Βιογραφικό Ἀρχιμανδρίτου Κοσμᾶ Σιώζιου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Στομίου Κονίτσης

Ὁ π. Κοσμᾶς -ὁ «Καλόγερος», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν οἱ Κονιτσιῶτες- ὑπῆρξε ἄνθρωπος πολλῆς ἀγάπης, ἁπλότητος καὶ συγχωρητικότητος. Ἀγαποῦσε καὶ συγχωροῦσε τοὺς πάντες. Ἦταν ὑπομονετικός, μὲ ταπεινὸ καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Στομίου Κονίτσης, Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Κοσμᾶς (κατὰ κόσμον Γεώργιος) Σιώζιος γεννήθηκε στὴν Κράψη Ἰωαννίνων τὴν 15η Ἀπριλίου 1938. Ἦταν τὸ τρίτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰωάννου καὶ τῆς Σοφίας Σιώζου.
Στὴν Κράψη παρακολούθησε τὰ ἐγκύκλια μαθήματα τῆς Α´ καὶ Β´ Δημοτικοῦ. Τὴν ἑπομένη σχολικὴ χρονιὰ βρέθηκε μαθητὴς στὸ διπλανὸ χωρίο, τὴν Βασιλική, λόγῳ ἐπέλασης τῶν συμμοριτῶν στὸ χωριό του. Στὶς ἐπόμενες τάξεις ἐπανῆλθε στὴν Κράψη γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν φοίτησή του στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο.

Κατόπιν φοίτησε στὴν ἑξατάξια Ἐμπορικὴ Σχολὴ Ἰωαννίνων. Κατὰ τὴν παραμονή του στὰ Ἰωάννινα, συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν τότε Ἀρχιμανδρίτη Σεβαστιανὸ Οἰκονομίδη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἔγινε πνευματικός του πατέρας. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὴν Ἐμπορικὴ Σχολή, μετέβη στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ ἐργάστηκε γιὰ σχεδὸν ἕνα χρόνο. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ διέμεινε στὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Ἱεραποστολικῆς Ἀδελφότητας «Ὁ Σταυρός», ὅπου καὶ γνωρίστηκε μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς ἀδελφότητος, τότε Ἀρχιμανδρίτη καὶ μετέπειτα Μητροπολίτη Φλωρίνης Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ποὺ διακονοῦσε τότε ὡς Ἱεροκήρυκας Ἀθηνῶν.
Κατὰ τὴν διετία 1960-1962 ἐκπλήρωσε τὶς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις. Παρουσιάστηκε ἀρχικὰ στὴν Κόρινθο, μετέβη γιὰ ἐκπαίδευση στὴν Σπάρτη στὸ Σῶμα Ἐφοδιασμοῦ Μεταφορῶν καὶ τέλος ὁλοκλήρωσε τὴν θητεία του στὴν Κοζάνη.

Μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸν Στρατό, ἐργάστηκε ὡς λογιστὴς γιὰ περίπου τρία χρόνια σὲ μία ἑταιρεία ἐμπορίας ὑφασμάτων στὰ Ἰωάννινα. Ἐπιτυγχάνοντας σὲ προκηρυχθέντα διαγωνισμό, διορίστηκε τὴν 15η Ἰουνίου 1963 ὑπάλληλος στὸ ὑποκατάστημα τῆς Ἀγροτικῆς Τραπέζης στὴν Κόνιτσα. Ἀπὸ τὸ 1970 ἕως καὶ τὸ 1972, μετακινήθηκε σὲ ὑποκατάστημα τῆς ἰδίας Τραπέζης στὰ Ἰωάννινα καὶ κατόπιν γιὰ ἄλλα 3 χρόνια (1972-1975) σὲ ἀντίστοιχο ὑποκατάστημα στὴν Ναύπακτο.
Τὸ 1976 καὶ σὲ ὥριμη πλέον ἡλικία, ἔχοντας κατασταλάξει μέσα του ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν δρόμο ποὺ θέλει νὰ ἀκολουθήσει, παραιτεῖται ἀπὸ τὴν θέση του στὴν Ἀγροτικὴ Τράπεζα καὶ ἀποφασίζει νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία.
Στὶς 12 Μαΐου 1976 τελεῖται ἡ Μοναχικὴ του Κουρὰ στὸν τότε νεόδμητο Ἱερὸ Προσκυνηματικὸ Ναὸ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στὴν Κόνιτσα καὶ τέσσερεις μέρες μετά, στὶς 16 Μαΐου 1976, λαμβάνει χώρα στὸν ἴδιο Ναὸ ἡ εἰς Διάκονον Χειροτονία του ἀπὸ τὸν τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης, Σεβαστιανό.

Τὴν 6η Δεκεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους στὸν πανηγυρίζοντα Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Νικολάου Κονίτσης, τελέστηκε ἡ εἰς Πρεσβύτερον Χειροτονία του, καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Γέροντά του μακαριστὸ Μητροπολίτη Σεβαστιανό.

Τὸ 1978, μὲ σχετικὴ Πράξη τοῦ Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ, καθίσταται Ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεσίου Θεοτόκου Στομίου Κονίτσης, ἐκεῖ ὅπου μόνασε καὶ ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης κατὰ τὰ ἔτη 1958-1962.

Τὴν ἵδια ἐποχή στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κονίτσης, προχειρίστηκε Πνευματικός. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ λέγαμε πὼς ἀναπαύθηκαν στὸ πετραχήλι του πάμπολλοι ἄνθρωποι.

Τὸ 1982 ἔλαβε πτυχίο ἀπὸ τὸ τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Στὶς 21 Μαΐου τῆς ἴδιας χρονιᾶς, στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης Κονίτσης, ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.

Τὸ 1987 τοῦ ἀνατέθηκε καὶ ἡ ἐφημεριακὴ διακονία τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνηματικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στὴν Κόνιτσα, διαδεχόμενος τὸν μακαριστὸ πλέον Ἀρχιμανδρίτη Θεόδωρο Διαμάντη, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκεπάστου.
Νὰ σημειωθεῖ ὅτι διαδέχθηκε τὸν Γέροντα Θεόδωρο, καὶ ὡς διευθυντής στὸ μαθητικό οἰκοτροφεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως «Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός».
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1996 μὲ τὴν εὐλογία πλέον τοῦ Μητροπολίτου Ἀνδρέου, ἀνήγειρε νέα πτέρυγα στὴν Ἱερὰ Μονή Ταξιαρχῶν Γκούρας, καθώς ἐπίσης ἀνακαινίστηκαν καὶ παλαιότερα κτήρια τῆς Μονῆς.

Στὶς 2 Δεκεμβρίου 2017, ἡμέρα ποὺ ἑορτάζει ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἔλαβε τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα.

Στὶς 23 Φεβρουαρίου 2025 κοιμήθηκε ὁσιακῶς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκεπάστου, ὅπου εἶχε μεταφερθεῖ τελευταίως, ὑπομένοντας μαρτυρικῶς τὴν τριαντάχρονη ἀσθένειά του, τὸ πάρκινσον.

Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου ὁ π. Κοσμᾶς ἐργάστηκε θυσιαστικὰ ἢ μᾶλλον θυσίασε τὸν ἑαυτό του, ὑποβάλλοντάς τον σὲ ποικίλους κόπους καὶ δοκιμάζοντας πολλαπλὲς στερήσεις.

Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατάφερε νὰ ἀνακαινίσει τις σχεδὸν ἑτοιμόρροπες πτέρυγες τῆς Μονῆς, νὰ διαμορφώσει τὸν περιβάλλοντα χῶρο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνεγείρει ἐντὸς τῆς Μονῆς παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.

Ὁ π. Κοσμᾶς -ὁ «Καλόγερος», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν οἱ Κονιτσιῶτες- ὑπῆρξε ἄνθρωπος πολλῆς ἀγάπης, ἁπλότητος καὶ συγχωρητικότητος. Ἀγαποῦσε καὶ συγχωροῦσε τοὺς πάντες. Ἦταν ὑπομονετικός, μὲ ταπεινὸ καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα. Στὴν προσωπική του ζωή ἦταν λιτὸς, ταχὺς στὸ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο τοῦ πλησίον, διακριτικὸς καὶ λιγομίλητος. Εἶχε πάντοτε στὸν νοῦ του τὸ «ποτέ μου δὲν μετάνιωσα ποὺ δὲν ὁμίλησα». Ἤδη ἀνέβηκε στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὡς ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθιὰ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο, τό πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν φύση! Ὁ Κύριος τῆς δόξης, νὰ τὸν συμπεριλάβει μετά τῶν ἁγίων καὶ νὰ τὸν κατατάξει ἐν χώρᾳ ζώντων.

Η ΕΟΔ ανέφερε ότι στις 23 Φεβρουαρίου 2025 εκοιμήθη ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Κοσμᾶς Σιώζιος, Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Στομίου Κονίτσης, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκεπάστου ὅπου παρέμεινε τὸ τελευταῖο διάστημα, δεχόμενος τὴν φροντίδα τῶν πατέρων τῆς Μονῆς.

