Εκκλησιαστική ενότητα Λατινικής Δύσης και Βυζαντινής Ανατολής και το Συναξάρι της 13ης Μαΐου

Γράφει ο π. Δημήτριος Τσουρούς
Στα τέλη του 10ου αιώνα, παρότι η Λατινική Δύση και η Βυζαντινή Ανατολή βρίσκονται εκκλησιαστικά σε κατάσταση σταδιακής αποξένωσης, η διατήρηση της αίσθησης του ενιαίου χριστιανικού κόσμου παραμένει ζωντανή. Οι δύο κόσμοι παραμένουν ενωμένοι εκκλησιαστικά, όχι μόνο λόγω της δυνατότητας μυστηριακής επικοινωνίας (ακόμη δεν έχουν επέλθει η διακοπή ευχαριστιακής κοινωνίας του 1009 και το οριστικό σχίσμα του 1054), αλλά και λόγω της ύπαρξης, έστω περιορισμένων, ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ μοναστικών κοινοτήτων Ανατολής και Δύσης.
Οι Bίοι των εορταζομένων αγίων (13η Μαΐου), των Γεωργιανών Κτιτόρων της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, οσίων Ιωάννου (εκοιμήθη το 1005) και Ευθυμίου (εκοιμήθη το 1028), συνηγορούν σε αυτό.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, ο όσιος Ιωάννης ο Ίβηρ, πνευματικό τέκνο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, εξετάζει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την ηγουμενία της πολυπληθούς Μονής Ιβήρων και να αποσυρθεί για άσκηση σε ήσυχο τόπο, μαζί με λίγους μαθητές του. Ο Βίος επισημαίνει ότι πρόθεση του Οσίου ήταν να μεταβεί στην Ισπανία. Η Ισπανία συναισθηματικά ήταν χώρος οικείος για τους Γεωργιανούς. Σύμφωνα με παλαιά παράδοση, η Ιβηρία του Καυκάσου (γεωγραφικός χώρος του σημερινού κράτους της Γεωργίας) είχε αποικισθεί από Ίβηρες που είχαν έλθει από την Ισπανία. Υποθέτουμε, όμως, όπως αφήνει να εννοηθεί και το κείμενο του Βίου, ότι ο λόγος επιθυμίας καταφυγής του Οσίου στην Ισπανία δεν ήταν μόνο συναισθηματικός. Υπήρχαν ανοιχτοί δίαυλοι (ίσως και μοναστικής) επικοινωνίας των Γεωργιανών με την Ισπανία. Η επιθυμία του οσίου Ιωάννου τελικά δεν υλοποιήθηκε, αφού ο Άγιος κάμφθηκε από τις παρακλήσεις της αυτοκρατορικής εξουσίας και τελικά δεν εγκατέλειψε τη Μονή.
Ο υιός του οσίου Ιωάννου, όσιος Ευθύμιος (εκοιμήθη το 1028), μετά την κοίμηση του πατέρα του, ανέλαβε την ηγουμενία της Μονής. Η αγιασμένη του μοναστική βιοτή, που, μεταξύ των άλλων, σημαδεύτηκε από την ιεραποστολική του μέριμνα για να μεταφρασθούν στη Γεωργιανή γλώσσα πολυάριθμα έργα Ελλήνων Εκκλησιαστικών Πατέρων, χαρακτηρίσθηκε και από την προσπάθειά του για να διευκολυνθεί η εγκαταβίωση στο Άγιον Όρος μοναχών λατινικής καταγωγής, οι οποίοι τελικά συγκρότησαν τη Μονή των Αμαλφηνών, μοναστήρι λατινικού λειτουργικού τύπου που ακολουθούσε τον Κανόνα του αγίου Βενεδίκτου, η οποία και θα παραμείνει ενεργός στον Άθωνα ίσως μέχρι και τον 13ο αιώνα.
Αν οι δίαυλοι μοναστικής επικοινωνίας μεταξύ Λατινικής Δύσης και Βυζαντινής Ανατολής ήταν περισσότεροι και πιο ενεργοί, θα μπορούσαν πιθανώς να είχαν διατηρήσει τη Λατινική Εκκλησία εγγύτερα στην Πατερική θεολογική παράδοση και εκκλησιολογία, και –ακόμη περισσότερο– το Σχίσμα του 1054 να είχε αποφευχθεί. Ακόμη όμως και στις παραμονές του Σχίσματος, κάποιοι δίαυλοι εξακολουθούν να είναι ανοιχτοί, και αυτό νοσταλγικά μάς το υπενθυμίζει ο Βίος των οσίων Ευθυμίου και Ιωάννου, Κτιτόρων της Αθωνικής Μονής των Ιβήρων.





