδικασία τότε αρχίζει η ακροαματική διαδικασία της δίκης.
Τι απ΄όλα αυτά έκανε η Σύνοδος στην υπόθεση Τυχικού;
Σύμφωνα με την προσφυγή του «πρώην» Πάφου, η Ι. Σύνοδος δεν έκανε ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ! ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ.
Η έκκλητος που κατέθεσε ο Μητροπολίτης Τυχικός στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για αυτό το σημείο αναφέρει επί λέξει:
«Δεν είχε τηρηθεί ούτε στο ελάχιστο η προβλεπόμενη στην εκκλησιαστική και ποινική Δικονομία προδικασία. Ορθότερα, δεν υπήρξε καν προδικασία, κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου και ηθικής.
α) …Η Σύνοδος ήταν υποχρεωμένη μόλις έλαβε γνώση των καταγγελιών (12.9.2024 και 3.2.2025) -αν έκρινε ότι χρήζουν περαιτέρω ερεύνης- να τις παραπέμψει αμέσως στην Ανακριτική Επιτροπή για ουσιαστικό και ενδελεχή έλεγχο, σύμφωνα με τον ΚΧ (άρθρ. 2 § 1 και 12 § 1, Παραρτήματος). ... Συνεπώς, ο Μακαριώτατος δεν ενομιμοποιείτο να επανέλθει επαναλαμβάνοντας τις ίδιες καταγγελίες εναντίον μου και στη συνεδρίαση της 22.5.25.
β) Η Ανακριτική Επιτροπή δεν ασχολήθηκε με τις εις βάρος μου καταγγελίες, αντίθετα με τις προβλέψεις του ΚΧ (άρθρ. 2 § 1 και 12 § 1, Παραρτήματος).
γ) Δεν διορίστηκε Ανακριτής, όπως προβλέπει ο ΚΧ (άρθρ. 14 § 1, Παραρτήματος).
δ) Δεν έγινε ανάκριση η οποία έχει σκοπό «την ανεύρεσιν της ουσιαστικής αλήθειας» κατά τον ΚΧ (άρθρ. 14 § 1, Παραρτήματος Β, ΙΙ). Συνεπώς, δεν εξετάστηκε η γνησιότητα των επιστολών και των εγγράφων ούτε αν οι καταγγέλλοντες εμπίπτουν στις περιπτώσεις των αποκλειομένων (κανόνας 6ος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου), δεν κλήθηκαν μάρτυρες ούτε κατηγορίας ούτε υπερασπίσεως, και γενικά δεν ερευνήθηκαν ούτε στο ελάχιστο οι καταγγελίες, όπως απαιτεί η εκκλησιαστική και ποινική δικονομία των νομικά πολιτισμένων κρατών.
ε) Δεν συντάχθηκε το απαραίτητο ανακριτικό πόρισμα υπό του Ανακριτού ούτε, ασφαλώς, υπεβλήθη στην Ανακριτική Επιτροπή, όπως προβλέπει ο ΚΧ (άρθρ. 14 § 6, Παραρτήματος).
στ) Δεν υπάρχει αξιολόγηση του φακέλου της ανακρίσεως από την Ανακριτική Επιτροπή, αντίθετα με τις διατάξεις του ΚΧ (άρθρ. 15 § 1, Παραρτήματος).
ζ) Η αρμόδια Ανακριτική Επιτροπή ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΣΚΗΣΕ ΔΙΩΞΗ (άρθρ. 15 § 1, 3, Παραρτήματος). Δικάστηκα και καταδικάστηκα χωρίς να μου έχει ασκηθεί δίωξη.
η) Ούτε η αρμόδια Ανακριτική Επιτροπή [ούτε άλλο -αναρμόδιο- όργανο] όρισε Εισαγγελέα για να προχωρήσει η διαδικασία με τη σύνταξη κατηγορητηρίου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΚΧ (άρθρ. 15 § 2, Παραρτήματος).
θ) Δεν συντάχθηκε κατηγορητήριο, αντίθετα με κάθε έννοια δίκαιης δίκης. Με δίκασαν χωρίς να υπάρχει κατηγορητήριο κατά παράβαση όσων ρητά και επιτακτικά αναφέρει ο ΚΧ (άρθρ. 16 και 17 Παραρτήματος).
ι) Δεν κατατέθηκε το κατηγορητήριο στη Γραμματεία της Ι. Συνόδου ως αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου για να με δικάσει, όπως προβλέπει ο ΚΧ (άρθρ. 15 § 1, 3, Παραρτήματος).
ια) Δεν μου κοινοποίησαν κατηγορητήριο, παρά τη ρητή πρόβλεψη του ΚΧ (άρθρ. 19, Παραρτήματος).
ιβ) Δεν μου κοινοποίησαν αντίγραφα μαρτυρικών καταθέσεων (άρθρ. 19, Παραρτήματος).
ιγ) Δεν μου κοινοποίησαν άλλα έγγραφα, επιστολές κοκ, και γενικά το φάκελο των καταγγελιών (άρθρ. 19, Παραρτήματος).
ιδ) Τέλος, δεν έλαβα την προβλεπόμενη κλήση προς κατηγορούμενο «όπως εις συγκεκριμένην ημέραν και ώραν εμφανισθή ενώπιον του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου» (άρθρ. 19, Παραρτήματος)».
Ουσιαστικά δεν έγινε καθόλου προδικασία για τον έλεγχο των καταγγελιών. Δεν εξετάστηκαν οι καταγγελίες.
Παρόμοια περιφρόνηση του Καταστατικού Χάρτη και της Ποινικής Δικονομίας των πολιτισμένων νομικά κρατών έχουμε και στην ακροαματικά διαδικασία ενώπιον της Συνόδου-Δικαστηρίου την 22-5-25, όπως θα δούμε.
Σε άλλο σημείο τονίζεται στο έκκλητο: «Είναι πρόδηλο όχι μόνο σε όσους ασχολούνται με το κανονικό ή κοσμικό δίκαιο αλλά σε όσους έχουν απλή αίσθηση δικαίου, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε και οδήγησε στην έκπτωσή μου από την Ι. Μητρόπολη Πάφου δεν έχει καμία σχέση με τη «δικαία κρίσιν» που απαιτούσε ο Μωσαϊκός Νόμος (Δευτ. 16, 18) ή τη «δίκαιη δίκη» που απαιτεί ο σύγχρονος νομικός πολιτισμός (ΕΣΔΑ άρθρ. 6). Μάλλον παραπέμπει στη διαδικασία που ειρωνεύεται ο αρχαιοελληνικός λόγος με τη φράση «ἐν Σκύθαις καὶ Σαμοσάτοις δικάζειν»!
Η δίκαιη δίκη (ή δίκαιη διαδικασία) δεν είναι μία παραχώρηση που επαφίεται στην καλή διάθεση της Δικαστικής Εξουσίας και των οργάνων της, αλλά συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και αποτελεί βασικό πυλώνα της έννομης προστασίας σε κάθε ευνομούμενη κοινωνία, και, ταυτόχρονα, μέρος του παγκόσμιου νομικού πολιτισμού».
Κατόπιν αυτών, ο Οικουμενικός Πατριάρχης καλείται να απαντήσει στο ερώτημα: Μία τόσο αυστηρή καταδικαστική απόφαση, η οποία θεμελιώνεται στην ωμή παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη και όλων των δικονομικών προβλέψεων που απαιτεί ο νομικός πολιτισμός, μπορεί να είναι ισχυρή και να παράγει τόσο σοβαρές συνέπειες στη ζωή μιας Μητροπόλεως, όπως έκπτωση του Μητροπολίτου;
Δικαιούται ο Αρχιεπίσκοπος και μία ευκαιριακή συνοδική πλειοψηφία να περιφρονεί και να παραβιάζει ολόκληρο τον Καταστατικό Χάρτη και τους ι. Κανόνες και η παράνομη και αντικανονική αυτή συμπεριφορά να είναι αποδεκτή;

