Σεραφείμ Ρόουζ: ΣΤ’ και Ε' ΜΕΡΗ 2ης Διάλεξης – Ο Μεσαίωνας

21:18
17
Φωτογραφία της ΕΟΔ Φωτογραφία της ΕΟΔ

Από την απώλεια της αγιογραφικής παράδοσης στη Δύση έως την ιεροποίηση της κοσμικής εξουσίας, τέχνη και πολιτική αποκαλύπτουν τη σταδιακή απομάκρυνση από την Ορθοδοξία.

Η ΕΟΔ συνεχίζει να δημοσιεύει τις 10 διαλέξεις του π. Σεραφείμ Ρόουζ σε μετάφραση του Γεώργιου Τρακάκη, Επιστήμονα Υλικών Δρ. Επιστήμης και Τεχνολογίας Πολυμερών, Πάτρα. Ένα Ορθόδοξο Μάθημα Επιβίωσης: κατανοώντας την αποστασία του Δυτικού πολιτισμού μέσα από την Ορθόδοξη πίστη.

ΣΤ’ ΜΕΡΟΣ

Μεσαιωνική Τέχνη

Μπορούμε να κοιτάξουμε την τέχνη και να δούμε κάτι πολύ ενδιαφέρον, γιατί, παρόλο που η αγιογραφία, το αγιογραφικό ύφος, δεν αναπτύχθηκε ποτέ πλήρως στη Δύση, στην Ιταλία όμως αναπτύχθηκε. Υπήρχε αγιογραφική παράδοση· και είχαν πολλές εκκλησίες στη Ραβέννα και αλλού, οι οποίες είναι σε αγιογραφικό ύφος. Αλλά αυτήν την εποχή, ό,τι είχαν στην Ιταλία άρχισε να μεταμορφώνεται.

Το βλέπουμε ήδη σε κάποιον που θεωρείται ότι παραμένει ακόμη πολύ μέσα στην βυζαντινή παράδοση, ότι έχει υποτίθεται λίγη παράδοση ακόμη, έναν ζωγράφο που ονομαζόταν Ντούτσιο[1], ο οποίος έζησε περίπου εκατό χρόνια μετά τον Φραγκίσκο, στο τέλος του 13ου αιώνα. Από αυτή τη ζωγραφική βλέπουμε ότι ο Χριστός φαίνεται πολύ ωραίος, πολύ ήρεμος και γαλήνιος· είναι προφανώς βυζαντινή επίδραση. Και ήδη εδώ τα πρόσωπα αρχίζουν να εισάγουν λίγο ανθρώπινο ενδιαφέρον. Είναι σχεδιασμένα ψυχολογικά, ωραία. Αλλά είναι κάτι πολύ ευχάριστο σε σύγκριση με τα μεταγενέστερα, ξέρετε, ματωμένα μαρτύρια της Σταύρωσης και τα λοιπά· είναι πολύ γαλήνιο και ήσυχο, σχεδόν βυζαντινό. Αυτός είναι ο Ντούτσιο, που έρχεται πριν από αυτή τη μεγάλη αλλαγή. Κι υπάρχουν ακόμη δύο πίνακές του, μια Σταύρωση και μία εικόνα της Μητέρας του Θεού με το Παιδί. Και βλέπετε τα πρόσωπα των αγγέλων· είναι άνθρωποι· κοιτάζετε αγγέλους, δεν έχουν ακόμη γίνει χερουβίm, δεν έχουν εκφυλιστεί, αλλά είναι άνθρωποι με πολύ συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, ίσως κάποιος πόζαρε γι’ αυτό. Και βλέπετε κάθε είδους ανθρώπινο ενδιαφέρον· ξέρετε· άνθρωποι που κοιτούν διαφορετικά, λυπημένα ή γύρω-γύρω. Και ήδη το πρότυπο, ο τύπος της αγιογραφίας χάνεται. Κάτι νέο, μια νέα αρχή, μπαίνει μέσα.

Και ερχόμαστε στον επόμενο ζωγράφο που ήταν περίπου την ίδια εποχή, αν και διατηρούσε περισσότερο το παλαιότερο ύφος. Ήταν ένας ζωγράφος πολύ χαρακτηριστικός της εποχής, ο Τζιότο, ο οποίος συνδέθηκε πολύ στενά με τον Φραγκίσκο, επειδή του ανέθεσαν να ζωγραφίσει τη ζωή του στη βασιλική της Ασίζης. Γι’ αυτόν λέει ένας ιστορικός:

«Η ζωγραφική δεν ήταν πλέον ηχώ της παράδοσης, αλλά υψώθηκε αμέσως στο αξίωμα της επινόησης… Η τέχνη δεν εργαζόταν πλέον πάνω σε συμβατικά πρότυπα, αφηρημένα και ιδεατά· τα πρότυπά της θα ήταν πλέον οι πραγματικότητες της φύσης… Η αναπαράσταση της πραγματικής ζωής θα γίνει ο στόχος κάθε ζωγραφικής».

Και έτσι αποκαλείται «καλλιτεχνική επανάσταση». Και ταιριάζει απόλυτα με το γεγονός ότι ο νέος άγιος, το νέο είδος αγίου, έχει ήδη και νέο είδος εικόνας, που δεν είναι πια εικόνα, αλλά θρησκευτική ζωγραφική. Ψευδής αγιογραφία· ψευδής άγιος γεννά ψευδή αγιογραφία. Προσθέτει πολλά στοιχεία από την καθημερινή ζωή. Αυτό είναι η αρχή αυτού του πράγματος που βλέπουμε αργότερα στη ζωγραφική της Αναγέννησης, όπου κάθε λογής χαριτωμένες σκηνές από την καθημερινότητα μπαίνουν μέσα. Βλέπεις ακόμη και Σταύρωση του Χριστού στην καρδιά της Μπολόνια ή κάτι τέτοιο· αυτό για να δείξουν τον συνδυασμό «επικαιρότητας» και τα λοιπά.

Αλλά μπορείς να δεις από αυτούς τους πίνακες του Τζιότο πόσο μακριά βρίσκεται ακόμη και από τον Ντούτσιο. Υπάρχει ένας που ονομάζεται «Ο Θρήνος του Χριστού»· αν κοιτάξετε από κοντά, βλέπετε ότι τα πρόσωπα είναι κάπως κακόβουλα και πολύ παράξενα στην όψη. Είναι ακόμη θρησκευτική ζωγραφική, αναγνωρίσιμη· δεν έχει ακόμη όλες τις μετέπειτα υπερβολές, αλλά ήδη μοιάζει πολύ περίεργο, καθόλου αγιογραφικό ύφος. Και ο πίνακας με τον Φραγκίσκο που λαμβάνει τα στίγματα, ήδη είναι ένα είδος πλάνης· είναι το όραμα που έλαβε από τον ίδιο του τον εαυτό, ο Χριστός πάνω στο Σεραφείμ, αυτό το παράξενο πράγμα· αυτό το δαιμονικό πράγμα· είναι «εικόνα» του Φραγκίσκου. Και αυτό είναι περίπου την ίδια εποχή. Βλέπετε ήδη όλα αυτά τα διαφορετικά είδη προσώπων. Προφανώς προσπαθεί να συλλάβει ψυχολογικά επίγεια στοιχεία αυτών των ανθρώπων. Ο Χριστός είναι ακόμη αναγνωρίσιμος ως Χριστός, αλλά όλα τα άλλα πρόσωπα έχουν αυτά τα πάθη.

Αλλά θα δείξουμε σε μεταγενέστερη διάλεξη τι έγινε στην Αναγέννηση, όταν η τέχνη ξέφυγε εντελώς. Εδώ ήδη βλέπουμε την αρχή, πώς αρχίζει να χάνει τον δρόμο της. Τα γραφικά, χαριτωμένα στοιχεία της καθημερινότητας αρχίζουν να μπαίνουν μέσα, και η όλη ιδέα της εικόνας ως του Αγίου όπως είναι στον ουρανό χάνεται. Αντί γι’ αυτό, γίνεται ο Άγιος όπως είναι στη γη, ένα επίγειο πρόσωπο. Προσθέτει ακόμη και κάθε είδους επίγειες λεπτομέρειες. Και στην Αναγέννηση θα δούμε ότι ακόμη και η θρησκευτική τέχνη γίνεται πλέον όχημα για μια εντελώς διαφορετική θρησκεία.

Ζ’ ΜΕΡΟΣ

Πολιτική

Και ένα τελευταίο σημείο, στο οποίο πρέπει να αγγίξουμε πολύ σύντομα, είναι ο πολιτικός τομέας.

Η ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε χαθεί. Τι είναι η αυτοκρατορία; Δεν είναι κάποιο μυστικιστικό θεσμός· είναι εκείνο το πολιτικό σχήμα που, κατά θεία πρόνοια, επέτρεψε τη διάδοση του Χριστιανισμού. Και από τη στιγμή που η αυτοκρατορία βαπτίστηκε και έγινε χριστιανική, ο αυτοκράτορας είχε καθήκον να προστατεύει τη θρησκεία για τον λαό του και να δίνει ο ίδιος το πρώτο παράδειγμα χριστιανικής ζωής, ώστε και οι θεσμοί να χριστιανικοποιούνται. Φυσικά, σ’ αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ τέλεια χριστιανοποίηση της κοινωνίας· ούτε υπήρξε ποτέ κάποια ρομαντική ιδέα για εγκαθίδρυση μιας τέλειας κοινωνίας πάνω στη γη. Υπήρχε, όμως, ένα ουράνιο ιδεώδες, το οποίο τα επίγεια έπρεπε να μιμούνται. Αυτό το ιδεώδες είχε πλέον χαθεί στη Δύση· υπήρχαν μόνο πολιτικές απομιμήσεις του.

Πρώτα απ’ όλα, τον 9ο αιώνα εμφανίζεται η ανταγωνιστική αυτοκρατορία του Καρλομάγνου. Αυτή δημιουργήθηκε συνειδητά ως αντίπαλο δέος. Ο Πάπας μάλιστα προτίμησε τον Καρλομάγνο από την Ειρήνη την Αθηναία, η οποία, ως γνωστόν, υποστήριζε τις εικόνες, ενώ ο Καρλομάγνος ήταν εναντίον των εικόνων και ευνοούσε επίσης το Filioque. Βλέπουμε ήδη πόσο επισφαλές είναι όλο αυτό. Και αυτή η αυτοκρατορία έδωσε αργότερα γέννηση στη λεγόμενοη «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» στη Δύση.

Ο Κυριέγιεφσκι σημειώνει:

«Έχουμε Αγία Ρωσία επειδή βρίσκονται σ’ αυτήν άγιοι άνθρωποι, ονομάζεται ‘αγία’ λόγω των αγίων. Αλλά η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ‘αγία’ από μόνη της, όχι επειδή υπήρχαν άγιοι αυτοκράτορες ή άγιοι άνθρωποι· ονομαζόταν ‘αγία’ επειδή το ίδιο το θεσμικό οικοδόμημα θεωρούνταν ιερό».

Εδώ βλέπουμε την προσπάθεια – που αργότερα θα εμφανιστεί ακόμη ισχυρότερα – να αγιοποιηθεί ο κόσμος, σαν να μπορεί μια επίγεια δομή να θεωρηθεί από μόνη της άγια.

Οι Σταυροφορίες την ίδια εποχή, αν και επίσημα έγιναν για να εκδιωχθούν οι άπιστοι από την Ανατολή, στην πράξη λειτούργησαν κυρίως για να υποτάξουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και να την φέρουν σε ένωση με τον Πάπα.

Αλλά η βαθύτερη πολιτική ιδέα του Μεσαίωνα ήταν εκείνη της παποσύνης – ουσιαστικά η ιδέα της καθολικής μοναρχίας του Πάπα. Κάπως μετά την περίοδο λίγο πριν το Σχίσμα, περίπου από τον 8ο έως τον 10ο αιώνα, εμφανίζεται το ψευδεπίγραφο έγγραφο «Η Δωρεά του Κωνσταντίνου[2]», σύμφωνα με το οποίο ο Κωνσταντίνος δήθεν έδωσε την κοσμική εξουσία στον Πάπα. Πιθανότατα το έγγραφο αυτό δημιουργήθηκε επειδή ήδη τότε ο Πάπας είχε αρχίσει να γίνεται πολιτική μορφή. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι ο ίδιος ο Πάπας άρχισε να θεωρείται κοσμική εξουσία, ένα είδος αυτοκράτορα στη Δύση· γιατί η αυτοκρατορική εξουσία στη Δύση ήταν πάντοτε αδύναμη. Και έτσι, η πρωταρχική πολιτική εξουσία γίνεται στην πραγματικότητα ο Πάπας. Υπήρχαν μάλιστα θεωρίες μεσαιωνικών στοχαστών ότι όλη η γη ανήκει στον Πάπα. Ότι αυτός τη διανέμει στους ανθρώπους, όπως στο φεουδαρχικό σύστημα. Θεωρητικά, δηλαδή, ο Πάπας είναι ο ιδιοκτήτης του κόσμου, όχι μόνο της πνευματικής, αλλά και της επίγειας σφαίρας.

Η κορύφωση αυτού του τρόπου σκέψης φαίνεται στο Ιωβηλαίο του 1300[3]. Έχουν κι έναν Ιωβηλαίο τώρα [1975] στη Ρώμη. Το 1300, στο Ιωβηλαίο που τέλεσε ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄[4], εκείνος κάθισε στον θρόνο του Κωνσταντίνου, φόρεσε σπαθί, στέμμα και σκήπτρο, και αναφώνησε μεγαλόφωνα: «Εγώ είμαι ο Καίσαρας. Εγώ είμαι ο Αυτοκράτορας». Αυτό δεν είναι κάποιο τυχαίο περιστατικό· είναι ένδειξη κάτι εξαιρετικά βαθέως μέσα σε ολόκληρη τη νεότερη σκέψη: η αναζήτηση ενός παγκόσμιου μονάρχη, που είναι ο Αντίχριστος.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το πνεύμα το οποίο παρακολουθήσαμε —στη ζωγραφική, στην πολιτική, στη θεολογία, στη φιλοσοφία και στη «πνευματικότητα»— είναι κοσμικό, πλανεμένο, η απαρχή όλων αυτών που βρίσκουμε τόσο ξένα στους δυτικούς «αγίους» μετά το σχίσμα: αργόσχολοι στοχασμοί, γλυκερές αισθήσεις, συναισθηματικές φαντασίες, όλο αυτό το θρησκευτικό πλέξιμο πάνω σε γήινες επιθυμίες.

Αυτά είναι που δημιουργούν την αποξένωση Ανατολής και Δύσης, που αρχίζει ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Καρλομάγνου, και μας οδηγούν πλέον στην τελεια διαίρεση. Και δεν μπορούμε απλώς να επιστρέψουμε και να ενωθούμε με εκείνη την Εκκλησία, εκτός αν εκείνη καθαρθεί ριζικά. Αλλά πώς είναι δυνατόν αυτό, όταν αυτά τα στοιχεία είναι βαθιά ριζωμένα στην ίδια τους τη νοοτροπία, στη σκέψη τους περί «αγιότητας»;

Στην αυγή της νεότερης ιστορίας, τον 13ο αιώνα, υπάρχουν ήδη όλοι οι σπόροι της νεωτερικής νοοτροπίας. Και η νεότερη ιστορία εξελίσσεται λογικά από αυτούς τους σπόρους. Στην ουσία, είναι ένα πράγμα: η αναζήτηση μιας νέας χριστιανοσύνης, καλύτερης από την Ορθοδοξία, καλύτερης από την χριστιανοσύνη των Αγίων Πατέρων, από αυτό που ο Χριστός μας παρέδωσε.

Αργότερα, αυτή η αναζήτηση θα πάρει μορφές που θα φτάσουν ως την αθεΐα και σε κάθε είδους παράξενες δοξασίες· αλλά ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος. Και στο τέλος ο κόσμος θα είναι «χριστιανικός», διότι ο Αντίχριστος θα δώσει μια νέα θρησκεία, η οποία δεν θα φαίνεται ξένη προς τον Χριστιανισμό. Δεν θα είναι κάποια ειδωλολατρία. Θα είναι κάτι που όλοι θα το δεχτούν ως Χριστιανισμό, αλλά θα είναι αντιχριστιανικό, ένα υποκατάστατο του Χριστιανισμού που αρνείται την ίδια την ουσία του.

Γι’ αυτό και η κύρια ιστορική πορεία της εξέγερσης εναντίον του Χριστού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποστασία που μνημονεύει ο απόστολος Παύλος. Όχι με διωγμούς, όπως στην αρχή, αλλά με το να πάρει κανείς τον Χριστιανισμό και να τον μεταμορφώσει, ώστε να μην είναι πια Χριστιανισμός. Αυτό είναι που μπορούμε να ονομάσουμε «η αποκάλυψη του Μυστηρίου της Ανομίας[5]», η σταδιακή φανέρωση που προετοιμάζει τον Αντίχριστο.

Αργότερα θα δούμε μερικά από τα κεντρικά αυτά θέματα της νεότερης ιστορίας, μερικά δεν φαίνονται ξεκάθαρα σε όλες τις εποχές. Ένα είναι η επιδίωξη παγκόσμιας μοναρχίας, παγκόσμιου άρχοντα, δεμένη με την ιδέα του παπισμού. Άλλο είναι η ιεροποίηση του κόσμου, η «θεοποίησή» του, δηλαδή ο χιλιασμός: η απονομή μιας πνευματικής σημασίας στον παρόντα κόσμο. Η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», ο Φραγκίσκος με το αίσθημά του ότι είναι θεοειδής, όλα αυτά είναι παραλλαγές του ίδιου θέματος. Και το τρίτο, το πιο εμφανές: ο άνθρωπος αντικαθιστά τον Θεό ως κριτήριο της αλήθειας· τα αισθήματά του, η λογική του. Ο άνθρωπος βάζει τον εαυτό του πάνω από την Παράδοση, πάνω από το Θείο. Και ο Φραγκίσκος βάζει τον εαυτό του κυριολεκτικά δίπλα στον Χριστό· γίνεται «μεταμορφωμένος» σε Χριστό.

Όλα αυτά προετοιμάζουν το έδαφος για το επόμενο μάθημα, όπου θα δούμε τι συνέβη στην Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση. Οι σύγχρονοι ρωμαιοκαθολικοί ουμανιστές θεωρούν τον 13ο αιώνα ως την κορυφή της δυτικής «χριστιανοσύνης», και την Αναγέννηση–Μεταρρύθμιση ως απομάκρυνση απ’ αυτήν. Μα εμείς βλέπουμε ότι τόσο η Αναγέννηση όσο και η Μεταρρύθμιση προχωρούν λογικά στο ίδιο μονοπάτι της αποστασίας, που άρχισε ήδη με τη νέα πνευματικότητα του 13ου αιώνα.

-------

[1] Ντούτσιο (Duccio di Buoninsegna, 1255–1319): Μεγάλος Ιταλός ζωγράφος της Σιένας, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της προ-αναγεννησιακής τέχνης. Το έργο του βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ της βυζαντινής αγιογραφικής παράδοσης και της αναπτυσσόμενης ιταλικής ζωγραφικής που οδηγεί στην Αναγέννηση. Η τεχνοτροπία του διακρίνεται για τη διατήρηση του βυζαντινού ήθους, αλλά ταυτόχρονα για την εισαγωγή νέων στοιχείων: πιο φυσικών χειρονομιών, εκφραστικότερων προσώπων με ψυχολογικό βάθος και μεγαλύτερης αφήγησης στις σκηνές. Με τον Duccio εμφανίζεται η αρχή της «ανθρωποποίησης» της ιερής εικόνας στη Δύση, χωρίς όμως την πλήρη ρήξη που θα έρθει αργότερα με τον Giotto. Έτσι, το έργο του αποτελεί κρίσιμο στάδιο στη μετάβαση από την ορθόδοξη εικονογραφία προς τη δυτική θρησκευτική ζωγραφική, η οποία τελικά απομακρύνθηκε από τον λειτουργικό και πνευματικό χαρακτήρα της εικόνας.

[2] Δωρεά του Κωνσταντίνου (Donatio Constantini, 8ος–9ος αι.): Ψευδεπίγραφο λατινικό κείμενο, πλαστογραφημένο πιθανότατα μεταξύ 750–850 μ.Χ., το οποίο ισχυριζόταν ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας παραχώρησε στον πάπα την κοσμική εξουσία της Δύσης, μαζί με αυτοκρατορικά εμβλήματα και προνόμια. Το κείμενο χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες για να θεμελιώσει θεωρητικά την παπική παγκόσμια εξουσία, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ιδέας του Πάπα ως ανώτατου επίγειου άρχοντα. Η πλαστότητα του εγγράφου αποδείχθηκε οριστικά τον 15ο αιώνα από τον Λαυρέντιο Βάλλα, αλλά η επιρροή του είχε ήδη διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τη μεσαιωνική δυτική αντίληψη για τον ρόλο και την εξουσία του παπισμού.

[3] Ιωβηλαίο του 1300 (Jubilaeum MCC): Το πρώτο επίσημο «Άγιο Έτος» που καθιέρωσε ο πάπας Βονιφάτιος Η’, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή στη ρωμαιοκαθολική πρακτική των πλήρων συγχωρήσεων. Χιλιάδες προσκυνητές συρρέουν στη Ρώμη για να λάβουν πλήρη άφεση των «προσωρινών ποινών» των αμαρτιών, στοιχείο ξένο προς την ορθόδοξη παράδοση. Το Ιωβηλαίο του 1300 αποτελεί επίσης πολιτικό ορόσημο: μέσω των τελετών του Πάπα (ιδίως της θεαματικής αυτο-ανακήρυξης του Βονιφάτιου ως «Καίσαρα»), εκδηλώνεται δημόσια η αξίωση της παποσύνης να κατέχει παγκόσμια εξουσία. Έτσι, το Ιωβηλαίο λειτουργεί ως σύμβολο της μεσαιωνικής σύγχυσης μεταξύ πνευματικής και κοσμικής εξουσίας, η οποία, στην ορθόδοξη θεώρηση, αποτελεί αλλοίωση της εκκλησιολογίας και προετοιμασία για τις μεταγενέστερες αντιχριστιανικές ιδεολογίες.

[4] Πάπας Βονιφάτιος Η’ (Bonifatius VIII, 1230–1303): Ρωμαιοκαθολικός Πάπας (1294–1303), μία από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές του μεσαιωνικού παπισμού. Ενσάρκωσε στο έπακρο την αξίωση του Πάπα να είναι παγκόσμιος μονάρχης, τόσο πνευματικά όσο και πολιτικά. Η στάση του αποτυπώνει την κορύφωση της παπικής διεκδίκησης κοσμικής εξουσίας.

[5] Β’ Θεσσαλονικείς 2, 7

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επιλέξτε το με το ποντίκι και πατήστε Ctrl+Enter ή αυτό το κουμπί Εάν βρείτε κάποιο σφάλμα στο κείμενο, επισημάνετε το με το ποντίκι και κάντε κλικ σε αυτό το κουμπί Το επισημασμένο κείμενο είναι πολύ μεγάλο!
Διαβάστε επίσης