Η ΕΚΠΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ και η ΠΤΩΣΗ ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ[1]
Η έκπτωση του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Τυχικού από τον Θρόνο της Αποστολικής Μητροπόλεως Πάφου πλημμύρισε με θλίψη, οργή και αγανάκτηση τις ψυχές όχι μόνο του ποιμνίου του αλλά και πολλών πιστών σε όλες σχεδόν τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες[2]:
Α. Ευτελισμός επισκοπικής Αξίας – έκπτωση Εκκλησίας.
Δυστυχώς, με συνοχή καρδίας, γινόμαστε κοινωνοί των όσων συμβαίνουν σε μια Αποστολική Εκκλησία. Ασφαλώς, όταν σε μία Εκκλησία υπάρχει περιφρόνηση και απαξίωση του επισκοπικού λειτουργήματος υπάρχει σοβαρότατη κρίση στην Εκκλησία αυτή. Όταν, μάλιστα, ο υποβιβασμός και η απαξίωση συντελείται συνοδική αποφάσει τότε αναμφισβήτητα και με πόνο ψυχής διαπιστώνουμε πλέον έκπτωση.
Ως κληρικός-εφημέριος διαπιστώνω με φρίκη ότι ένας απλός εφημέριος μιας επαρχιακής πόλης στην Εκκλησία της Ελλάδος έχει περισσότερες εγγυήσεις να παραμένει στην εφημεριακή μου θέση από όσες έχει ένας Μητροπολίτης της δεύτερης τη τάξει Μητροπόλεως της Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου να παραμείνει ως Ποιμενάρχης της! Είναι φοβερό να είναι πολύ πιο εύκολο να εκπέσει ένας Μητροπολίτης του Θρόνου του, παρά ένας απλός εφημέριος από την εφημεριακή του θέση! Αλήθεια, πώς μπορούμε να μην πονάμε και ταυτόχρονα να μην θυμώνουμε για τον ευτελισμό της επισκοπικής Αξίας, για το πώς υποβίβασαν κάποιοι το επισκοπικό Αξίωμα…
Ας σκεφτούμε τους πιστούς της Εκκλησίας της Κύπρου και ιδιαιτέρως τους Παφίτες. Τι ιδέα θα έχουν πλέον για την Ιεραρχία τους; Πώς θα αντιμετωπίζει η συνείδησή τους πλέον τους 10 Αρχιερείς που ψήφισαν με συνοπτικότατες διαδικασίες να εκπέσει ο Μητροπολίτης τους; Η κρίση που προκαλείται στις συνειδήσεις των απλών πιστών πώς μπορεί να θεραπευτεί; Η εξουσία και ο δεσποτο-συνοδική αυθαιρεσία μπορεί να φαίνεται ότι νίκησε αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι εύκολα θα επιστρέψει ως μπούμερανγκ και τότε αυτός που θα πληγεί δεν θα είναι κάποια πρόσωπα αλλά το ίδιο το κύρος, η αξιοπρέπεια και η αξιοπιστία της ίδιας της Συνόδου και κατ΄επέκταση και της Εκκλησίας.
Και τότε, ποιος θα φταίει;
Πάντως, όχι ο Τυχικός και το ποίμνιό του!
Β. Τώρα, και επίσκοποι υπό διωγμό…
Επί πλέον δε, η προχθεσινή μέρα (22.5.25) ήταν ζοφερή για την ανά την Οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία και για ένα ακόμη λόγο: Στους καιρούς μας μέχρι τώρα, μόνο πρεσβύτεροι και διάκονοι ήταν επικηρυγμένοι και διώχθηκαν από τους οικουμενιστές και τους συνοδοιπόρους τους λόγω του Ορθοδόξου φρονήματός τους και της προσπάθειάς τους να μείνουν πιστοί στην εκκλησιαστική παράδοση και τάξη.
Από προχθές ο αγώνας αυτός παίρνει άλλη διάσταση, διότι έχουμε για πρώτη φορά στα χρόνια μας δίωξη και επιβολή ιδιαίτερα αυστηρής ποινής σε Ορθόδοξο Επίσκοπο, ο οποίος αγωνίζεται να τηρήσει την εκκλησιαστική τάξη και παράδοση. Ναι, γι’ αυτό διώχθηκε και εξέπεσε ο Μητροπολίτης Πάφου Τυχικός, ο οποίος με μία αυθαίρετη απόφαση της Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου εκθρονίστηκε από την Αποστολική Μητρόπολη της Πάφου
Ποιο ήταν το αδίκημά του;
Μήπως είναι ανήθικος; Ασφαλώς ΟΧΙ!
Μήπως είναι φιλάργυρος και καταχραστής; Ασφαλώς, ΟΧΙ!
Μήπως έσφαλε περί την πίστη, συμπροσευχόμενος και συναγελαζόμενος με αιρετικούς; Ασφαλώς ΟΧΙ!
Μήπως συγκάλυπτε, ανομίες και παρανομίες; Ασφαλώς Όχι!
Το “έγκλημά” του ήταν ότι θέλησε να μείνει πιστός στην Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και τάξη.
Γ. Και ο Καταστατικός Χάρτης υπό διωγμό…
Όσο περνούν οι ημέρες και δημοσιεύεται το τι διημείφθη στην Ι. Σύνοδο, με ποια διαδικασία και ποιον τρόπο δικάστηκε και καταδικάστηκε ο Μητροπολίτης Τυχικός προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, θλίψη και οργή η απροκάλυπτη καταπάτηση του Καταστατικού Χάρτη (Κ.Χ.) από τη συνοδική πλειοψηφία της Κύπρου.
Ακούω και βλέπω με πολλή προσοχή τις δηλώσεις και συνεντεύξεις του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Γεωργίου αναφορικά με τη διαδικασία που τηρήθηκε στην Ι. Σύνοδο κατά τη δίκη του Μητροπολίτου Πάφου Τυχικού και τις αντιπαραβάλλω με όσα προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης αναφορικά με τη λειτουργία της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης στην Εκκλησία της Κύπρου.
Ειλικρινά, σεβόμενος την αρχιερωσύνη, προτιμώ να σιωπήσω…
Ας δούμε, λοιπόν, τι προβλέπει ο Κ.Χ. της Εκκλησίας της Κύπρου[3] για Αρχιερέα που έχει περιπέσει σε εκκλησιαστικό αδίκημα.
Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ στην εισαγωγική ομιλία ενώπιον της Ι. Συνόδου (13.9.2010) για την έγκριση του νέου Καταστατικού Χάρτη αναφερόμενος στις διατάξεις του περί «απονομής της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης» είχε καυχηθεί ότι «με το νέο Καταστατικό Χάρτη, ρυθμίζεται λεπτομερώς η εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων, εις τα οποία είναι δυνατόν να υποπέσουν κληρικοί παντός βαθμού… Στον Καταστατικό Χάρτη του 1980 δεν υπήρχε τέτοια λεπτομερής αναφορά, η δε απονομή της δικαιοσύνης αφηνόταν στον οικείο Επίσκοπο, ή στην Ιερά Σύνοδο, η οποία και αυτοσχεδίαζε πολλάκις, λόγω της μη υπάρξεως πλαισίων, στα οποία θε έπρεπε να εκινείτο»[4]. Εμμέσως πλην σαφώς ο Μακαριώτατος μέμφεται παλαιότερες αποφάσεις της Ι. Συνόδου «η οποία και αυτοσχεδίαζε πολλάκις» αλλά ταυτόχρονα τη δικαιολογεί «λόγω της μη υπάρξεως πλαισίων [σ.σ. στον παλαιό Κ.Χ.], στα οποία θε έπρεπε να εκινείτο». Κατά τον Αρχιεπίσκοπο ο ισχύον Κ.Χ. «ρυθμίζει λεπτομερώς την εκδίκαση των Εκκλησιαστικών αδικημάτων» ώστε να μην έχουμε συνοδικούς αυτοσχεδιασμούς…
Ας δούμε λοιπόν επιγραμματικά τι προβλέπει ο ισχύων Κ.Χ. και τι υποχρεούτο η Ι. Σύνοδος να εφαρμόσει κατά τη διαδικασία κρίσης του Μητροπολίτου Τυχικού για να μην «αυτοσχεδιάζει»:
Άρθρο 14 § 2: «Του Θρόνου απομακρύνεται ο Αρχιερεύς λόγω τελεσιδίκου καταδίκης εις καθαίρεσιν, ή εις εκπτωσιν από του Θρόνου».
Άρθρο 14 § 3: «Σε περίπτωση που υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις περί τελέσεως υπό Αρχιερέως σοβαρού Εκκλησιαστικού αδικήματος, η Ιερά Σύνοδος δύναται, δι΄ αποφάσεως, λαμβανομένης δια πλειονοψηφίας των τριών τετάρτων των μελών αυτής, να αφαιρέση απ΄ αυτού την διοίκησιν και διαποίμανσιν της Επαρχίας αυτού, μέχρι της εκδόσως τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως».
Άρθρο 79 Δ § 2: «Η Ιερά Σύνοδος, υπό σύνθεσιν εις ην μετέχουν ο Πρόεδρος αυτής και τουλάχιστον δώδεκα Αρχιερείς, εκδικάζει τα εκκλησιαστικά αδικήματα Αρχιερέων, επιβάλλουσα τας ποινας… γ) της εκπτώσεως…».
Ο Κ.Χ. απαιτεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση για την έκπτωση Μητροπολίτου από το Θρόνο του. Η απόφαση θα εκδοθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο (Ι. Σύνοδο) με συγκεκριμένη διαδικασία που προβλέπει ο Κ.Χ. ώστε να μην «αυτοσχεδιάζει» η Σύνοδος. Όταν υπάρχει σοβαρό εκκλησιαστικό αδίκημα μπορεί η Σύνοδος «να αφαιρέση απ΄ αυτού την διοίκησιν και διαποίμανσιν της Επαρχίας αυτού» ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. Τότε απαιτείται» πλειονοψηφία των τριών τετάρτων των μελών αυτής», δηλαδή 13 μέλη-Αρχιερείς.
Για την προσωρινή παύση από τη διοίκηση ο Κ.Χ. απαιτεί 13 ψήφους. για την οριστική έκπτωση από το Θρόνο έφτασαν μόνο οι 10 ψήφοι!
Σύμφωνα με το από 22.5.25 Ανακοινωθέν της Εκτάκτης Συνεδρίας της Ιεράς Συνόδου, η Ιερά Σύνοδος «συνῆλθε ὡς Δικαστήριον, κατὰ τὸ ἄρθρον 79Δ2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου»[5].
Τι σημαίνει ότι η Ιερά Σύνοδος «συνήλθε ως Δικαστήριον»;
Σημαίνει ότι η Σύνοδος δεν θα λειτουργεί πλέον βάσει των διατάξεων του Κ.Χ. που αφορά στη συνοδική λειτουργία (άρθρα 4-7 του Κ.Χ.) αλλά με βάση τις διατάξεις του Κ.Χ. που αφορούν στα Δικαστικά Δικαιοδοτικά Όργανα της Εκκλησίας της Κύπρου (άρθρα 78-82 του Κ.Χ. και Παράρτημα Β΄ άρθρα 1-54) . Ό,τι προβλέπεται για τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια αυτό προβλέπεται και για την Ι. Σύνοδο όταν «συνέρχεται ως Δικαστήριο».
Αξίζει να επισημάνουμε ότι με την «ακροτελεύτιο διάταξη» (άρθρο 54 του Παραρτήματος Β΄ του Κ.Χ.) ενσωματώνονται στην εκκλησιαστική ποινική δικονομία και ρυθμίσεις της (κοσμικής) Κυπριακής Ποινικής Δικονομίας: «Όπου δεν προβλέπεταί τι ειδικώς εν τω παρόντι, ισχύουν αι ρυθμίσεις της ποινικής δικονομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναλόγως εφαρμοζόμεναι». Η διάταξη αυτή είναι κεφαλαιώδους σημασίας, διότι ουσιαστικά εντάσσει στην εκκλησιαστική δικονομία και τις απαιτήσεις για δίκαιη δίκη που προβλέπει ένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου (και η Κυπριακή Δημοκρατία) καθώς και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Με άλλα λόγια ένας κληρικός της Εκκλησίας της Κύπρου μπορεί να επικαλεστεί και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ (αρμοδίως ερμηνευόμενες, π.χ. από ΕΔΔΑ) διότι αυτό προβλέπει ο Κ.Χ. της Εκκλησίας του!
Επειδή ορισμένοι δεν έχουν άμεση πρόσβαση στο κείμενο του Κ.Χ. παραθέτουμε τις πλέον σημαντικές διατάξεις του που αφορούν στην περίπτωση του Μητρ. Πάφου:
Ο ισχύον Κ. Χ. στο Παράρτημα Β’ αναφερόμενος στην «Ποινική Δικονομία» και ιδιαιτέρως στην «Προδικασία» (άρθρα 1-19) απαιτεί:
Άρθρο 2 § 1: «Η καταγγελία [σ.σ. για οποιονδήποτε κληρικό] υποβάλλεται εις τα δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας της Κύπρου, άτινα παραπέμπουν ταύτην εις την Ανακριτικήν Επιτροπήν[6], εκτός εάν η καταγγελία αφορά εις ήσσονος σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα κληρικών…».
Άρθρο 13 § 1: «Η Ανακριτική Επιτροπή αποφασίζει, μετά από καταγγελία του οικείου Αρχιερέως… ή κατά παραγγελία της Ιεράς Συνόδου, περί της διεξαγωγής, ή μη, ανακρίσεως προς διερεύνησιν: α) εάν υφίστανται αποχρώσαι ενδείξεις ότι Αρχιερεύς τις έχει διαπράξει οιοδήποτε εκκλησιαστικό αδίκημα».
Άρθρο 13 § 2: «[σ.σ. η Ανακριτική Επιτροπή] Εάν κρίνη το αναγκαίον διεξαγωγής ανακρίσεως, ορίζει ως Ανακριτήν ένα εκ των μελών αυτής…»
Άρθρο 13 § 3: «Η Ανακριτική Επιτροπή παρακολουθεί την πορεία του έργου του Ανακριτού»
Άρθρο 14 §§ 1-6: Στο εκτενές άρθρο περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια το ιδιαίτερα κρίσιμο και καθοριστικό έργο του Ανακριτού. Ενδεικτικά: «Ο Ανακριτής οφείλει να προσπαθήση να διερευνήση όλας τας πτυχάς της υποθέσεως, προς ανεύρεσιν της ουσιαστικής αλήθειας. Προς τούτο, συλλέγει οιανδήποτε σχετικήν μαρτυρίαν, ανεξαρτήτως εάν αυτή τείνη προς θεμελίωσιν της ενοχής, ή προς απαλλαγήν, του καθ΄ ου η ανάκρισις» (§ 1), «Ο Ανακριτής καλεί εις το γραφείον του ή επισκέπτεται τους, κατά την κρίσιν αυτού, πιθανούς μάρτυρας, περιλαμβανομένων και όσων τυχόν υποδεικνύει εκάστοτε ο καθ΄ ου η ανάκρισις» (§ 2) και «Όταν ο Ανακριτής έχη, κατά την κρίσιν αυτού, συλλέξει το απαιτούμενον αποδεικτικόν υλικόν, συντάσσει το πόρισμα αυτού, το οποίον και υποβάλλει, ομού μετά του φακέλου της ανακρίσεως, εις την Ανακριτικήν Επιτροπήν. Το πόρισμα του Ανακριτού περιλαμβάνει περίληψιν των μαρτυριών και την εισήγησιν αυτού, εάν στοιχειοθετήται, ή όχι, διάπραξις εκκλησιαστικού αδικήματος, και, εν καταφατική περιπτώσει, εάν το αποδεικτικόν υλικόν δικαιολογή την δίωξιν, κατά συγκεκριμένου προσώπου, ή προσώπων» (§ 6).
Άρθρο 15 § 1: «Μετά το πέρας της ανακρίσεως η Ανακριτική Επιτροπή προβαίνει εις την εξέτασιν και αξιολόγησιν του υποβληθέντος εις αυτήν φακέλου της ανακρίσεως και πορίσματος Ανακριτού και αποφαίνεται διά την άσκησιν διώξεως κατά συγκεκριμένου προσώπου, ή προσώπων, και διά την παραπομπήν των κατηγορουμένων εις την, επ’ ακροατηρίω, διαδικασίαν».
Ο Κ.Χ. είναι απολύτως σαφής: Καταγγελία κατά Αρχιερέως διαβιβάζεται από την Ι. Σύνοδο στην 5μελή Ανακριτική Επιτροπή (3 τουλάχιστον Αρχιερείς και πρεσβύτεροι) και –πλέον όχι η Σύνοδος αλλά– η Ανακριτική Επιτροπή θα κρίνει αν συντρέχει λόγος διεξαγωγής ανακρίσεων σε βάρος του Αρχιερέα! Αν η Επιτροπή κρίνει αναγκαίες ανακρίσεις ορίζει έναν Αρχιερέα από τα μέλη της ως Ανακριτή, το έργο του οποίου αυτή παρακολουθεί! Το έργο του Ανακριτού είναι κεφαλαιώδους σημασίας κρίσιμο και καθοριστικό και αποβλέπει στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας της καταγγελίας. Σημαντική είναι και η εισήγηση-πόρισμα του Ανακριτού εάν στοιχειοθετείται ή όχι η διάπραξη του εκκλησιαστικού αδικήματος που είχε καταγγελθεί. Όμως για την άσκηση δίωξης αποφασίζει η 5μελής Ανακριτική Επιτροπή (και όχι μόνος του ο Αρχιερέας-Ανακριτής) προς την οποία αποστέλλεται όλος ο φάκελος της ανακρίσεως μαζί με το πόρισμα του Ανακριτού!
Κατά τον Κ.Χ. μόνο η 5μελής Ανακριτική Επιτροπή -ΚΑΙ ΟΧΙ Η Ι. ΣΥΝΟΔΟΣ- θα αποφασίσει αν θα ασκηθεί δίωξη ή όχι κατά του Αρχιερέως! Η Ι. Σύνοδος δεν έχει την παραμικρή συμμετοχή και εμπλοκή! Περιμένει…
Άρθρο 15 § 2: «Εφ΄ όσον αποφασίσει την άσκησιν διώξεως και την παραπομπήν ορίζει τον κληρικόν, ο οποίος θα εκπληρώση χρέη Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως, διά την παρουσίαν της υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου εκκλησιαστικού διακαιοδοτικού οργάνου, και αναθέτει εις τούτον την σύνταξιν του κατηγορητηρίου. Εάν ο κατηγορούμενος είναι Αρχιερεύς, ο οριζόμενος Εκκλησιαστικός Εισαγγελεύς πρέπει να είναι και αυτός Αρχιερεύς και, ει δυνατόν, να προηγήται κατά τα πρεσβεία του κατηγορουμένου»
Άρθρο 15 § 3: «Εάν η Ανακριτική Επιτροπή κρίνη ότι δεν υφίστανται αποχρώσαι ενδείξεις διά την άσκησιν διώξεως και την παραπομπήν, θέτει τον φάκελον της ανακρίσεως εις το αρχείον».
Άρθρο 16: «Ο Εκκλησιαστικός Εισαγγελεύς συντάσσει το κατηγορητήριον, βάσει του ανακριτικού υλικού και της αποφάσεως της Ανακριτικής Επιτροπής, προς τούτο δε ακολουθεί τους κανόνας συντάξεως κατηγορητηρίου, ως αυτοί εκτίθενται εν τω επομένω άρθρω».
Άρθρο 17 §§ 1-10. Στο άρθρο αυτό (το πλέον εκτενές του Κ.Χ. που αφορά στην απονομή της δικαιοσύνης!) εκτίθενται λεπτομερώς οι κανόνες συντάξεως του κατηγορητηρίου ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του.
Άρθρο 19: «Μετά τη σύνταξιν του κατηγορητηρίου, ο Εκκλησιαστικός Εισαγγελεύς καταχωρίζει το κατηγορητήριον εις την γραμματείαν του αρμοδίου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και, ακολούθως, αποστέλλει εις τον κατηγορούμενον αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων, το κατηγορητήριον και κλήσιν απευθυνομένην προς τον κατηγορούμενον, όπως εις συγκεκριμέην ημέραν και ώραν εμφανισθή ενώπιον του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου».
Άρθρο 21 § 4: «Όταν, καθ’ οιονδήποτε στάδιον της δίκης, φαίνεται εις το Δικαστήριον ότι το κατηγορητήριον είναι τύποις, ή ουσία, ελαττωματικόν, το Δικαστήριον δύναται να εκδώση διάταγμα δια την μεταβολήν του κατηγορητηρίου…». Σε αυτή την περίπτωση κατά την κρίση του Δικαστηρίου αναβάλλεται η δίκη (άρθρο 22 § 3).
Εάν η 5μελής Ανακριτική Επιτροπή κρίνει ότι δεν υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις για άσκηση διώξεως η καταγγελία τίθεται στο αρχείο, χωρίς την παραμικρή συμμετοχή και εμπλοκή της Ι. Συνόδου! Αν η Επιτροπή ασκήσει δίωξη κατά του Αρχιερέως, τότε ορίζει έναν άλλον Αρχιερέα ως Εκκλησιαστικό Εισαγγελέα για να συντάξει το κατηγορητήριο σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες που προβλέπει ο Κ.Χ. και με βάση το ανακριτικό υλικό τού Ανακριτού-Αρχιερέως και την απόφαση της Ανακριτικής Επιτροπής! Αφού συνταχθεί το κατηγορητήριο ο Εκκλησιαστικός Εισαγγελέας το καταθέτει στην Γραμματεία της Συνόδου (αφού πρόκειται για κατηγορούμενο Αρχιερέα), κοινοποιεί ολόκληρο το φάκελο με το κατηγορητήριο και τις μαρτυρικές καταθέσεις στον κατηγορούμενο και του απευθύνει κλήση να εμφανιστεί συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ενώπιον της Ι. Συνόδου ως αρμοδίου Δικαστηρίου (αφού πρόκειται για Αρχιερέα, άρθρο 79Δ2) για να δικαστεί σύμφωνα με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο. Ο Κ.Χ. απαιτεί το κατηγορητήριο βάσει του οποίου δικάζεται ο Αρχιερέας να είναι άψογο. Τυχόν διαπιστωθέν ελάττωμα «τύποις ή ουσία» απαιτείται τροποποίησή του που μπορεί να οδηγήσει και σε αναβολή της δίκης!
Άρθρο 26: «Πας κατηγορούμενος ενώπιον οιουδήποτε Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου έχει τα ακόλουθα δικαιώματα:… β) Να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικάζοντος Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και να έχη επαρκή χρόνον, και διευκόλυνσιν, διά την προπαρασκευήν της υπερασπίσεως αυτού, γ) Να εξετάζη, ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας, και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως… δ) Να έχη συνήγορον, επιλεγόμενον υπό του ιδίου, μεταξύ κληρικών, ή δικηγόρων…».
Άρθρο 31 §§ 1-10. Εκτίθεται λεπτομερώς ο «τρόπος διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας» με την σύντομη έκθεση των απόψεων του Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως και του κατηγορουμένου προς υποστήριξιν ή αναίρεσιν της κατηγορίας, την ενδελεχή εξέταση των προτεινομένων μαρτύρων, την προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων εκατέρωθεν προς απόδειξη ή αναίρεση της κατηγορίας, την αγόρευση του Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως και του κατηγορουμένου.
Άρθρο 33 § 2. «…Προ της επιβολής της ποινής, ο Εκκλησιαστικός Εισαγγελεύς και ο κατηγορούμενος αγορεύουν, ως προς την επιβλητέαν ποινήν. Προσέτι, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ερωτά τον κατηγορούμενον, εάν συντρέχη λόγος μη επιβολής της ποινής».
Άρθρο 40: «Το Δικαστήριον έχει εξουσίαν να ρυθμίζη, κατ΄ ελευθέραν κρίσιν, την ενώπιον αυτού διαδικασίαν, κατά τον εκάστοτε κρινόμενον, ως επιθυμητόν, τρόπον, και υπό την προϋπόθεσιν ότι ούτος δεν αντίκειται εις τας διατάξεις του παρόντος».
Επίσης, αξίζει να επισημάνουμε ότι:
Σύμφωνα με το άρθρο 3 «Τα κυριώτερα αποδεικτικά μέσα εις την εκκλησιαστικήν δίκην είναι: α) οι μάρτυρες, β) τα έγγραφα, γ) η ομολογία του κατηγορουμένου, δ) η πραγματογμωμοσύνη, ε) η αυτοψία».
Άρθρο 7 § 2: «…δικαστικά πρόσωπα είναι εξαιρετέα και εάν διήγειρον, ή διεγείρουν, υπονοίας μεροληψίας, ήτοι υφίστανται γεγονότα ικανά να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστίαν διά την αμερόληπτον άσκησιν των καθηκόντων αυτών»
Άρθρο 7 § 3: «Τα ανωτέρω δικαστικά πρόσωπα οφείλουν να δηλώσουν αμέσως εις την Ανακριτικήν Επιτροπήν, ή εις το Δικαστήριον, τον γνωστόν εις ταύτα λόγον εξαιρέσεως αυτών, αιτούμενα την εξαίρεσιν αυτών».
Άρθρο 7 § 4: «Ο εν γένει τρόπος διευθύνσεως της διαδικασίας, ή της υποβολής ερωτήσεων προς τους μάρτυρας, ή τον κατηγορούμενον, δεν δύναται, καθ’ εαυτόν, να θεμελιώση λόγον εξαιρέσεως. Δύναται, εν τούτοις, να θεμελιώση την εξαίρεσιν, όταν συνδυάζηται ούτος προς άλλα περιστατικά, μαρτυρούντα ότι ο δικαστής διακατέχεται δυσμενώς προς τον κατηγορούμενον».
Σύμφωνα με τον Κ.Χ. είναι καθοριστικός ο ρόλος του Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως, ο οποίος, ασφαλώς, διαφοροποιείται από αυτόν του δικαστού ή του Προέδρου του Δικαστηρίου (του Προέδρου της Ι. Συνόδου και Αρχιεπισκόπου σε περίπτωση δίκης Αρχιερέως). Δεν είναι δυνατόν να εκτελεί χρέη Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου!
Τέλος, ο Κ.Χ. προβλέπει τα θεμελιώδη δικαιώματα μίας δίκαιης δίκης που υποχρεούται να παρέχει μία σύγχρονη Πολιτεία (και ασφαλώς και προπαντός η Εκκλησία του Χριστού!) που θέλει να σέβεται τον εαυτό της και θέλει να υπάγεται στον νομικά πολιτισμένο κόσμο. Μεταξύ άλλων μία δίκαιη δίκη απαιτεί χωρίς την παραμικρή έκπτωση:
· Σεβασμό των αρχών του κράτους δικαίου.
· Αντικειμενικούς και αμερόληπτους δικαστές που δεν εγείρουν υπόνοιες μεροληψίας εις βάρος του κατηγορουμένου.
· Διαφοροποίηση του προσώπου του καταγγέλλοντος, του Ανακριτού, του Εισαγγελέως και των Δικαστών. Είναι αδιανόητο να υπάρχει ταύτιση σε ένα και το αυτό πρόσωπο των ανωτέρω ιδιοτήτων!
· Διαδικαστικές εγγυήσεις με συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο λειτουργίας των Οργάνων απονομής της δικαιοσύνης κατά το στάδιο της προδικασίας και της ακροαματικής διαδικασίας.
· Επαρκή χρόνο και κάθε θεμιτή διευκόλυνση στον κατηγορούμενο για την προπαρασκευή της υπερασπίσεώς του.
· Δυνατότητα εξετάσεως μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως.
· Παρουσία συνηγόρου υπερασπίσεως.
Δ. Τελικά, ποια σχέση έχει η Συνοδική συνεδρία της 22.5.25 με τις προβλέψεις του Κ.Χ.;
Επισήμανση: Πριν προχωρήσω στο σημείο αυτό, θέλω να καταστήσω σαφές ότι κατέβαλα ιδιαίτερη προσπάθεια να επιβεβαιώσω τα όσα αναφέρω στην παράγραφο αυτή με προσωπική επικοινωνία με σημαίνοντα στελέχη της Εκκλησίας της Κύπρου [ενώπιον Θεού δηλώνω κατηγορηματικά ότι πέραν ενός μηνύματος συμπαραστάσεως εκ μέρους μου ουδεμία επικοινωνία είχα με τον Πανιερώτατο Τυχικό μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος]. Παρ’ όλα αυτά επειδή δεν έχω όλα τα δεδομένα της διαδικασίας αν σε κάποιο σημείο αδικώ πρόσωπα ή καταστάσεις παρακαλώ να μου υποδειχθεί και είμαι πρόθυμος να ανακαλέσω.
Νομίζω, ότι οι πλέον αρμόδιοι να απαντήσουν στο ερώτημα ποια σχέση έχει η Συνοδική συνεδρία της 22.5.25 με τις προβλέψεις του Κ.Χ. είναι οι Συνοδικοί Ιεράρχες και ιδιαιτέρως οι 10 Αρχιερείς που καταδίκασαν τον Μητροπολίτη Πάφου.
Πάντως από όσα έχει δηλώσει ο πολυεμφανισθείς στους τηλεοπτικούς δέκτες Αρχιεπίσκοπος Κύπρου δεν φαίνεται να τηρήθηκε καμία από τις προβλέψεις του Κ.Χ. τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά τη διαδικασία της δίκης! Ακριβέστερα, δεν φαίνεται να υπήρχε καν προδικασία!
Είναι πολλοί μήνες τώρα που καλλιεργείται από κύκλους της Αρχιεπισκοπής πολεμικό κλίμα εναντίον του Μητροπολίτου Πάφου με βασικό στοιχείο την άρνησή του να συμμετάσχει στις τυχόν εκδηλώσεις για τη μεταφορά της Αγ. Κάρας του Απ. Παύλου από τη Ρώμη στην Κύπρο. Όπως ο ίδιος ο Μητρ. Τυχικός είχε δηλώσει, τότε, για λόγους συνειδήσεως δεν θα ήθελε να συν-παρασταθεί και προπαντός να συμπροσευχηθεί με παπικούς (καρδιναλίους) παραβιάζοντας ιερούς κανόνες και προκαλώντας σύγχυση στον πιστό λαό της επαρχίας του. Ασφαλώς, δεν απαγόρευσε σε κανένα να παραστεί και να υποδεχθεί την Αγ. Κάρα στην Πάφο. Ο ίδιος δεν θα συμμετείχε! Η στάση αυτή του Μητροπολίτου Πάφου είχε εξοργίσει τον Αρχιεπίσκοπο, οποίος είχε εκφραστεί τότε με ασυνήθιστα σκληρούς χαρακτηρισμούς κατά του συνεπισκόπου του. Ήταν πρόδηλο ότι ο Αρχιεπίσκοπος είχε πάρει το θέμα πολύ προσωπικά και δεν ανεχόταν τον παραμικρό αντίλογο…
Ακόμα και με πρόταση για αλλαγή του Κ.Χ. αναφορικά με την τοποτηρητεία του Αρχιεπισκοπικού θρόνου είχε απειλήσει δημόσια…
Παρά τη σιωπή και τις ελάχιστες δηλώσεις του Μητροπολίτου Πάφου -πάντοτε σε χαμηλούς τόνους, με συγκατάβαση και σεβασμό στον Αρχιεπίσκοπο- το ζήτημα συνέχιζε να τροφοδοτεί συγκεκριμένο δημοσιογραφικό χώρο, ο οποίος, προφανώς σε διατεταγμένη υπηρεσία, δημιουργούσε και συντηρούσε μια ανεξήγητη για τον πολύ κόσμο ένταση. Η προχθεσινή εξέλιξη και η χθεσινή επιλεγμένη δημοσίευση στοιχείων της δικογραφίας εναντίον του Μητροπολίτη Πάφου καθιστά σαφές ποιους εξυπηρετούσε…
Προφανώς, η άρνηση του Μητρ. Πάφου να υποδεχθεί και να συμπροσευχηθεί με καρδιναλίους ως κανονικούς επισκόπους, ιερείς και διακόνους της Εκκλησίας του Χριστού είναι το κρίσιμο που οδήγησε την έκπτωσή του. Βέβαια αυτό δεν θα μπορούσε να γραφεί ως αιτιολογία για την καταδικαστική απόφαση. Και βρέθηκαν άλλα εκκλησιαστικά “εγκλήματα”!
Από όσα δήλωσε ο Μακαριώτατος σε πολλές συνεντεύξεις του σε διαφορετικά τηλεοπτικά κανάλια προκύπτει ότι:
Υπήρξαν κάποιες καταγγελίες κατά του Μητροπολίτου Πάφου. Οι καταγγελίες αφορούσαν: στη μη έκδοση αδείας γάμου Ορθοδόξου με ετερόδοξο, μη αναγνώριση βαπτίσματος ετεροδόξων-αιρετικών, πρόταση για (ανα)βαπτισμό προσερχομένων στην Ορθοδοξία από τον προτεσταντικό χώρο και καταγγελίες με ασαφές περιεχόμενο από Υπουργό Παιδείας Ελλάδος, από Υπουργείο Εξωτερικών Ελλάδος, από Εκκλησία Ελλάδος, από Μητροπόλεις Ελλάδος, από Αρχιεπισκοπή Αμερικής, από Οικουμενικό Πατριαρχείο, από πρεσβείες, από, από, από… Όχι το Βατικανό δεν διαμαρτυρήθηκε… Ούτε ο Δαλάι Λάμα…
Σύμφωνα με δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου, κατά τις συνεδρίες της Ι. Συνόδου (Σεπτέμβριος 2024 και Φεβρουάριος 2025) έγιναν κάποιες υποδείξεις στον Μητροπολίτη Τυχικό και αυτός υποσχέθηκε συμμόρφωση. Αλλά δεν συμμορφώθηκε…
Έτσι, ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος συνέταξε ένα κείμενο 38 σελίδων που συμπεριέλαβε όλες τις καταγγελίες που είχε δεχθεί από τον Σεπτέμβριο 2024 και εξής. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος χαρακτήρισε το κείμενό του ως «κατάθεση». Συγκάλεσε την Ιεραρχία της Κύπρου σε έκτακτη συνεδρίαση ως Ι. Σύνοδο και όχι ως Δικαστήριο. Κατά τη συνεδρίαση διάβασε την πολυσέλιδη (38 σελίδες) «κατάθεση» που ο ίδιος είχε συντάξει και πρώτη φορά έβλεπαν και άκουγαν τόσο οι λοιποί αρχιερείς όσο και ο Μητροπολίτης Πάφου. Ζήτησε εξηγήσεις από τον Μητροπολίτη Τυχικό τις οποίες και έλαβε. Στη συνέχεια ζήτησε από τον Τυχικό να βγει από την αίθουσα, συζήτησαν οι Αρχιερείς και η δίκη ολοκληρώθηκε με την καταδικαστική απόφαση: οριστική έκπτωση από τον Θρόνο της Αποστολικής Μητροπόλεως Πάφου!
Το επίσημο ανακοινωθέν αναφέρει ότι η Σύνοδος «συνήλθε ως Δικαστήριο»!
Διάρκεια δίκης: λιγότερο από 4 ώρες!
Ούτε νεωκόρο δεν απολύουμε με τέτοια διαδικασία…
Προς δόξαν του Συνοδικού συστήματος, της δίκαιης δίκης και του κράτους δικαίου…
Από τις πολλές εμφανίσεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου στα τηλεοπτικά κανάλια έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η δήλωσή του στην εκπομπή «Ενημέρωση Τώρα» της 23.5.25 του OMEGATV στην οποία αποκαλύπτει το πλέον κρίσιμο σημείο της ενώπιον της Συνόδου διαδικασίας:
«Μακαριώτατος: Και για να καταρτήσω εκείνη την πολυσέλιδη κατάθεσίν μου, για να μαζέψω όλα αυτά τα περιστατικά, είναι όλα αυτά τα οποία μαζεύτηκαν από τον Σεπτέμβρη και εντεύθεν.
Δημοσιογράφος: Του δώσατε την ευκαιρία Μακαριώτατε, σε αυτή την πολύσελιδη κατάθεσή σας να απαντήσει γραπτώς, ή να σας πει εσάς προσωπικά την απάντησή του;
Μακαριώτατος: Δεν… ναι… βεβαίως… χθες τα πήρε γραπτώς…
Δημοσιογράφος: Όχι χθες, τις προηγούμενες μέρες…
Μακαριώτατος: Τα ανέγνωσα εχθές, τα είχε μπροστά του και τα ανέγνωσα. Και ζητήθηκε να τοποθετηθεί πάνω σε αυτές τις τρεις κατηγορίες τις οποίες ήξερε. Δεν τις θέλαμε γραπτώς, ήταν προφορικές»[7].
Τόσο απλά!
Οι πρόνοιες του Κ.Χ. για προδικασία και ακροαματική διαδικασία τι έγιναν;
Τίθενται, λοιπόν, κάποια ερωτήματα στα οποία, νομίζω, οι αρμόδιοι πρέπει να δώσουν κάποιες απαντήσεις στο λαό του Θεού:
Αν από το Σεπτέμβριο 2024 υφίσταται ζήτημα με καταγγελίες κατά του Αρχιερέως Τυχικού, γιατί δεν παραπέμφθηκαν οι καταγγελίες αυτές, εντολή της Συνόδου, στην προβλεπόμενη από τον Κ.Χ. 5μελή εξ Αρχιερέων και πρεσβυτέρων «Ανακριτική Επιτροπή»;
Υπάρχει απόφαση «Ανακριτικής Επιτροπής» ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για διάπραξη εκκλησιαστικού αδικήματος εκ μέρους του Πανιερ. Τυχικού, όπως προβλέπεται στον Κ.Χ.;
Γιατί δεν ορίστηκε Ανακριτής για να διεξάγει κανονικές ανακρίσεις ώστε να επιβεβαιωθούν ή μη οι καταγγελίες, όπως προβλέπει ο Κ.Χ.;
Γιατί δεν υπάρχει πόρισμα Ανακριτού, όπως προβλέπεται στον Κ.Χ. ;
Γιατί δεν ασκήθηκε κανονική δίωξη, από την «Ανακριτική Επιτροπή» σύμφωνα με τον Κ.Χ.;
Γιατί δεν ορίστηκε «Εκκλησιαστικός Εισαγγελέας» από την «Ανακριτική Επιτροπή» σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κ.Χ.;
Ποιο είναι το κατηγορητήριο; Υπάρχει κατηγορητήριο ή μήπως δεν υφίσταται καθόλου;
Ποιος το συνέταξε;
Βάσει ποιου ανακριτικού υλικού και ποιας αποφάσεως της Ανακριτικής Επιτροπής συνετάγη το κατηγορητήριο;
Ποιοι εξετάστηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας και ποιοι προτάθηκαν από τον κατηγορούμενο;
Κατατέθηκε από τον Εκκλησιαστικό Εισαγγελέα και πότε στη Γραμματεία της Ι. Συνόδου το κατηγορητήριο, όπως προβλέπει ο Κ.Χ.;
Πότε κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο το κατηγορητήριο και πότε το σύνολο των μαρτυρικών καταθέσεων;
Υπήρξε εκ μέρους του Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως κλήση στον Μητρ. Τυχικό ως κατηγορούμενο για να εμφανιστεί ενώπιον Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου;
Υπήρξε συνήγορος του κατηγορουμένου, όπως προβλέπεται στον Κ.Χ.;
Ποιος ήταν ο Εκκλησιαστικός Εισαγγελέας κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου-Συνόδου;
Ποιο το περιεχόμενο της αγόρευσης και ποια η πρόταση του Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως περί της ενοχής κατά το προτελευταίο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου-Συνόδου;
Ποια η εισήγηση του Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως αναφορικά με την επιβλητέα ποινή κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου-Συνόδου;
Μήπως ο Αρχιεπίσκοπος με τις εμπαθείς δηλώσεις του τους τελευταίους μήνες εναντίον του Μητρ. Πάφου «διεγείρει υπονοίας μεροληψίας» που «δικαιολογούν δυσπιστία διά την αμερόληπτον άσκησιν των καθηκόντων του» ως Δικαστού και Προέδρου του Δικαστηρίου;
Ο Αρχιεπίσκοπος δήλωσε ότι ανέγνωσε στη Σύνοδο την 38σέλιδη «κατάθεσή» του με τις καταγγελίες και κάλεσε τον Τυχικό να παράσχει εξηγήσεις επ΄ αυτών. Εκτιμάται ότι η διαδικασία αυτή παρέχει «επαρκή χρόνον, και διευκόλυνσιν, διά την προπαρασκευήν της υπερασπίσεως» του κατηγορουμένου, όπως ρητά προβλέπει ο Κ.Χ. αλλά και όλες οι διατάξεις του Κυπριακού Ποινικού Δικαίου και της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη;
Αν στην υπόθεση του Μητροπολίτου Τυχικού δεν υπήρχε ούτε Ανακριτική Επιτροπή, ούτε Ανακριτής, ούτε ανακρίσεις, ούτε πόρισμα Ανακριτού, ούτε Εκκλησιαστικός Εισαγγελέας, ούτε απόφαση για άσκηση δίωξης, ούτε κατηγορητήριο, ούτε μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, ούτε κλήση σε κατηγορούμενο, ούτε πρόταση ενοχής και ποινής από τον Εκκλησιαστικό Εισαγγελέα, μπορούμε να μιλάμε για δίκαιη δίκη ή για παρωδία δίκης που προσβάλει όχι μόνο όσους συνέπραξαν αλλά ολόκληρη την Εκκλησία που την ανέχεται;
Μπορούμε να μιλάμε για τελεσίδικη απόφαση με την οποία εκθρονίστηκε ο Μητροπολίτης Πάφου;
Υφίσταται, απόφαση και ποιου “Δικαστηρίου” στις 22.5.25,;
Τελικά, τι, σημαίνει ότι η Ι. Σύνοδος «συνήλθε ως Δικαστήριον»;
Δεν είναι στις προθέσεις του παρόντος η απάντηση στην ουσία της Συνοδικής αποφάσεως.
α) Δεν μπορώ όμως να μην σχολιάσω την καταγγελία Β΄ του επισήμου «Ανακοινωθέντος της εκτάκτου συνεδρίας της Ι. Συνόδου»[8] περί συστηματικής άρνησης τελέσεως μεικτών γάμων και άρνησης του Μυστηρίου του Χρίσματος εκ μέρους του Μητροπολίτου Τυχικού:
Σύμφωνα με απόλυτα αξιόπιστες πληροφορίες στην Ι. Μητρόπολη Πάφου το 2023 εκδόθηκαν 19 άδειες, το 2024 15 άδειες και το 2025 (μέχρι 22.5.) 4 άδειες! Μάλιστα εντός του 2025 τελέστηκαν δύο γάμοι όπου το ένα μέρος είχε γίνει δεκτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία (εκτός Κύπρου) με το Μυστήριο του Χρίσματος! Και όμως ο Μητροπολίτης καταδικάστηκε, όπως αναφέρει το επίσημο «Ανακοινωθέν» γιατί δεν τελούσε μεικτούς γάμους και δεν έκανε δεκτό το Χρίσμα!
Προφανώς ο Μητροπολίτης Τυχικός ασκεί κατά γράμμα και πνεύμα την πρόνοια του Κανονικού Δικαίου περί οικονομίας τόσο στο Μυστήριο του Γάμου όσο και στην εισδοχή των ετεροδόξων[9] και δεν έχει μετατρέψει οικονομία σε κανονικότητα αντίθετα στο πνεύμα της αληθούς εκκλησιαστικής οικονομίας.
β) Επίσης, ζητείται από τον Μητροπολίτη Πάφου να «ὑποβάλει, γραπτῶς, Ὁμολογίαν Πίστεως, στὴν ὁποία νὰ περιλαμβάνεται καταδίκη τοῦ ἀποτειχισμοῦ». Κύριε ελέησον! Είναι δυνατόν Σύνοδος να ζητά από Μητροπολίτη ο οποίος έχει υποσχεθεί κατά τη χειροτονία του να τηρήσει τους Ιερούς Κανόνες και την Εκκλησιαστική παράδοση να υποβάλει τώρα Ομολογία Πίστεως που να αρνείται τον 15ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας επί Μ. Φωτίου Συνόδου και την πρακτική των Πατέρων της Εκκλησίας μας (ενδεικτικά: Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Μάρκου Ευγενικού, Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου);
Συμπερασματικά:
Είναι απολύτως σαφές ότι η συνοδική απόφαση της 22.5.25 με την οποία εκθρονίστηκε ο Μητροπολίτης Πάφου Τυχικός θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία της Κύπρου ως μνημείο συνοδικής αυθαιρεσίας και περιφρόνησης της κανονικής τάξης της Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου.
Τυχόν υλοποίησή της θα αποτελέσει τραγικό άλλοθι για επανάληψή της και για άλλους Αρχιερείς που δεν είναι «υπάκουα παιδιά» (Αρχιεπίσκοπος Κύπρου) στα κελεύσματα μια συγκυριακής συνοδικής πλειοψηφίας ευπρόσβλητης από εξωθεσμικά και εξωεκκλησιαστικά κέντρα ακόμα και της αλλοδαπής.
Με την απόφαση της 22.5.25 δεν δικάστηκε, δεν καταδικάστηκε ο Μητροπολίτης Τυχικός, αλλά στο πρόσωπό του καταδικάστηκε η εκκλησιαστική τάξη.
Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Πρεσβύτερος
[1] Αφιερούται στους κάθε εποχής «γονείς» του Τυφλού Ομολογητού του σημερινού Ευαγγελίου (Ιω. 9, 1-37), οι οποιοι «ινα μη αποσυνάγωγοι γένηνται» προτιμούν πάντοτε τη συμπόρευση με τη διεφθαρμένη εξουσία εγκαταλείποντας τους υιούς της Αληθείας στη μανία της, με την ελπίδα ότι κάποτε θα ανοίξουν και αυτών οι οφθαλμοί της καρδίας ώστε να δουν και να χαρούν την Αλήθεια του Χριστού.
[2] Ο κάθε επίσκοπος ανήκει σε μία τοπική Εκκλησία αλλά ταυτόχρονα είναι και επίσκοπος της ανά την Οικουμένη Εκκλησίας του Χριστού και οφείλει να μεριμνά για σύμπασα την Εκκλησία, ανεξάρτητα και πέρα από δικαιοδοσίες. Αντίστοιχα, λοιπόν, και εμείς οι πιστοί οφείλουμε να ενδιαφερόμαστε, να προσευχόμαστε και να μετέχουμε στη χαρά και τη θλίψη του Επισκόπου στον οποίο άμεσα υπαγόμαστε, αλλά ταυτόχρονα έχουμε χρέος να συμπαριστάμεθα, ανεξάρτητα από το κόστος, στο έργο και τη διακονία κάθε Ορθοδόξου Αρχιερέως. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν προδήλως διώκεται για την πιστότητά του στην Ορθόδοξη πίστη και εκκλησιαστική παράδοση. Άλλωστε η Παύλεια προτροπή «ει πάσχει εν μέλος συμπάσχει πάντα τα μέλη» δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους όταν μάλιστα δεν πρόκειται περί απλού μέλους αλλά περί επισκόπου.
[3] Καταστατικός Χάρτης της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, Λευκωσία 2010, στο διαδίκτυο https://churchofcyprus.org.cy/wp-content/uploads/2015/10/KATASTATIKO_KAThAREYOYSA.pdf
[4] Καταστατικός Χάρτης της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, Λευκωσία 2010, σελ. 8.
[5] https://churchofcyprus.org.cy/97978
[6] Σύμφωνα με το άρθρο 12 § 1 «Η Ανακριτική Επιτροπή συγκροτείται εκ πέντε κληρικών, εκ των οποίων οι τρεις, τουλάχιστον, είναι Αρχιερείς»
[7] Χρον. στιγμή 3:38-4:23 στο https://www.youtube.com/watch?v=ocne1iFoMKo&t=76s
[8] https://churchofcyprus.org.cy/97978
[9] Μ. Βασιλείου, Κανόνας 1ος: «Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἴκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν», πρβλ. Μ. Βασιλ-47.
Читайте также
Η ΕΚΠΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ και η ΠΤΩΣΗ ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ[1]
Γράφει ο Πρεσβύτερος π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Εφημέριος του Ι.Ν.Αγ. Νικολάου Πατρών
«Συνενοχή η σιωπή μπροστά στις βλασφημίες στην Ουκρανία»: άποψη από τη Βουλγαρία
Σε μια λεπτομερή συνέντευξη με την ΕΟΔ, ο Βούλγαρος θεολόγος παρουσίασε μια ασυμβίβαστη άποψη για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ορθοδοξία τόσο στην Ουκρανία όσο και στον κόσμο.
Επιβεβλημένη δικαιοκρισία στον αποθανόντα «πάπα» Φραγκίσκο
Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς Γραφείο επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Οι ακατήχητοι Έλληνες και το αμετανόητο Βατικανό
Ο Παπισμός είναι η μεγαλύτερη διαστροφή του Χριστιανισμού, ο Πάπας ως θεσμός έχει προσφυώς χαρακτηριστεί από έναν μεγάλο ορθόδοξο Δογματολόγο του 20ού αιώνα (τον Σέρβο Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς) ως μια εκ των τριών πτώσεων στην ιστορία της ανθρωπότητος.
«Ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στήν κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς α΄ χιλιετίας»
Με αφορμή τον θάνατο του πάπα Φραγκίσκου
Η SBU ανακάλυψε ξαφνικά ότι η UOC είναι μια Ουκρανική Εκκλησία: τι έπεται;
Όταν βολεύει τις ουκρανικές αρχές, αποκαλούν την UOC «Μοσχοβίτικη και της FSB» και όταν δεν, την αποκαλούν «ουκρανική». Πού είναι η αλήθεια;