Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το Ουκρανικό Ζήτημα: Εκκλησιολογικές Προϋποθέσεις και Θεολογικές Εκτροπές

11:27
63
Φωτογραφία: Αρχείο ΕΟΔ Φωτογραφία: Αρχείο ΕΟΔ

Η εργαλειοποίηση της Παράδοσης, η εκτροπή από την ορθόδοξη εκκλησιολογία και το ερμηνευτικό αδιέξοδο της απροϋπόθετης αναγνώρισης Ουκρανών σχισματικών.

Στο You-tube κανάλι της Ελληνικής Ένωσης Ορθοδόξων Δημοσιογράφων δημοσιεύτηκε βίντεο του υπ. διδάκτωρα Δογματικής κ. Βασίλειου Τουλουμτσή, καθηγητή του Εθνικού Πανεπιστημίου Καποδιστρίου Αθηνών, που παρουσίασε την εισήγησή του «Εκκλησιαστική αξιολόγηση της μη αναχειροτόνισης σύμφωνα με την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο και η περίπτωση της Ουκρανικής κρίσης».

Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος καθίσταται διαχρονικά σημείο αναφοράς και πρότυπο για τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις αποδοχής αιρετικών και σχισματικών επισκόπων και ιερέων. Το γεγονός ότι κάθε σχετική μελέτη, άμεσα ή έμμεσα, ανατρέχει σε αυτή τη Σύνοδο, αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη της σημασίας της. Αυτός ο εκκλησιολογικός σταθερός άξονας, αναπόφευκτα, επανέρχεται και στην περίπτωση της αναγνώρισης ή, ακριβέστερα, της μετονομασίας των σχισματικών Ουκρανών σε κανονικούς επισκόπους της Εκκλησίας.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν ανέπτυξε ένα καινοφανές, αυτόνομο εκκλησιολογικό σχήμα περί αποδοχής αιρετικών· αντίθετα, στα Πρακτικά της ενσωματώνεται και συνοψίζεται το σύνολο της προγενέστερης εκκλησιαστικής παραδόσεως. Συνεπώς, «ἐν προσώπῳ» της Συνόδου αυτής αποτυπώνεται ο διαχρονικός τρόπος με τον οποίο ενεργεί η Εκκλησία, σε πλήρη συμφωνία με το ορθόδοξο εκκλησιολογικό πλαίσιο που ταυτίζει τα κανονικά και τα χαρισματικά της όρια. Αυτό σημαίνει ότι τα μυστήρια και η κοινωνία της θείας Χάριτος είναι αποκλειστικό γνώρισμα του μυστηριακού σώματος του Χριστού, καθώς «ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε περιέχουσα καὶ ποτὲ περιεχόμενον». Η θεμελιώδης αυτή αντίληψη συνιστά πιστή έκφραση της παύλειας ομολογίας «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» καθώς και του αντίστοιχου άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».

Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του Ουκρανικού ζητήματος, εντοπίζονται σοβαρά εκκλησιολογικά σφάλματα, κυριότερα εκ των οποίων είναι τα εξής δύο:
α) παρατηρείται μια σαφής μετατόπιση του προβλήματος από το πεδίο της εκκλησιολογίας στο πεδίο του κανονικού δικαίου, με κυρίαρχους όρους τα «προνόμια» και τα «κανονικά δικαιώματα». Παρότι τέτοιοι όροι υφίστανται εντός του πλαισίου της εκκλησιαστικής ενότητας, εν προκειμένω χρησιμοποιήθηκαν διαιρετικά,
β) οι περισσότερες από τις δημοσιευμένες μελέτες προσέγγισαν το ζήτημα με νομικίστικο και εμπαθή τρόπο, κινούμενες εντός του διπόλου Φαναρίου–Μόσχας, αποσκοπώντας στην υποστήριξη του ενός και στη δαιμονοποίηση του άλλου, αγνοώντας επιδεικτικά την ουσία του ζητήματος. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω κείμενα στερούνται ακαδημαϊκής αμεροληψίας και επιστημονικής σοβαρότητας, παρά το γεγονός ότι οι συντάκτες τους προέρχονται κυρίως από τον χώρο της θεολογικής εκπαίδευσης. Αυτή η μονομερής οπτική τα κατατάσσει –στην καλύτερη περίπτωση– στα επιστημονικά αδιάφορα. Αντί της αξιολόγησης βάσει θεολογικών επιχειρημάτων, επιχειρήθηκε η περιθωριοποίηση των σοβαρών μελετών μέσω προσβλητικής ρητορικής και προπαγανδιστικών μεθόδων.

Κατά τη Σύναξη των Προκαθημένων στο Σαμπεζύ της Γενεύης, τον Ιανουάριο του 2016, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος παρουσίασε πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες υπήρχε πρόθεση, μετά τη Σύνοδο, να επιχειρηθεί η ένταξη των Ουκρανών σχισματικών σε κανονική δομή, είτε μέσω δύο δικαιοδοσιών είτε μέσω απονομής αυτοκεφαλίας. Προειδοποίησε δε ότι μία τέτοια ενέργεια θα προκαλούσε βαθύ διχασμό στην Ορθοδοξία. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης απάντησε αρνούμενος τις κατηγορίες, δηλώνοντας ότι μόνο ο ίδιος εκφράζει επίσημα τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και διαψεύδοντας ρητά οποιοδήποτε τέτοιο ενδεχόμενο.

Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2019, παραχωρήθηκε Τόμος Αυτοκεφαλίας σε εκκλησιαστικό σχήμα που αποτελούνταν από τρεις κατηγορίες επισκόπων:
– κανονικούς που αποσχίστηκαν από το Πατριαρχείο Μόσχας,
– επισκόπους χειροτονημένους εντός του σχίσματος,
– και αυτοχειροτόνητους ή ακόμη και αβάπτιστους.
Παρά τις μεταξύ τους ουσιώδεις διαφορές, όλοι αυτοί έτυχαν ίσης μεταχείρισης, αναγνωρίστηκαν συλλήβδην ως κανονικοί αρχιερείς και εντάχθηκαν στην νέα «εκκλησιαστική» δομή, η οποία υποτίθεται ότι επιφέρει θεραπεία. Στην πραγματικότητα όμως, η ίδρυση παράλληλης εκκλησιαστικής δομής στον ίδιο τόπο, με ταυτόχρονη περιθωριοποίηση του κανονικού Μητροπολίτη Ονουφρίου, καθιστά την πράξη αυτή de facto σχίσμα.

Μία Εκκλησία, όμως, για να καταστεί αυτοκέφαλη, οφείλει προηγουμένως να είναι Εκκλησία· δηλαδή να έχει αποδεδειγμένα υποστατά μυστήρια, αγιαστική χάρη και αληθή ιερωσύνη. Επομένως, η αποκατάσταση στην ιερωσύνη προηγείται της αυτοκεφαλίας. Αυτή δεν έχει δική της χαρισματική υπόσταση, αλλά θεμελιώνεται στη λειτουργική και κανονική πληρότητα μιας τοπικής Εκκλησίας. Δεν είναι δυνατόν μια διοικητική πράξη, όπως η απονομή αυτοκεφαλίας, να προσδώσει αυτόματα ιερωσύνη σε άτομα που ποτέ δεν τη δέχθηκαν κανονικά και ενδεχομένως δεν ανήκαν ποτέ στο Σώμα της Εκκλησίας. Σε αντίθετη περίπτωση, δημιουργείται το θεολογικά αδιανόητο: να υπάρχει ομάδα με Τόμο Αυτοκεφαλίας, αλλά να μην αποτελεί Εκκλησία.

Μετά τη Σύνοδο του 2016, άρχισαν να εμφανίζονται κείμενα θεολόγων που υποστήριζαν την απροϋπόθετη αποδοχή πάσης φύσεως σχισματικών επισκόπων, δίχως αναχειροτονία, επικαλούμενοι το παράδειγμα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δέχθηκε εικονομάχους επισκόπους χωρίς επαναχειροτονία. Το επιχείρημα αυτό υιοθετήθηκε στη συνέχεια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά την προηγούμενη ρητή άρνηση του Πατριάρχη, οδηγώντας στη θεσμοθέτηση της ταύτισης της επισκοπικής ιδιότητας με την απλή δήλωση αυτής.

Η ουκρανική περίπτωση δεν έχει καμία θεολογική συγγένεια με τις περιπτώσεις των αυτοκεφαλιών της Ελλάδας, της Βουλγαρίας ή της Εσθονίας. Σε αντίθεση με εκείνες, η ουκρανική δομή συγκροτείται αποκλειστικά από σχισματικούς, γεγονός που δεν αναγνωρίζει η επίσημη επιχειρηματολογία. Επιπλέον, η κατάχρηση ιστορικών παραδειγμάτων για την κατασκευή δεδικασμένων δεν προσφέρει κύρος στα επιχειρήματα· αντιθέτως, πλήττει την εκκλησιολογία, καθώς οι κατ’ οικονομίαν ενέργειες της Εκκλησίας δεν επιδέχονται γενίκευση.

Συνοψίζοντας, η πρακτική αναγνώρισης των Ουκρανών σχισματικών δεν έχει καμία σχέση με το εκκλησιολογικό πλαίσιο της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και δεν συμβαδίζει με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, για την οποία δεν υπάρχουν μυστήρια και ιερωσύνη εκτός της Εκκλησίας. Αντιθέτως, φέρει εντονότατα στοιχεία βατικάνειας εκκλησιολογίας, κατά την οποία ο θεμέλιος λίθος της ενότητας δεν είναι πλέον η πίστη και η παράδοση, αλλά το πρόσωπο του «πρώτου». Η κοινωνία με τον «πρώτο» υποκαθιστά την ανάγκη αναχειροτονίας, καθιστάμενη καθοριστικός όρος της ενότητας. Στη λογική αυτή εντάσσεται και η συμβολή του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος, μέσω της περσοναλιστικής ερμηνείας της Τριάδος και της προτεραιότητας του Πατρός, θεμελίωσε μια τριαδολογική αίρεση που απεικονίζεται σε μια εξίσου προβληματική εκκλησιολογία.

Η αληθινή θεραπεία του Ουκρανικού ζητήματος δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο εντός του πλαισίου της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, που καλεί με θεραπευτικό τρόπο τους εκτός της Εκκλησίας στην εν Χριστώ ζωή και σωτηριώδη ενότητα.

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης