Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Ο αιώνιος Πατροκοσμάς
 
                            Οι προφητείες Του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, μέσα από την αφήγηση ενός ταξιδιώτη, στον χρόνο.Ενός πιστού που «ξεγέλασε» τους καιρούς και βρέθηκε δίπλα στον Πατροκοσμά.
Δεν είναι παραμύθι, ούτε λόγια του ανέμου. Είναι η αφήγηση ενός ανθρώπου που συνάντησα κάποτε, κάπου, σ' ένα χωριό που δεν υπάρχει πια στους χάρτες. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σε εκείνα τα φοβερά χρόνια. Στα χρόνια όπου οι ήρωες και οι μάρτυρες, άφηναν ανεξίτηλο το στίγμα τους.
Ένας περαστικός, έλεγε πως είχε ακολουθήσει Τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό στα βήματά του, σιωπηλά, μέρα τη μέρα, χρόνια πριν. Μου μίλησε σαν να τα 'ζησε όλα χτες, σαν να 'βλεπε ακόμη Το ράσο Του να ανεμίζει στα χωράφια, τη φωνή Του να κυλά σαν νερό, στα αυτιά των ανθρώπων.
Έγραψα όσα μου είπε. Δεν ξέρω αν ήταν όνειρο, θρύλος ή αλήθεια. Μα όποιος διαβάσει παρακάτω, θα νιώσει πως οι λέξεις Του δεν χάθηκαν. Μόνο κοιμήθηκαν λίγο και τώρα ξυπνούν.
Και κάπου εκεί που καθόμασταν, ανάμεσα στα χαλάσματα, κρυφά από τους Τούρκους, ξεκίνησε….
 
    
            «Θα 'ρθει καιρός», έλεγε, «που οι άνθρωποι θα κυβερνούν από τα γραμμένα χαρτιά και θα μιλούν από μακριά, χωρίς να βλέπονται». Κι άλλοι τον κοιτούσαν σαν σοφό, άλλοι σαν τρελό. «Θα 'ρθει μέρα που τα άλογα θα τρέχουν χωρίς χαλινάρια και οι άνθρωποι που τα καβαλούν και θα πετούν πάνω απ' τα σύννεφα». Το έγραψα αυτό, γιατί δεν ήξερα τι εννοούσε, μα τώρα καταλαβαίνω, για σίδερα και φωτιά μιλούσε, για τροχούς και ατμό. «Θα 'ρθει καιρός που ο διάβολος θα μπει μέσα στα σπίτια με το σύρμα και θα μιλάει στα στόματα των ανθρώπων», είπε μια μέρα, κι εγώ ένιωσα ρίγος, πώς να φανταστώ τότε πως θα 'ρθει μέρα που η φωνή θα περνάει μέσα από τα καλώδια και τις μηχανές;
Περπατούσαμε στο Κολικόντασι, κι εκεί, κάτω απ' τη σκιά του πλατάνου, είπε:
«Αυτό το ποτάμι θα γεμίσει αίμα και οι Έλληνες θα λευτερωθούν» Και σε κάθε χωριό άφηνε λόγια σαν φλόγες:
«Το ποθούμενο θα γίνει, και καλότυχοι όσοι το δουν, μα να 'χετε πίστη, γιατί οι καιροί θα 'ναι δύσκολοι». Στην Πρέβεζα μίλησε για τη Ρούμελη:
"Θά'ρθουν οι κόκκινοι σκούφοι, κι ύστερα οι ξένοι που θα σας σκλαβώσουν" Στο χωριό Σιάτιστα είπε:
“Ω βουνό ευλογημένο, πόσες ψυχές θα σώσεις στα χρόνια τα κακά!” και τότε οι γυναίκες έσκυψαν και φίλησαν το χώμα.
 
    
            Άλλοτε μιλούσε για τον πόλεμο που θα έρθει:
“Θα γίνει παγκόσμιος, και οι άνθρωποι θα σκοτωθούν χωρίς να βλέπονται".
Έλεγε ακόμα:
“Όταν δείτε το χιλιάρμενο στα νερά της Ελλάδας, τότε θα λυθεί το ζήτημα της Πόλης, μα θα χυθεί πολύ αίμα, κι οι τρεις δυνάμεις θα μοιραστούν”. Κι εγώ, τότε, δεν ήξερα για ποια Πόλη μιλούσε, μα η καρδιά μου έλεγε πως εννοούσε τη Βασιλεύουσα.
“Θα σας φορολογήσουν βαριά, θα πάρουν και τα σπίτια σας, δεν θα προφτάσουν να τα χαρούν, γιατί γρήγορα Ο Θεός θα λυπηθεί τον λαό Του”. Στους χωρικούς προφήτευε απλά, μα οι λέξεις του ήταν μαχαίρια:
«Θα 'ρθει καιρός που ο κόσμος θα μείνει χωρίς πίστη, οι Εκκλησιές θα 'ναι γεμάτες φώτα, μα άδειες από ψυχές».
Τον είδα να μπαίνει στο μοναστήρι και να λέει στους καλόγερους:
«Θα 'ρθει καιρός που οι μοναχοί θα αφήσουν τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις, μα όποιος μείνει στα βουνά, θα σωθεί.» Κι όταν τον ρώτησαν για την Πόλη, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό: «Θα την πάρουν, θα τη χάσουν, και πάλι θα την πάρουν. Θα 'ρθουν μέρες που οι Έλληνες θα δοξάσουν Τον Θεό στα τείχη της”.
Μιλούσε και για την πίστη των ανθρώπων:
«Θα 'ρθει καιρός που οι παπάδες θα είναι χειρότεροι απ' τους λαϊκούς, και οι λαϊκοί καλύτεροι απ' τους δεσποτάδες». Και κάποτε χαμήλωσε τη φωνή του: «Θα 'ρθουν οι αντίχριστοι, θα φύγουν, μα θα ξανάρθουν και τότε ο πόλεμος θα είναι κοντά.
«Θα 'ρθει καιρός που οι άνθρωποι θα τρώνε κι ούτε θα χορταίνουν, θα βλέπουν κι όμως δεν θα πιστεύουν».
Καθόμουν και τον παρακολουθούσα, και στο τέλος κάθε μέρα έγραφα: «Είπε σήμερα...», γιατί ήξερα πως αυτά τα λόγια δεν είναι για τη δική μας εποχή μονάχα. «Μη βιάζεστε να δείτε το ποθούμενο», είπε μια νύχτα. «Θα έρθει, μα θα 'ρθει με αίμα, και με πίστη. Θα 'ρθει όταν οι Έλληνες μάθουν να αγαπούν ο ένας τον άλλο». Και σαν έφευγε, έμενε πίσω του μια σιωπή παράξενη, σαν να 'χε περάσει αγέρας ιερός.
Τον έβλεπα να στέκεται κάτω από τον ήλιο, να υψώνει τον Σταυρό του, και να λέει: "Πίστη, αγάπη και υπομονή, αυτά θα σας σώσουν" και να Κι εγώ, σκύβοντας το κεφάλι, έγραψα εκείνη την τελευταία γραμμή, γιατί ένιωσα πως ακούστηκε τα λόγια ενός ανθρώπου που μίλησε όχι από τον κόσμο αυτό, αλλά απ' τον άλλον.
Κι εγώ τώρα, ύστερα από αιώνες, κοιτάζω τον κόσμο και νιώθω πως τα λόγια εκείνου του γέροντα, που τα 'γραφα κάποτε με δισταγμό στο κερί της νύχτας, αρχίζουν και ψιθυρίζουν μέσα στην εποχή μας. Όταν είπε τότε, “θα 'ρθει καιρός που οι άνθρωποι θα μιλούν από μακριά και θα βλέπονται χωρίς να συναντιούνται", ποιος να το πιστέψει; Μα τώρα, βλέπω τον λαό να κρατάει μικρά φωτεινά κουτιά, να μιλάει μέσα τους, να ζει, να αγαπά, να πονά μέσα από γυαλί. Κι είναι σαν να 'χει χωθεί πράγματι εκείνος ο "διάβολος με το σύρμα" που προφήτεψε και όχι με κέρατα, αλλά με σήματα και οθόνες.
Είπε ακόμα:
Οι δρόμοι γεμάτοι, οι πλατείες φωνές και φώτα, μα στα μάτια των ανθρώπων, σιωπή. Ο καθένας μόνος του, κι ας είναι ανάμεσα σε πλήθος. τώρα καταλαβαίνω πως δεν μίλησε για το στομάχι, μα για την ψυχή.
Κι όταν είπε, «οι παπάδες θα γίνουν χειρότεροι απ' τους λαϊκούς», δεν είπε για να κατακρίνει, μα για να προειδοποιήσει. Για την πίστη που κινδυνεύει, για την εξουσία που φοράει ράσα και ξεχνά τον Σταυρό. Και να, σήμερα, πόσοι λίγοι μιλούν με αγάπη, πόσο θυμούνται τη διακονία. Οι Εκκλησιές στολισμένες, αλλά η πίστη κουρασμένη. Μα εκείνος είχε πει και κάτι ακόμα:
«Θα 'ρθουν καιροί που οι λίγοι θα κρατήσουν τον κόσμο με την προσευχή τους». Και γι' αυτό ελπίζω, γιατί πάντα υπάρχουν αυτοί οι λίγοι.
 
    
            Είπε τότε, κάτω απ' τον πλάτανο,
«όταν δεις να φεύγει ο άνθρωπος απ' το χωράφι και να τρέχει πίσω από τα λεφτά, τότε να περιμένεις θλίψεις». Κι ιδού λοιπόν φίλες και φίλοι, τα χωράφια ερήμωσαν, τα παιδιά έφυγαν, τα χέρια που έσπερναν κρατούν τώρα πληκτρολόγια. Ο ιδρώτας έγινε αριθμός, κι η ζωή μετριέται με νούμερα και τόκους. Κι όμως, εκείνος ήξερε, «θα σας φορολογήσουν πολύ, θα πάρουν και τα σπίτια σας, μα δεν θα προφτάσουν». Κι εγώ, που τον θυμάμαι, νιώθω πως αυτό το «δεν θα προφτάσουν» είναι το σπόρο της ελπίδας μέσα στην καταχνιά.
 
    
            Και τότε που είπε, «όταν ακούσετε ότι ο πόλεμος άρχισε, τότε κοντά είναι», δεν φανταζόμασταν ότι θα 'ρθει καιρός που ο πόλεμος θα 'ναι παντού, όχι μόνο με όπλα, αλλά με λόγια, με ψεύδη, με φόβο. Τώρα, τα σύνορα δεν χωρίζουν μόνο χώρες, χωρίζουν καρδιές. Μα εκείνος πρόσθεσε: “Μην τρομάξετε γιατί θα 'ρθει δοκιμασία, μα ύστερα θα λάμψει το φως".
Και η πιο βαριά του κουβέντα, εκείνη που με ξύπνησε νύχτα για να τη γράψω: “Το Ρωμαίικο θα μεγαλώσει πάλι,όχι με πόλεμο, αλλά με πίστη και ομόνοια”. Πόσοι σήμερα γελούν μ' αυτό; Κι όμως, εγώ που τον άκουσα, ξέρω ότι δεν μιλούσε για αυτοκρατορίες, μα για ψυχές που θα ξαναθυμηθούν ποιοι είναι.
Κι έτσι, κάθε φορά που ακούω στις ειδήσεις για ταραχές, για φτώχεια, για τεχνητή ζωή, θυμάμαι τη φωνή του: «Ο κόσμος θα αλλάξει, μα ο «Θεός δεν αλλάζει».
Κι αν σήμερα ο κόσμος μοιάζει να ξεμακραίνει απ' το φως, οι λέξεις του Αγίου Κοσμά μένουν εκεί, άγρυπνες, σαν σπίθες μέσα στο σκοτάδι. Δεν μίλησε για φόβο, μα για εγρήγορση, δεν προφήτεψε για να τρομάξει, μα για να θυμίσει πως κάθε δοκιμασία είναι δρόμος προς την Ανάσταση.
Εμείς, οι άνθρωποι του τώρα, στεκόμαστε στην κόψη του καιρού και τον ακούμε να ψιθυρίζει ακόμη: 
«Μην απελπίζεστε,το Ρωμαίικο δεν θα χαθεί, γιατί το κρατά ο Θεός και οι ψυχές που πιστεύουν».
Κι έτσι, ο Άγιος δεν είναι μακριά γιατί κάθε φορά που σηκώνουμε τα μάτια στον ουρανό, κάθε φορά που ένα κομποσχοίνι γλιστρά απ' τα δάχτυλά μας, εκείνος είναι δίπλα μας. Σιωπηλός. Άγρυπνος. Ζωντανός.
Αυτά είδε και άκουσε ο περιηγητής μας.
Αυτά κατέγραψε και αυτά μας ανέφερε.
Εσείς, να εύχεσθε για όλους μας.
*Το AI, ήτο συνταξιδιώτης σε αυτό το -γεμάτο Πίστη- ταξίδι.
 
                
                 
                
                 
                
                 
                
                 
                
                 
                
                