Η Οθωμανική κυριαρχία στην Αλβανία μέσω των Τζαμιών
Η ανέγερση τζαμιών από την Τουρκία στην Αλβανία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την επέκταση της γεωπολιτικής της παρουσίας και τη διάδοση ενός συντηρητικού ισλαμικού μοντέλου. Οι θρησκευτικές αυτές δομές εντάσσονται ξεκάθαρα στο πλαίσιο της πολιτικής ατζέντας του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το επιβλητικό Τέμενος της Ναμαζγκιά στο κέντρο των Τιράνων, με τέσσερις μιναρέδες ύψους 50 μέτρων και χωρητικότητα περίπου 8.000 ατόμων. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ισλαμικούς χώρους λατρείας στα Βαλκάνια, του οποίου η κατασκευή χρηματοδοτήθηκε κατά μεγάλο μέρος – περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ – από το τουρκικό θρησκευτικό ίδρυμα Diyanet. Αρχιτεκτονικά είναι εμπνευσμένο από το διάσημο Μπλε Τζαμί της Κωνσταντινούπολης.
Τον Οκτώβριο του 2024, ο ίδιος ο Ερντογάν επισκέφθηκε την Αλβανική πρωτεύουσα για να εγκαινιάσει το τέμενος, μετά από μια δεκαετία καθυστερήσεων. Στο πλαίσιο της επίσκεψης υπεγράφησαν συμφωνίες συνεργασίας με την αλβανική κυβέρνηση στους τομείς της γεωργίας και της παιδείας, ενώ η Τουρκία δώρισε και τουρκικής κατασκευής drones.
Ωστόσο, η εμπλοκή της Τουρκίας στη διαχείριση του τεμένους – με την τοποθέτηση Τούρκου ιμάμη και εκπροσώπων της Diyanet στο διοικητικό συμβούλιο – προκάλεσε αντιδράσεις στην αλβανική κοινωνία.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, που το 1967 είχε κηρύξει την Αλβανία πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσμο, ανεγέρθηκαν πρώτα ο Καθολικός Καθεδρικός Ναός (2001) και ο Ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός (2014) στα Τίρανα. Το ισλαμικό τέμενος ήρθε τελευταίο στη σειρά, υποδηλώνοντας την πολύπλοκη σχέση της χώρας με τις θρησκείες.
Η Γαλλίδα κοινωνιολόγος Nathalie Clayer από την École des Hautes Études en Sciences Sociales επισημαίνει ότι η περίπτωση της Ναμαζγκιάς αποτελεί παράδειγμα της τουρκικής επιδίωξης να διευρύνει την επιρροή της στα Βαλκάνια μέσω του χτισίματος τζαμιών. Οι θρησκευτικές κατασκευές δεν είναι απλώς έκφραση πίστης, αλλά και εργαλείο γεωπολιτικής, με οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές προεκτάσεις. Παράλληλα, τονίζει ότι οι τοπικές κοινωνίες διατηρούν περιθώρια δράσης και επιρροής στις αποφάσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2017 έως το 2019 οι εργασίες στο τέμενος είχαν παγώσει, επειδή η Άγκυρα απαιτούσε από τα Τίρανα την έκδοση ατόμων που θεωρούσε ύποπτους για σύνδεση με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν – τον οποίο ο Ερντογάν κατηγορεί για το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Οι εργασίες συνεχίστηκαν μόνο όταν οι ύποπτοι εκδόθηκαν στην Τουρκία.
Παρόλο που οι κοινότητες συχνά παίζουν ενεργό ρόλο στη δημιουργία τζαμιών, όταν πρόκειται για μεγάλα έργα στις πρωτεύουσες, η εμπλοκή εθνικών και ξένων δυνάμεων είναι αναπόφευκτη. Όπως επισημαίνει η Clayer, το ζήτημα υπερβαίνει τη θρησκεία: αφορά το εθνικό κύρος, τις απαιτήσεις των μουσουλμανικών κοινοτήτων και τις σχέσεις με άλλες θρησκείες.
Η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε βασικό χρηματοδότη ισλαμικών υποδομών στα Βαλκάνια – κάτι που δεν ίσχυε αμέσως μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, για παράδειγμα, καταστράφηκαν περίπου 600 τζαμιά και πολλές ακόμη ζημιώθηκαν κατά τον πόλεμο του 1992–1995. Τότε, ο κύριος χορηγός της ανοικοδόμησής τους ήταν η Σαουδική Αραβία.
Ωστόσο, μετά την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία το 2002 και ιδιαίτερα μετά το 2001, η Τουρκία ενίσχυσε δραστικά την παρουσία της. Αντίθετα, η Σαουδική Αραβία έχει περιορίσει τη διεθνή της δράση, καθώς ο διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν εστιάζει στην αποκατάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς εντός των συνόρων της χώρας, στο πλαίσιο του προγράμματος «Όραμα 2030».
Σύμφωνα με την Kristin Smith Diwan, αναλύτρια στο Ινστιτούτο των Αραβικών Κρατών του Κόλπου στην Ουάσινγκτον, ο σαλαφιστικός/ουαχαμπιτικός Ισλαμισμός χάνει έδαφος στη Σαουδική Αραβία, όπου ο εθνικισμός έχει πλέον κυρίαρχο ρόλο. Το 2021, ο μπιν Σαλμάν αποκήρυξε δημόσια τον ουαχαμπισμό, χαρακτηρίζοντάς τον ξεπερασμένο.
Η Άγκυρα επιχειρεί να επανασυστήσει τον εαυτό της ως κληρονόμο της Οθωμανικής παρουσίας στα Βαλκάνια, προβάλλοντας τον ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης. Αυτή η στρατηγική όμως δεν περιορίζεται στη θρησκεία ή στις κατασκευές τζαμιών.
Όπως αναφέρει η καθηγήτρια πολιτισμικής ανθρωπολογίας Rebecca Bryant του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, τα τζαμιά αποτελούν μόνο μία πτυχή μιας ευρύτερης στρατηγικής «ιμπεριαλισμού υποδομών», που περιλαμβάνει έργα όπως σιδηροδρομικές γραμμές, λιμάνια, ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα – από τη Βοσνία και τη Γεωργία μέχρι το Καζακστάν, την κατεχόμενη βόρεια Κύπρο και τη Σενεγάλη.
Ενδεικτικά, μεγάλα έργα στην Αστάνα, πρωτεύουσα του Καζακστάν, έχουν εκτελεστεί από τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες, συχνά με στενές σχέσεις με το προεδρικό περιβάλλον. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το νέο συγκρότημα στη βόρεια Λευκωσία, που εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 2024 και περιλαμβάνει το προεδρικό μέγαρο, το κοινοβούλιο, ξενοδοχεία και ένα τζαμί (το οποίο δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί).
Η Τουρκία χρησιμοποιεί τέτοια έργα ως σύμβολα του οράματός της για το μέλλον. Όπως εξηγεί η Bryant, μέσα από ρητορική περί «αδελφοσύνης» και «κοινής μοίρας», η Άγκυρα θέλει να δείξει πως εκπροσωπεί έναν εναλλακτικό δρόμο προόδου, διαφορετικό από τον δυτικό μοντέλο.
Η κατασκευή τζαμιών, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι απλώς έκφραση θρησκευτικής πίστης – είναι μια πολιτική πράξη, θεμελιώδης για το όραμα της Τουρκίας ως παγκόσμιας δύναμης